Ο Leos Carrax, ένας από τους πιο πρωτοπόρους, αιρετικούς, genre-defying σκηνοθέτες της γενιάς του, με τελευταίο αριστούργημα που μας χάρισε το Holy Motors το 2012, τα υποκριτικά φαινόμενα που είναι ο Adam Driver (Star Wars, Marriage Story) και η Marion Cotillard (Assassin’s Creed, Macbeth) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ροκ όπερα διά χειρός Sparks και Βραβείο Σκηνοθεσίας στο τελευταίο φεστιβάλ Καννών – τι θα μπορούσε να πάει λάθος; Η σύντομη απάντηση είναι: πολλά.
Με σενάριο και πρωτότυπα τραγούδια από τους χαρισματικούς αδελφούς Ron και που αποτελούν το ντουέτο των Sparks, ο Leos Carrax επιλέγει το είδος του μιούζικαλ, για να αφηγηθεί μια ιστορία «αγάπης», αυτήν του Henry και της Ann. Εκείνος, ο “Ape of God”, ένας stand-up comedian/performer, που θυμίζει έντονα Bill Hicks και Bo Burnham (Inside), που καταθέτει την ψυχή του στη σκηνή, που δεν προσπαθεί να κάνει το κοινό του να γελάσει, όμως εκείνο ξεκαρδίζεται, υποδαυλίζοντας έτσι τη σχέση αγάπης – μίσους που έχει με αυτό. Εκείνη, σοπράνο, μια αιθέρια παρουσία, λατρευτή από κοινό και κριτικούς. Εκείνος νευρώδης στη σκηνή, προβοκάτορας, σφύζει από θυμό, αγανάκτηση, ζωή, θέλει να «σκοτώνει» κάθε μέρα το κοινό του, εκείνη ήπια, χαμηλότονη, «πεθαίνει» κάθε νύχτα στο τέλος της παράστασης μπροστά στα μάτια των θεατών της. Ερωτεύονται παθιασμένα, αδηφάγα, τραγουδούν πόσο αγαπούν ο ένας τον άλλον διαρκώς, ακόμα και ενόσω τα σώματά τους σμίγουν. Σύντομα θα παντρευτούν και η Ann θα μείνει έγκυος στην κόρη τους, την Annette, όπως πληροφορούμαστε αποκλειστικά μέσα από σεκάνς κουτσομπολίστικων tabloids. Όμως, κάπου εκεί θα ξεκινήσει η καθοδική πορεία της σχέσης τους και η ανάδειξη των πραγματικώναποχρώσεων της φύσης του Henry.
Ο Leos Carrax, εκτός από πειραματικός και ριζοσπαστικός στην κινηματογραφική αφήγησή του σκηνοθέτης, είναι και ένας βαθιά ρομαντικός auteur: από το Boy Μeets Girl μέχρι τους Εραστές στη Γέφυρα, λατρεύει την απεικόνιση του δύσκολου, απαιτητικού, μετ’ εμποδίων έρωτα. Και αυτό ακριβώς κάνει και στο Annette συνθέτει το πορτρέτο μιας σχέσης καταδικασμένης, που ορίζεται από τα πάθη, τα ελαττώματα και τις ασυμβατότητες των μερών της, μεταιχμιακή ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, το πάθος και την οργή, τον πόθο και τη βία. Γέννημά της η μικρή Annette, πάντα εργαλειακά ιδωμένη από τους γονείς της, αντικείμενο εκμετάλλευσης και μέσον για να πληγώσουν ο ένας τον άλλον – η σουρεαλιστική, συμβολική επιλογή της χρήσης μιας μαριονέτας αντί για αληθινού παιδιού στον ρόλο είναι σαρδόνια και ευφυέστατη.
