H (επίσημη) μεταφορά μιας καθαρόαιμης Dungeons and Dragons ιστορίας (δηλαδή όχι απλά μια fantasy ταινία, όπως η εποποία η οποία ενέπνευσε το ίδιο το παιχνίδι) ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Και ήταν δύσκολη επειδή, ως μέσο, ο κινηματογράφος είναι πολύ διαφορετικός από τη ζεστασιά του τραπεζιού της συλλογικής αφήγησης, την ψυχή δηλαδή του D&D, και, κατ’επέκταση, όλων των ΤΤRPG.
Υπήρξαν όμως προσπάθειες, ήδη από τις απαρχές του παιχνιδιού, με πρωτεργάτη τον ίδιο τον Gary Gygax, τον βασικό δημιουργό του επιτραπέζιου. Έτσι, το μακρινό 1983 δημιουργήθηκε το ομώνυμο cartoon από το CBS, ενδεικτικό της δυσκολίας που είχαν οι πρώτες εκδόσεις του παιχνιδιού (σαν πρώτο αντίπαλο οι ήρωες αντιμετωπίζουν τη… θεά των χρωματικών δράκων Tiamat). Κάποιες ακόμα animation προσπάθειες, όπως η ταινία του Dragonlance, δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία.
Τελικά, το 2000, μετά από έναν Γολγοθά νομικών δοκιμασιών και έναν κυκεώνα γραφειοκρατικών προβλημάτων και εφιαλτικών συνθηκών παραγωγής (το παρασκήνιο των οποίων είναι πιο ενδιαφέρον από την ίδια την ταινία), είδαμε το ανυπέρβλητο Dungeons & Dragons, το οποίο πλέον οφείλουμε να παραδεχθούμε πως είναι το Τhe Room των fantasy ταινιών και μισό βήμα μακριά από ταινίες της Asylum…
Πέρασαν 23 χρόνια από τότε και πλέον, με τη δημοφιλία του παιχνιδιού να έχει εκτοξευθεί (για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου προφανώς και του Stranger Things μεταξύ άλλων), η ιδιοκτήτρια εταιρεία Wizards of the Coast (υπό την ομπρέλα του κολοσσού Hasbro) δοκιμάζει ξανά την τύχη της στις αίθουσες με την ταινία των John Francis Daley (Freaks and Geeks, Bones) και Jonathan Goldstein (Game Night) (σενάριο και σκηνοθεσία) και με το πρόσωπο του συμπαθέστατου Chris Pine (Wonder Woman, Star Trek) και τη βλοσυρή αλλά προσηνή φιγούρα της Michelle Rodriguez (Fast and the Furious) ως σημαίες.
Και τελικά, το όλο μείγμα λειτουργεί.
Αμφότεροι οι δημιουργοί γνωρίζουν το παιχνίδι εδώ και χρόνια ως παίκτες και ο ενθουσιασμός τους διαποτίζει κάθε καρέ. Αυτό είναι το πρώτο και κυριότερο χαρακτηριστικό που σε κερδίζει στην ταινία: υπάρχει μια μεταδοτική, σχεδόν παιδική (όχι όμως παιδιάστικη) ενέργεια των συντελεστών να δείξουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Περιοχές, διάσημα ονόματα, πλάσματα από την 40χρονη ιστορία των Forgotten Realms, του πιο διάσημου setting παρελαύνουν στις οθόνες μας, φλερτάροντας με το όριο ενός κουραστικού name-dropping, χωρίς όμως ποτέ να το διαβαίνει την ώρα που οι ήρωες μεταφέρονται από μέρος σε μέρος, από κατεστραμμένο σχέδιο σε αυτοσχεδιασμό και από αστείο σε εγκάρδια στιγμή roleplaying.
