Είναι καθιέρωμενο το ραντεβού σε κάποιο σινεμά όποτε βγαίνει η νέα ταινία της Marvel, όπως και τα τελευταία 2 χρόνια στο Disney+ για κάθε νέα σειρά που βγαίνει. Συνηθισμένο φαινόμενο είναι να την παρακολουθείς γρήγορα γρήγορα μην τυχόν και βομβαρδιστείς από spoilers. Κάτι ακόμα πιο συνηθισμένο είναι να κοιτάς σε κάθε νέο project για easter eggs, ενδείξεις για το μέλλον του σύμπαντος, όσο και να σπαταλάς ώρες ολόκληρες σε βιντεάκια με αναλύσεις επί αναλύσεων, θεωρίας μετά την θεωρία, φήμης μετά τη φήμη. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μια ακριβής περιγραφή εμού. Και ήταν (σχετικά) υγιές μέχρι και το Endgame, το φινάλε του πρώτου “κύκλου” ταινιών του MCU. Και λέω υγιές διότι αυτό που περίμενε εμάς τους ανύποπτους θεατές ήταν ο απόλυτος κατακλυσμός με σειρές και ταινίες, όπου το 2021 πραγματικά θυμάμαι τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται αν υπήρχε μια εβδομάδα δίχως νέο marvel υλικό.
Προφανώς και η Disney θα ήθελε να καπηλευθεί το brand name της Marvel, όντας και ένα από τα πιο κερδοφόρα για την εταιρεία. Όμως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης μας έφερε μπροστά σε ένα phase four όπου είδαμε προχειροδουλειές και γενικώς κακό περιεχόμενο (Thor: Love And Thunder, She-Hulk τα πιο τρανταχτά παραδείγματα). Και προσωπικά θα βάλω σαν κύριο ένοχο των προβληματικών του κάθε project τα στενά χρονοδιαγράμματα, την υπερφόρτωση εργάσιμων ωρών με την πλήρης εκμετάλλευση των vfx artists και γενικά την πίεση στους καλλιτέχνες να παραδώσουν ένα αξιοπρεπές υλικό για χάρη των studio και των παραγωγών που περιμένουν να τσεπώσουν κάμποσα ακόμα δισεκατόμμυρια. Και η ευθύνη του studio δεν σταματάει εκεί, αφού ενώ μας έκαναν υποσχέσεις περί ενός phase four με κύρια κατεύθυνση την εισαγωγή και την ανάπτυξη νέων και παλαιών χαρακτήρων, δεν σταμάτησαν να χτίζουν sequels ή crossovers του mcu. Με λίγα λόγια μιλάμε για ένα αποτυχημένο phase four που οφείλεται κυρίως στην σύγκρουση του καλλιτεχνικού οράματος με εκείνου του studio στο όνομα του κέρδος.
Το τοπίο που έρχεται στις κινηματογραφικές αίθουσες το Ant-Man And The Wasp: Quantomania δεν είναι σίγουρα το καλύτερο. Η απογοήτευση και η κούραση των φανς είναι εμφανής και αναθέτουν τις ελπίδες τους σε ένα ποιοτικό και συνεκτικό phase five και six. Άμεσα αυτό θέτει το τρίτο Ant-Man σε κρίσιμη θέση αφού έχει να μας εισάγει στη νέα (πέμπτη) φάση του σύμπαντος, όσο και στον μεγάλο “κακό” του multiverse saga και του επόμενου Avengers, στο πρόσωπο του Kang, αλλά και να μας ξαναφέρει σε επαφή με τον κόσμο και τους χαρακτήρες του Ant-Man, κλείνοντας την τριλογία του ήρωα. Και τελικά όχι απλά δεν συναντάει τις προσδοκίες, αλλά πρόκειται για τη χειρότερη ταινία όλου του mcu.
Η πλοκή της ταινίας φέρνει τον Ant-Man και την Wasp μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια Pym παγιδευμένους και χαμένους στο quantum realm, όπου προσπαθούν να επανενωθούν. Στη προσπάθειά τους θα συναντήσουν τον Kang, που βρίσκεται και εκείνος παγιδευμένος και θα προσφέρει στον Ant-Man την επαναφορά στη πραγματικότητά του, με αντάλλαγμα να του κλέψει ένα πολύτιμο στοιχείο που θα τον φέρει ένα βήμα πιο κοντά στη κατάκτηση του πολυσύμπαντος.
Η μεγαλύτερη προβληματική της ταινίας βρίσκεται στην παντελή έλλειψη χαρακτήρων. Δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, αλλά όλοι (μα όλοι) οι χαρακτήρες της ταινίας είναι έρμαια των γεγονότων της ιστορίας και μένουν παθητικοί. Δεν υπάρχει κάποιο κίνητρο, κάτι που να τους ενεργοποιεί, πέρα από το ότι “πρέπει να ξεφύγουν από το quantum realm” ή το ότι πρέπει να εμποδίσουν την διαφυγή του Kang από αυτή τη διάσταση. Δεν γίνεται κάποια προσπάθεια συναισθηματικής σύνδεσης με τους στόχους των πρωταγωνιστών, παρά μόνο στο όνομα της διαφύλαξης της ακεραιότητας των εαυτών τους και της “οικογένειας”.