Ο Carrax δανείζεται παραμυθικά στοιχεία για να πλάσει αυτήν την ιστορία αγάπης των δύο star-crossed lovers του, σε έναν καμβά πανέμορφα φωτογραφημένο από τη μόνιμη συνεργάτιδά του, Caroline Champetier: η φωτογραφία διαδραματίζει εδώ πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση, με τις παλέτες να κινούνται στις αποχρώσεις του βαθύ πράσινου, του αβυσσώδους μπλε και του πυρετώδους κίτρινου, σε συνδυασμό με τις συχνές, αψεγάδιαστα εκτελεσμένες, αναφορές στο ασπρόμαυρο, βωβό σινεμά και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό.
Ταυτόχρονα, ο Carrax εξετάζει και σχολιάζει, με τρόπο βαθιά αυτοαναφορικό, θεματικές που αφορούν ευρύτερα τον χώρο της Τέχνης, όπως η διαφορά μεταξύ ανθρώπου (και παθολογιών του) και καλλιτέχνη, ο ιδιωτικός βίος κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας, η τέχνη ως ύστατο μέσο αναμέτρησης (και εξομάλυνσης) των σκοτεινότερων πτυχών του εαυτού.
Όμως, το πρόβλημα έγκειται στον ίδιο τον πυρήνα της ιστορίας του: ο Carrax κατ’ ουσίαν στήνει, μεθοδικά και δεξιοτεχνικά, το πορτρέτο ενός κακοποιητή, ενός εγωπαθούς, χειριστικού, ανάλγητου άντρα – εξαιρετικός στον ρόλο ο Driver–που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την αύξουσα φήμη και δόξα της συζύγου του η οποία βρίσκεται σε αντίστροφη πορεία με τη δική του, με τον ρόλο του ως πατέρα και τις ευθύνες που αυτός φέρει, με την ίδια του τη φύση, και καταλήγει στο ξέσπασμα οργής και στη βία. Όμως, και παρ’ ότι τον ξεγυμνώνει στα μάτια του θεατή, εν τέλει επιλέγει τη ρομαντικοποίησή του, τη θέασή του ως το αρχέτυπο του καταραμένου καλλιτέχνη που αντιμάχεται την άβυσσό του (τρανότερη απόδειξη για τη θέση του σκηνοθέτη η τελευταία σκηνή του φιλμ). Η σεκάνς αναφοράς στις καταγγελίες κακοποιήσεων και στο #metoo κίνημα είναι τουλάχιστον εμβόλιμες και μη συνεκτικές με την υπόλοιπη κατεύθυνση της αφήγησης, ενώ, αντίθετα, από τη σκηνή του γιουχαΐσματος του κοινού στον Henry μετά από ένα προσβλητικό αστείο διαφαίνεται ξεκάθαρα η βολή που θέλει να ρίξει ο σκηνοθέτης εναντίον της πολιτικής ορθότητας στην τέχνη και την κωμωδία.
Το μιούζικαλ είναι a priori ένα δύσκολο για τον θεατή, απαιτητικό είδος, που συχνά ρέπει προς τον μελοδραματισμό, και η επιλογή του Carrax να αφηγηθεί μια, κατά βάση, κοινότοπη και χιλιοφορεμένη ιστορία, με τρόπο καταφανώς συντηρητικό και σε αυτήν τη φόρμα, καθιστά το αποτέλεσμα πολύ λιγότερο πρωτοποριακό και καινοτόμο από όσο θα ήθελε ο δημιουργός του να είναι.
Το Annette είναι μεν ένα παραισθησιακό, υπερρεαλιστικό, αισθητικό κομψοτέχνημα, με μνημειώδεις ερμηνείες από τους δύο πρωταγωνιστές του, ιδίως από τον Adam Driver, και με τον Simon Helberg του Big Bang Theory χαμηλόφωνη αποκάλυψη στον ρόλο του κρυφά ερωτευμένου μαέστρου. Όμως, κάπου εκεί τελειώνουν οι αρετές του: το αφήγημα του love hurts είναι ξεπερασμένο και βαθιά συντηρητικό, ο εξωραϊσμός και η ρομαντικοποίηση της ανδρικής βίας και της τοξικής αρρενωπότητας πολιτικά στρεβλές, αν όχι άμεσα καταδικαστέες, και το Annette μια από τις πρώτες απογοητεύσεις της χρονιάς.