Όλοι λίγο πολύ που τόσο είμαστε χωμένοι στο κόσμο του βιβλίου, όσο και στην γενική ποπ κουλτούρα, έχουμε ακούσει για το περίφημο έργο του Frank Herbert, το Dune. Από φράσεις όπως “το έπος που σφράγισε την επιστημονική φαντασία”, ή από συζητήσεις του πως καθόρισε την εικόνα και την αισθητική βιβλίων, ταινιών και κόμικς που ασχολούνταν με τα είδη του sci-fi, του space opera ή του fantasy. Ένα βαρύγδουπο έπος με δεκάδες βιβλία στη συλλογή του (6 εκ των οποίων από τον Frank Herbert και πολλά ακόμα μετέπειτα από τον γιό του, Brian), αρκετές απόπειρες μεταφοράς του σε άλλα μέσα, αλλά και με ένα τεράστιο στίγμα στο σημερινό pop culture τοπίο. Ακόμα και 56 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, είναι ένα έργο που ακόμα ασχολούμαστε, διαβάζουμε και έχουμε σαν αναφορά. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που το κάνει τόσο διαχρονικό;
Στον πυρήνα του, το Dune σαν κόνσεπτ συνδυάζει τη μαγεία, με τη θρησκεία και την επιστήμη, όλα αυτά με προσκήνιο τους χαρακτήρες του βιβλίου να περιφέρονται στις ερήμους του Αράκις. Χιλιάδες χρόνια στο μέλλον, όπου το βασικό στοιχείο ζήτησης είναι το μπαχαρικό (καύσιμο αλλά και ναρκωτικό παράλληλα, κάτι αντίστοιχο του πετρελαίου στα σημερινά δεδομένα), που επιτρέπει τα διαγαλαξιακά ταξίδια. Ένα στοιχείο που πολλοί ποθούν και εμπλέκονται σε πολέμους και παιχνίδια εξουσίας για να το αποκτήσουν. Η κοινωνία χωρίζεται σε Οίκους, με κύριους εκείνων των Ατρείδων και των Χαρκόνεν, οι οποίοι και έχουν μακροχρόνια διαμάχη. Και οι δύο θέλουν να εκμεταλλευτούν τον πλανήτη Αράκις, που θα τους παρέχει άφθονη ποσότητα από το μπαχαρικό. Στην ιστορία εμπλέκονται και οι Φρέμεν, ο ιθαγενής λαός του Αράκις. Έχοντας σαν φόντο την προφητεία του “εκλεκτού”, εκείνου που θα φέρει ένα καλύτερο αύριο για όλους και την ειρήνη στο σύμπαν, το πρόσωπο που καλείται να την εκπληρώσει είναι ο Πολ Ατρείδης, ο διάδοχος του θρόνου του Οίκου, που πρέπει να ξεδιαλύνει τόσο το διαταραγμένο πολιτικό τοπίο, αλλά και να προλάβει ένα επερχόμενο κακό που μόλις αναγγέλλεται.
Ήδη από τη σύνοψη διακρίνει κανείς, ποια είναι τα ζητήματα που αφορούν το Dune και το κάνουν διαχρονικό. Η θρησκειολογική έννοια του Μεσσία, η αποικιοκρατική πολιτική, οι καπιταλιστικές τακτικές, ο εθισμός στις ουσίες, η θέση του ανθρώπου στο αχανές σύμπαν, η επαφή του με τη φύση και την θρησκεία. Πράγματα που σίγουρα έχουμε δει και διαβάσει ουκ ολίγες φορές, αλλά παραμένουν επίκαιρα.
Όταν μιλάμε, λοιπόν, για ένα τόσο ριζοσπαστικό έργο σαν το Dune, είναι επόμενο η όποια μεταφορά του σε άλλο μέσο να έχει και τις επακόλουθες απαιτήσεις και δυσκολίες. Στον κινηματογράφο, πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστή η απόπειρα του Jodorowsky να το μεταφέρει στην 7η τέχνη, που μαζί με τον Moebius το πλάνο τους ήταν να γίνει μια 6-ωρη ταινία, που προφανώς και κανένας παραγωγός δεν το δέχθηκε (η συγκεκριμένη απόπειρα έχει μείνει σαν την “καλύτερη ταινία που δεν έγινε ποτέ”). Μετά ακολούθησε η προσπάθεια του David Lynch, η οποία και απέτυχε παταγωδώς να τιμήσει το πρωτότυπο έργο, όσο και να συνδεθεί με το κοινό. Αξιοσημείωτη η τηλεοπτική απόπειρα– όχι του πρώτου βιβλίου βέβαια, αλλά του τρίτου (Children Of Dune)- αν και αυτή απέτυχε κυρίως στο να αναδείξει το μεγαλείο και την επικότητα του βιβλίου.
