Αν η ταινία αυτή είχε βγει το 2016, όπως και θα έπρεπε, το ύφος του παρόντος κειμένου θα ήταν αρκετά διαφορετικό. Η αλήθεια είναι πως από το 2016 άλλαξαν πάρα πολλά πράγματα, τα οποία δένουν άμεσα με τις βασικές θεματικές της ταινίας. Αυτά περιλαμβάνουν την έκρηξη του #Metoo, την επανατοποθέτηση της Ρωσίας ως μπαμπούλα από τους Αμερικάνους σε γεωπολιτικό επίπεδο και του κομμουνισμού σε πολιτικό, δεδομένης και της προθυμίας πολλών νέων Αμερικάνων να αγκαλιάσουν τις σοσιαλιστικές ιδέες μετά τον (πολλαπλό και επί πολλά έτη) θάνατο του αμερικάνικου ονείρου αλλά και της δομικής κρίσης του 2008 που μόλις διαφαινόταν ότι τελείωσε ήρθε ο Covid να τη συνεχίσει και να τη βαθύνει.
Όλα αυτά είναι στον πυρήνα της ταινίας, και όμως και πάλι δε δικαιολογείται η καθυστέρηση στη solo ταινίας της πρώτης γυναίκας Avenger, με ένα πλούσιο παρελθόν, γνήσιο υπερηρωικό τραύμα παρά την έλλειψη υπερδυνάμεων και, τελικά, το δικό της rooster βοηθητικών χαρακτήρων που είχαν (και έχουν) να δώσουν πολλά στο συνολικό σύμπαν της Marvel.
Πλέον, όταν ο χαρακτήρας έχει ήδη αποχωρήσει (ηρωικά) από το MCU, η ταινία μοιάζει άκαιρη, άτοπη και, τελικά, εφόσον ξέρουμε ήδη πως πεθαίνει η Μαύρη Χήρα ( spoiler για ταινία του 2019, συγνώμη) χωρίς καν την επίφαση του κινδύνου για την ίδια.
Η ίδια η ταινία σε σκηνοθεσία της αετομάτας και ιδιαίτερα ικανής στην αποτύπωση δράσης Cate Shortland (The Secret Life of Us, Berlin Syndrome), προσπαθεί να προσφέρει, στο μέτρο του δυνατού και των σχετικά χαμηλών προσδοκιών, μια γνήσια Marvel εμπειρία. Αυτό σημαίνει ασταμάτητη δράση, χιούμορ (ίσως άτοπο ή αδόμητο ανά στιγμές) και μια τελική αναμέτρηση με έναν αδιάφορο κακό. Η κλασική συνταγή δηλαδή μιας solo ταινίας Marvel. Βέβαια σε αυτό το σημείο, μετά από 13 χρόνια αδιάκοπης εξάσκησης και το κοινό ξέρει ΑΚΡΙΒΩΣ τι να περιμένει και οι δημιουργοί καταβάλλουν, όταν δεν πρόκειται για κάποιο κομβικό project, όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια και χρόνο, προκειμένου να μη σταματήσει ούτε για λίγο η γραμμή παραγωγής. Έτσι, ναι η δράση είναι εκεί, ασταμάτητη και εκρηκτική, όμως, ειδικά μετά τα γεγονότα του Endgame, πολύ δύσκολα συγκινεί τον θεατή, ειδικά όταν επί της ουσίας βλέπει ένα prequel. Επιπλέον, η έλλειψη ενός πραγματικά καλογραμμένου super villain στερεί και το ενδιαφέρον.
Ωστόσο, αν αξίζει κάτι σε αυτή την ταινία δεν είναι η κλασική συνταγή της Marvel. Είναι, πολύ περισσότερο, οι χαρακτήρες και οι θεματικές που αναπτύσσουν υπόρητα . Αφενός η , Scarlett Johansson (Marriage Story, Lost in Translation) η οποία συνέβαλε σε κάθε στάδιο της παραγωγής και πολέμησε για να γίνει αυτή η ταινία κόντρα σε ένα τρομερό παρασκήνιο με email, μισογύνικες απόψεις, gate-keeping, και κάζουαλ σεξισμό, φαίνεται ότι διασκεδάζει πραγματικά το αντίο της στον χαρακτήρα που τη συνόδευε επί 10 χρόνια και καταφέρνει, έστω και στο φινάλε του, να του δώσει βάθος και μια συναισθηματική εξέλιξη, η οποία φωτίζει καλύτερο το τέλος της στο Endgame.