Mε λίγα λόγια, η ταινία μοιάζει σαν ένα βασικό heist oneshot όπου τίποτα δεν πάει βάσει σχεδίου (όπως συμβαίνει) και οι πιο παρανοικές παρεξηγήσεις και αυτοσχεδιασμοί είναι αυτοί που τελικά σώζουν την ημέρα. Όπως ακριβώς δηλαδή ένα D&D session.
Είναι αυτή η ενέργεια και η εξαιρετική χημεία μεταξύ των περισσότερων χαρακτήρων που τελικά σώζει την ταινία και την κάνει απολαυστική τόσο για όσους γνωρίζουν το παιχνίδι (και η ταινία είναι τόσο ακριβής όσο χρειάζεται ώστε να διατηρήσει τη δική της εσωτερική συνοχή και να βγάζει νόημα αλλά και ενδιαφέρον) αλλά και για όσους δεν έχουν πιάσει ποτέ 20εδρο στα χέρια τους.
Η ταινία είναι ένα διασκεδαστικό ρόλερ κόστερ, αλλά παίρνει και τις κάτω βόλτες της. Υπάρχουν πολλά προβλήματα ρυθμού, τόσο χωροχρονικού όσο και συναισθηματικού. Κάποιες σχέσεις μεταξύ μελών του party δεν εξερευνούνται ποτέ, ούτε, τελικά, δίνεται κάποιος συγκεκριμένος λόγος παρουσίας τους σε αυτή την αποστολή. Παράλληλα, μπορεί η ταινία να διαρκεί 2,30 ώρες, όμως τελικά φαίνεται βεβιασμένη, σα να τρέχει να προλάβει τον ίδιο της τον στόχο. Η πλοκή δε ρέει οργανικά και πολλές σκηνές φαντάζουν άλλοτε τραβηγμένες από τα μαλλιά και άλλοτε κομμένες σχεδόν στη μέση. Οι καταιγιστικές αλλαγές χώρων, σκηνικών αλλά και στόχων σίγουρα δε βοηθούν σε καμία περιπτωση.
Στα ευρύτερα ελατώμματα, να προσθέσουμε και την επιλογή της villain. Η Daisy Head (Shadow and Bone, The Sandman) μπορεί ίσως να λειτουργήσει σε β’ ρόλους ή και πιο πάνω σε teen σειρές. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φέρει στη ζωή πιστευτά μια πανίσχυρη νεκρομάντισσα. Είναι κρίμα, γιατί ενώ οι δημιουργοί φαίνεται να γνωρίζουν πολύ καλά τη Faerun, η οποία φιλοξενεί πλήθος ιστορικών απειλών, από liches έως δράκους, αυτά αφήνονται στο παρασκήνιο και δεν αξιοποιούνται ως πραγματικοί αντίπαλοι.
Παρόλα αυτά, αξίζει σίγουρα να αναφερθεί ότι είναι τελικά οι χαρακτήρες αυτοί που μένουν στον θεατή όταν φεύγει από την αίθουσα. Η τρομερή χημεία μεταξύ ενός βασανισμένου καλαμπουρτζή Pine και μιας σοβαρής αλλά τελικά ευαίσθητης βαρβάρου (οι οποίοι, ευτυχώς, δεν έχουν καμία ρομαντική σχέση). Η αμηχανία ενός εξαιρετικού sorcerer στο πρόσωπο του γεμάτου ζωντάνια Justice Smith (Detective Pikachu), σε αντιδιαστολή με τη σοβαρή προσήλωση της πάντα αξιόλογης Sophia Lillis ( It , I Am Not Okay With This).
Κλείνοντας ναι, το D&D: Ηonor Among Thieves είναι η καλύτερη ταινία D&D, αν και παίζει χωρίς αντίπαλο, και μια πολύ καλή ευκαιρία να δείτε στη μεγάλη οθόνη (ή σε όποια άλλη οθόνη το δείτε) μια όμορφη αναπαράσταση του κόσμου που έχουμε περπατήσει πολλές φορές στη φαντασία μας, σε μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε συμβεί γύρω από ένα τραπέζι…