Πρόσφατα έφτασε, λοιπόν, και η νέα κινηματογραφική απόπειρα του Denis Villenueve (Arrival, Blade Runner 2049) στο βιβλίο, η οποία και έχει ήδη κάνει αρκετό σούσουρο και είναι αδιαμφισβήτητα από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του έτους – μετά και από τις άπειρες αναβολές λόγω της πανδημίας. Ήδη πολλοί μη-ψύχραιμοι την ορίζουν σαν το νέο Star Wars ή το νέο Lord Of The Rings, θαμπωμένοι από το μεγαλειώδες sci-fi σκηνικό, τις μεγάλες σκηνές μάχης, το τρομερό καστ.
Τα παραπάνω αν και ισχύουν, το Dune ξεχωρίζει μεταξύ των ομοιών του, κυρίως λόγω του φιλοσοφικού υπόβαθρου του έργου του Herbert. Είναι η διάχυτη πνευματικότητα του κειμένου του, η αμφιταλάντευση μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού, η σύγκρουση της επιστήμης με του παραφυσικού, αλλά και η σύνδεση τους σε ένα θρησκειολογικό πλαίσιο. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας (ο ίδιος ήταν και βαπτισμένος βουδιστής): “H επιστήμη πηγάζει από κάτι που το πιστεύουμε, επειδή το πιστεύουμε. Και το πιστεύουμε, επειδή το πιστεύουμε και δεν έχουμε απόδειξη για αυτό. Είναι σαν θρησκεία”. Τελικά καταφέρνει όμως ο Villenueve να τιμήσει το έργο και τον συγγραφέα του; Να κάνει ένα βήμα παραπέρα, και να το κάνει να ξεχωρίσει από άλλα έπη, όπως το Lord Of The Rings;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί στην πληρέστερη εκδοχή της. Το Dune του Denis Villeneuve είναι βαρύ, είναι μεγάλο, είναι τεράστιο και ότι άλλα συνώνυμα μπορεί να σκεφτεί κάποιος. Περιέχει όλες τις γνωστές τεχνικές και τακτικές του σκηνοθέτη του, που από το Arrival και το Blade Runner 2049 μας είχε κάνει μια επίδειξη των δυνατοτήτων του στο sci-fi, δυστοπικό σινεμά. Όπως και εκεί, έτσι και τώρα, στα 155 λεπτά της ταινίας βλέπουμε ολόκληρο τον κόσμο του έργου να ξεδιπλώνεται μπροστά μας και παράλληλα να μας τυλίγει σε αυτό. Είναι αξιοσημείωτο το πως ο Villeneuve καταφέρνει να σε βυθίσει και να σε απορροφήσει σε αυτό που σου παρουσιάζει, να απαιτεί την προσοχή σου και να σε καθηλώνει στη θέση σου.
Το Dune το διέπει μια διαρκής μονοτονία, μια ψυχρότητα, μια μηχανικότητα. Είναι ευκίνητο και ακολουθεί γνωστές κινηματογραφικές πεπατημένες στην ροή του, κλιμακώνοντας με πολλές σκηνές μάχης, ενώ καταφέρνει να κρατάει τα ίδια αισθήματα στον θεατή από την αρχή έως το τέλος. Η αισθητική που το κυκλώνει παραμένει μουντή καθ’ όλη τη διάρκεια. Γενικά, μπορεί κάποιος το πόσο ασήκωτο ήταν το έργο που καλέστηκε ο Villeneuve να φέρεις εις πέρας.