Παράλληλα, το Quantomania είναι λες και προσπαθεί από την αρχή μέχρι το τέλος του να μας πείσει πως δεν είναι μια ταινία Ant-Man, άλλα ένα ακόμα κομμάτι του παζλ στο μεγαλύτερο σύμπαν (ή πολυσύμπαν) της Marvel και σαν μόνο στόχο έχει να είναι ένας άψυχος και κουραστικός πρόλογος της επόμενης ταινίας Avengers. Ο Jeff Loveness, έχοντας μια εμπειρία γράφοντας επεισόδια από το Rick And Morty, βουτάει στο κόσμο του quantum realm και μας εισάγει στις υποατομικές κοινότητες και φυλές και πάει ένα βήμα παραπέρα την εξερεύνηση του quantum realm σε σχέση με τις πρώτες δύο ταινίες, ενώ παράλληλα προσπαθεί να πείσει τον θεατή πως το multiverse μπορεί να αποτελέσει ένα πλούσιο μέσο για νέες ιστορίες και χαρακτήρες. Βέβαια όσο πλούσια οπτικά είναι το quantum realm, άλλο τόσο παντελώς αδιάφορο αφήνει τον θεατή, καθώς η χρήση του μένει σε απλά στιγμές – πυροτεχνήματα και όταν όλη η πλοκή μιας ταινίας καταρρέει, όση ζωντάνια και να δώσεις σε ένα πλάνο δεν μπορείς να σώσεις τίποτα. Γενικά η ταινία περνάει πολλαπλές κρίσεις ταυτότητας, αφού μια θέλει να είναι ένα space opera τύπου Star Wars, μια θέλει να είναι κωμωδία, μια θέλει να είναι ένα οικογενειακό δράμα. Και ο τρόπος που συμπτύσσονται όλα αυτά αποβαίνει κάτι παραπάνω από καταστροφικός και τραγελαφικός. Δεν θέλω καν να αναφερθώ στους τρομακτικά κακούς διαλόγους (που σε βγάζουν εκτός ταινίας συνέχεια) και τα αστεία που δεν σου προκαλούν καν ένα χαμόγελο.
Και είναι κρίμα διότι ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της marvel υπήρχε έστω η παραμικρή προσπάθεια να σε κάνουν να νοιαστείς για αυτό που βλέπουν. Ήταν εμφανής η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δημιουργήσει μια μοναδική εμπειρία στον θεατή με το πόνημά του. Εδώ ο σκηνοθέτης Peyton Reed όσο και να επιχειρεί να μας γεμίσει με όμορφα πλάνα και ενδιαφέρουσα κάδρα, όλα καταλήγουν στο να μην έχουν συνοχή μεταξύ τους και να είναι στα όρια του generic και αντιγραφής από άλλες ταινίες. Όπως είπαμε και πριν, πέρα από το ότι δεν μπορεί να καταλήξει τι είδος σινεμά είναι, προδίδει συνέχεια τις θεματικές της, θεματικές που αφορούν την οικογένεια ή την κληρονομιά ή την λύτρωση.
Ο Jonathan Majors (Loki, Lovecraft Country) είναι ίσως το μόνο καλό στοιχείο της ταινίας, που προσπαθεί να κάνει το καλύτερο με αυτό που του δίνεται και δημιουργεί ένα ενδιαφέρον κόνσεπτ πίσω από τον μεγάλο κακό του multiverse saga που θα δούμε αρκετές φορές ακόμα. Ένα από τα πιο τραγικά κομμάτια της ταινίας ήταν ο MODOK του Corey Stoll (House Of Cards, First Man) που φαίνεται πως η αποδοχή της γελοίας φύσης ενός χαρακτήρα, σημαίνει πως θα παραμείνει σε cringe επίπεδα. Η γνωριμία μας με την εφηβική εκδοχή της κόρης του Ant-Man, της Cassie, από την Kathryn Newton αφήνει τον θεατή παντελώς αδιάφορη – αν και η προσπάθεια να την κάνουν ακτιβίστρια έχει κάποιες προοπτικές, η ταινία φαίνεται να το ξεχνάει μετά τα πρώτα 10 λεπτά. Κατά τα άλλα ο Paul Raud (Avengers: Endgame, Living With Yourself) εν ολίγοις καταλήγει να παίζει (γουέλ) τον εαυτό του, η Evangeline Lilly (The Hobbit, Lost) δεν αξιοποιείται καθόλη τη διάρκεια, ενώ ο Michael Douglas (Ant-Man, The Kominsky Method) και η Michele Pfeiffer (Batman Returns, Scarface) αποτελούν ξανά τα φωτεινά στοιχεία της σειράς ταινιών.
Για να μην παρεξηγούμαι, δεν είχα αυταπάτες πως το νέο Ant-Man δεν θα ήταν ένας πρόλογος για το επόμενο Avengers ή ότι ο φακός θα εστίαζε στο να μας προετοιμάσει για τη κύρια πλοκή του multiverse saga. Ωστόσο, περίμενα τουλάχιστον να έχει μια πλοκή που να μπορεί να την κάνει να ξεχωρίσει, πρωταγωνιστές που να κάνουν τον θεατή να θέλει να δει την συνέχεια και γενικά έναν σοβαρό λόγο να δικαιολογήσουν το 8ευρω και τις δύο ώρες που χάλασα εγώ και πολλοί ακόμα σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Να μην την ξαναδώ επειδή είναι υποχρεωτική θέαση πριν το νέο Avengers, αλλά επειδή είναι μια καλή ταινία Ant-Man. Δικαίως και είναι λοιπόν στον πάτο του mcu με βάση το rotten tomatoes, γιατί τουλάχιστον στις υπόλοιπες ταινίες (ναι ακόμα και στο Thor: The Dark World) υπάρχουν χαρακτήρες που στο τέλος της νιώθεις την ανάγκη να τους ξαναδείς.