Υπάρχουν κάποια βιβλία με τόσο αινιγματικούς τίτλους που καταφέρνουν αμέσως να μαγνητίσουν τον αναγνώστη. Με την πρώτη ματιά τον γεμίζουν με ερωτήματα για το περιεχόμενο της ιστορίας τους και για τη σημασία του τίτλου. Κατεξοχήν παράδειγμα ενός τέτοιου βιβλίου είναι ο Φύλακας στη Σίκαλη (Catcher in the Rye στο πρωτότυπο), το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ο J. D Salinger, το οποίο συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κλασσικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Διαβάζοντας την περιγραφή του βιβλίου που αφορά ένα έφηβο παιδί που μόλις έχει αποβληθεί (για μία ακόμη φορά) απ’ το σχολείο που φοιτούσε, ο καθένας απορεί ποια ιστορία μπορεί να κρύβεται πίσω από τον τόσο αινιγματικό τίτλο. Για να επιλυθεί το αίνιγμα του τίτλου είναι απαραίτητο πρώτα ο αναγνώστης να γνωρίσει τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, να προσπαθήσει να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση και τον τρόπο σκέψης του και τότε μόνο θα είναι έτοιμος για την αποκάλυψη της προέλευσης (και της σημασίας) του τίτλου. Τελικά η επίλυση του μυστηρίου γίνεται ανεπαίσθητα, με τρόπο τόσο απλό που καταλήγει εντυπωσιακός (με τα τόσα συμπυκνωμένα νοήματα που κρύβει), όπως συμβαίνει εξάλλου με ολόκληρο το βιβλίο, το οποίο δεν αναφέρεται τυχαία ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.
Γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του 1940, το μυθιστόρημα του Salinger επηρέασε καθοριστικά το είδος της εφηβικής λογοτεχνίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Ο Salinger δεν διηγήθηκε απλώς την ιστορία ενός εφήβου, αλλά του έδωσε φωνή, του έδωσε την ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία του σε α’ πρόσωπο. Με αυτή τη μέθοδο ο Salinger προσπάθησε να διεισδύσει στο χαρακτήρα και τη ψυχοσύνθεση του έφηβου ήρωά του, του Holden, επιχείρησε να δώσει την ευκαιρία στον αναγνώστη να ακούσει τις σκέψεις του μέσα από τη δική του γλώσσα και το δικό του τρόπο έκφρασης, με στόχο να τον κατανοήσει. Με αυτό τον ελκυστικό τρόπο το βιβλίο αγαπήθηκε απ’ τους νέους αναγνώστες, οι οποίοι ανακάλυψαν κομμάτια του εαυτού τους στον αντισυμβατικό τρόπο σκέψης και δράσης του Holden.
Βέβαια ο Salinger δεν προσπάθησε να απεικονίσει τον Holden ως ένα ακαταμάχητο πρότυπο εφηβικής αμφισβήτησης, το αντίθετο μάλλον συνέβη. Όπως έχει παρατηρήσει εύστοχα η συγγραφέας Dana Czapnik, ο Salinger δημιούργησε ένα ιδανικά γραμμένο πορτρέτο ενός ατελούς χαρακτήρας («a perfectly written portrait of an imperfect character»). Ήδη απ’ την εποχή του (τη δεκαετία του 1940) ο Holden ήταν ένας αμφισβητούμενος χαρακτήρας, με πιστούς υποστηρικτές αλλά και συνειδητούς πολέμιους. Ο ακραίος μηδενισμός του, που ίσως γοήτευε πολλούς εφήβους, αντίθετα από άλλους συνομηλίκους τους (και μεγαλύτερους σε ηλικία) κατηγορούνταν ως επιπόλαιος και ανούσιος. Αυτή η κριτική εκφράζεται και απ’ την αδερφή του τη Phoebe, η οποία του προσάπτει ότι αμφισβητεί τόσο έντονα τα πάντα γύρω του σε βαθμό που τελικά καταλήγει να μην υπάρχει τίποτα που να τον ευχαριστεί. Ίσως διαβάζοντας σήμερα την ιστορία του Holden ένας έφηβος ακόμα δυσκολότερα θα ταυτιστεί μαζί του, αφού πρόκειται για έναν ήρωα μίας αρκετά διαφορετικής εποχής, που κουβαλά τις αντιλήψεις και το ιστορικό φορτίο της. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Holden παραμένει μέχρι και σήμερα το λογοτεχνικό αρχέτυπο ενός έφηβου παιδιού που αμφισβητεί με πάθος τον κόσμο των ενηλίκων, απ’ τον οποίο προσπαθεί να αποδράσει με κάθε τρόπο.