Ταυτόχρονα, οι νέοι χαρακτήρες που εισάγει, και κυρίως η υπέροχη Yelena της Florence Pugh ( Midsommar,Little Women) κλέβουν την παράσταση, και μάλιστα κάνοντας όντως την προσπάθεια να μιλήσουν με ρωσική προφορά που δε θυμίζει τον (κατά τα άλλα αγαπημένο) Dolph Lundgren στο Rocky IV. Η αγαπημένη στο nerd κοινό Pugh κάνει το εντυπωσιακό της ντεμπούτο στο MCU, στο οποίο, όπως φαίνεται θα παραμείνει αρκετό καιρό ως η νέα Χήρα, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά όμως. Η Pugh κερδίζει άκοπα το κοινό, με την ειρωνεία, το πηγαίο χιούμορ και την τρομερή της ερμηνεία, η οποία αντανακλά όλο το τραύμα μιας χαμένης παιδικότητας. Οι (ψεύτικοί) γονείς της ξεχωρίζουν και αυτοί, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Η στιβαρή, ψυχρή και απόλυτα επαγγελματική παρουσία της Rachel Weisz (The Favourite, O Αστακός) δίνει το δικό της βάρος. Είναι όμως ο στοχανοβικός μαρξιστής και αντιχιουμανιστής Red Guardian του David Harbour (Ηellboy, Stranger Things) που κλέβει την παράσταση όσον αφορά το χιούμορ.
Βέβαια η αναχρονιστική (και ψευδεπίγραφη) επιμονή στην απεικόνιση ενός γκουλάγκ και η (αυτό)γελοιοποίηση του μοναδικού σοβιετικού super soldier, ο οποίος έχει τατουάζ στα χέρια του το όνομα του Μαρξ έχει σκοπό να αναιρέσει την (ορθή) εκτίμηση του για την γεωπολιτική σκακιέρα, τη φίμωση της εσωκομματικής δημοκρατίας και τελικά, την εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης, όπως αρχίζει να διαμορφώνεται στα μυαλά πολλών νεαρών Αμερικάνων. Όμως ο Red Guardian μας δίνει και μια πιο ανθρώπινη εικόνα των στιγμών μετά την επιτηδευμένη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και το καθεστώς των αντιδραστικών και συχνά αμερικανοκίνητων ολιγαρχών που ξεπήδησε από τα ερείπια του «άλματος προς τον ουρανό».
Ένα τέτοιος ολιγάρχης αναδύεται και ως ο κεντρικός κακός της ταινίας και εδώ εμφανίζεται το κομβικότερο θέμα της ταινίας και η ιδιότυπη φεμινιστική (στα όρια του αστικού ανθρωπισμού πάντα) χροιά της. Ο κακός της ταινίας είναι, επί της ουσίας, ένας σωματέμπορας και το προιόν του είναι Χήρες, νεαρά κορίτσια που τους γίνεται πλύση εγκεφάλου για να σκοτώνουν και να υπηρετούν. Το γεγονός ότι η ερμηνεία του Ray Winstone (King of Thieves, Point Break) είναι τόσο αδιάφορη και γενική υποδηλώνει ακριβώς αυτό, τη γενίκευση της άποψης ότι οι γυναίκες είναι εμπορεύματα, κτήμα κάποιου. Βέβαια ο Winstone δεν είναι David Tenant, που ως Killgrave συμβόλιζε την κουλτούρα του βιασμού στη Jessica Jones, και έτσι, αυτό το απρόσωπο ουσιαστικά πατριαρχικό σύμβολο δεν έχει ούτε το βάθος ούτε το gravitas για να σταθεί απέναντι σε μια γενικόλογη, και τελικά, κενή φεμινιστική προσέγγιση.
Σε κάθε περίπτωση, το Black Widow έχει περισσότερο ενδιαφέρον ως θέμα συζήτησης σε νερντοπαρέες παρά ως ταινία. Και σίγουρα, έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον ως δικαστική μάχη εναντίον μιας ηθοποιού και ενός κολοσσού όπως η Disney. Αυτό είναι κάτι που θα θέλαμε να δούμε πραγματικά πώς θα εξελιχθεί!