Μία απ’ τις σημαντικές θεματολογίες του βιβλίου αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα. Ίσως η γλώσσα του Holden να μην ήταν αψεγάδιαστη -όπως πολλές φορές και τα επιχειρήματά του- όμως γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι, παρ’ όλο που με μία επιπόλαιη ματιά μοιάζει απλώς να απορρίπτει πλήρως το σχολείο και τη μάθηση, στην πραγματικότητα απορρίπτει το συγκεκριμένο αυστηρό παιδαγωγικό μοντέλο μέσα στο οποίο νιώθει ότι η δημιουργικότητά του ασφυκτιά. Χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει πλήρως, αφού -λόγω του αρνητισμού και της έλλειψης πείρας της ηλικίας του- εμμένει στη στείρα αμφισβήτηση του υπάρχοντος, χωρίς να αναζητά μία θετική διέξοδο από αυτό, στην πραγματικότητα έχει γερά θεμελιωμένες πεποιθήσεις που διαμορφώνουν μία εύστοχη κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής του. Ως προς αυτό είναι χαρακτηριστική η κριτική του προς τον φιλόλογο που εξαντλούσε την αυστηρότητά του απέναντι σε μαθητές που έκαναν «παρεκβάσεις» στο λόγο τους:
«Αυτή η ιστορία με την παρέκβαση μου έσπαγε τα νεύρα. Δεν ξέρω. Το κακό μ’ εμένα είναι πως μ’ αρέσει άμα κάποιος ξεστρατίζει στην κουβέντα. Είναι πιο ενδιαφέρον και τέτοια»
Εξάλλου στο λόγο του Holden κυριαρχεί ο συνειρμικός τρόπος σκέψης και ως εκ τούτου η ροή της αφήγησής του διακόπτεται συνεχώς από παρεκβάσεις, μέσα απ’ τις οποίες γνωρίζουμε το παρελθόν του χαρακτήρα και του κοινωνικού του κύκλου, αλλά και τελικά την προσωπικότητά του και τις απόψεις του. Μέσα από τις συχνές παρεκβάσεις του λόγου του τον παρακολουθούμε με αντίστοιχο ενδιαφέρον να καταπιάνεται και με άλλα κοινωνικά θέματα της εποχής που αφορούν τα παιδιά της ηλικίας του, όπως είναι η φιλία, ο σχολικός εκφοβισμός, η νυχτερινή ζωή, το κάπνισμα, η παραβατικότητα, ο στρατός και ο πόλεμος. Φυσικά ο αφηγητής τα αντιμετωπίζει με τη δική του αντισυμβατική ματιά, στην οποία κυριαρχεί η αμφισβήτηση απέναντι σε ό,τι του μοιάζει «κάλπικο» απ’ τον κόσμο των ενηλίκων:
«Όλα μου φταίνε. Μισώ που ζω στη Νέα Υόρκη και τέτοια. Μισώ τα ταξιά και τα λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου με τους οδηγούς που σου βάζουν συνέχεια τις φωνές»
Πάντως, παρά τη συμπεριφορά του (που συχνά τον μπλέκει σε μπελάδες) στην πραγματικότητα ο Holden είναι ένα ευγενές παιδί που ακολουθεί έναν αυστηρό ηθικό κώδικα. Υιοθετώντας στοιχεία μιμητισμού της συμπεριφοράς των ενηλίκων, προσπαθεί να δείχνει το σεβασμό του σε ανθρώπους που τον έχουν κερδίσει. Στον αντίποδα όταν νιώθει ότι η συμπεριφορά κάποιου παραβιάζει τους κανόνες του δικού του ηθικού κώδικα δεν διστάζει να τον κρίνει αυστηρά, με μπόλικο διδακτισμό, σε σημείο που καταντά τις περισσότερες φορές αντιπαθής γιατί γίνεται ξερόλας. Πολύ συχνά αναπαράγει στερεότυπα (ανάμεσά τους και σεξιστικά, παρά το γεγονός ότι είναι γενικά άκακος) που αντικατοπτρίζουν τα συντηρητικά αντανακλαστικά της εποχής του, τα οποία είχε άκριτα αφομοιώσει. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι το λογοτεχνικό πορτρέτο του Holden δια χειρός Salinger δεν απεικονίζει έναν ιδανικό χαρακτήρα, αλλά μία προσωπικότητα με τις δικές της αδυναμίες. Πρόκειται απλά για έναν έφηβο με συσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση για την κοινωνία των ενηλίκων στην οποία καλείται οσονούπω να μεταβεί, όμως εκείνος δεν θέλει να αφομοιωθεί και τελικά να αλλοιωθεί από αυτή. Κανείς δεν έχει την απαίτηση από εκείνον να είναι τέλειος.
Η νέα μετάφραση του βιβλίου απ’ την Αθηνά Δημητριάδου για τις εκδόσεις Πατάκη είναι καλοδουλεμένη. Το μυθιστόρημα του Salinger είναι γραμμένο εξ ολοκλήρου στην αμερικάνικη νεανική αργκό της εποχής (αποτέλεσμα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του έφηβου πρωταγωνιστή) καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη μεταφορά της στα ελληνικά (και γενικώς σε άλλες γλώσσες). Όμως, η προσεγμένη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου καταφέρνει να διατηρήσει τη ζωντάνια της γλώσσας του κειμένου, τα κωμικά στοιχεία του έργου, καθώς και την ομαλή ροή της αφήγησης. Παράλληλα δεν πέφτει στην παγίδα να χειριστεί την αργκό του Salinger με σύγχρονους όρους, εκσυγχρονίζοντάς την. Εύστοχα μεταφράζοντας το πρωτότυπο, χρησιμοποιεί μία διάλεκτο που στην πραγματικότητα εν πολλοίς δεν μιλιέται πια ούτε ως αργκό, προκειμένου να καταδειχθεί με αυτό τον τρόπο το ιστορικό πλαίσιο του έργου.