Και αυτό λειτουργεί αμφίσημα. Από τη μία, παρουσιάζεται η αριστοτεχνία και η εντρύφηση του σκηνοθέτη στο έργο και στο αντικείμενό του. Από την άλλη, το κύριο ίσως πρόβλημα της ταινίας είναι το πόσο πρόκειται για το μισό βιβλίο. Όταν τελειώνει νιώθει ο οποιοσδήποτε πως όποια κατεύθυνση και αν δόθηκε δεν ολοκληρώθηκε, δεν υπάρχει κάποια λύτρωση, με την εξέλιξη των χαρακτήρων να γίνεται κυρίως μέσα από επεξηγηματικούς διαλόγους και γεγονότα που κινούν την ροή του σεναρίου. Το ρίσκο που παίρνει η Villeneuve ουσιαστικά κάνει αυτό το πρώτο μέρος μια μισή ταινία, που δεν μπορεί να σταθεί αυτόνομα. Θεωρεί απαραίτητη την υπάρξει συνέχειας.
Πέρα από αυτό το αρνητικό κομμάτι, η ταινία στέκεται επάξια απέναντι στο γιγάντιο αυτό πράγμα που λέγεται Dune. Σίγουρα παραμένει μια πιο απλουστευμένη εκδοχή, για να προσφερθεί και προς ένα μαζικό κοινό. Αλλά η ουσία και οι θεματικές του βιβλίου δεν χάνονται – όχι ότι αναδεικνύονται και ιδιαίτερα βέβαια, αλλά αυτό θα μας το δείξει και η συνέχεια. Η εσάνς που το κάνει επικό είναι εκεί, κάνοντας το Dune μία γιγαντόφωνη, εμβληματική ταινία.
Ο Villeneuve με τον Greig Fraser (Lion, Rogue One) στην κινηματογράφηση αυτού του έπους δίνουν μια καθαρή, στρωτή και μονόχρωμη απεικόνιση του κόσμου του Αράκις, που όσο και αν το κάνει να φαίνεται εμβληματικό, αναρωτιέται κανείς τι θα γινόταν αν έβαζαν λίγο παραπάνω χρώμα. Εξίσου και ο Hans Zimmer (The Lion King, The Dark Knight) είναι στο στοιχείο του, γράφοντας μια μουσική επένδυση αλά Zimmer στυλ, που εισβάλλει στον εγκέφαλο κάθε θεατή και χτυπάει αλλεπάλληλα σε όλη τη διάρκεια.
Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, το βασικό ατού της ταινίας είναι οι ηθοποιοί που την απαρτίζουν. Ο χαρισματικός Timothee Chalamet (Call Me By Your Name, Lady Bird) επιδεικνύει όλες του τις δυνατότητές με το υλικό που έχει μπροστά του, κάνοντας για έναν νεαρό διάδοχο του θρόνου, που καλείται να μεγαλώσει γρήγορα για να έρθει αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του. Η Rebecca Ferguson (Mission Impossible – Fallout, Doctor Sleep) στο ρόλο της μητέρας του Πολ δίνει ίσως την πιο δυνατή ερμηνεία της ταινίας, ακροβατώντας μεταξύ της παράδοσης της φυλής της, των Φέρμεν, και της βασιλλικής της θέσης της στον Οίκο των Ατρείδων. Ο Oscar Isaac (Ex Machina, Star Wars: The Last Jedi) σαν τον πατέρα του Πολ δίνει μια αυστηρή ερμηνεία, ενός ανθρώπου που προσπαθεί να κρατήσει τον Οίκο του στη θέση του. Αυστηρότητα εμφανίζει και ο Josh Brolin (No Country For Old Men, Avengers: Infinity War) στον ρόλο του στρατηγού των Ατρείδων. Ο Jason Mamoa (Game Of Thrones, Aquaman) δίνει μια αρκετά συνηθισμένη character-actor ερμηνεία, όπως και ο Dave Bautista (Guardians Of The Galaxy Vol. 02, Blade Runner 2049), ο ένας σαν στρατιώτης του Οίκου των Ατρείδων και ο άλλος των Χαρκόνεν. Ο Stellan Skasgard (Το Κυνήγι Του Κόκκινου Οκτώβρη, Chernobyl) σαν τον Χαρκόνεν δίνει μια τρομακτική και επιβλητική ερμηνεία. Τέλος, η Zendaya (Spider-Man: Far From Home, Euphoria) πέρα από την παρουσία της μέσω οραμάτων από τον Πολ, σαν μια ανάλαφρη αιθέρια παρουσία, δεν έχει να κάνει και πολλά σε αυτή τη ταινία, αναμένοντας την συνέχεια να την δικαιώσει.
Επιλογικά, το Dune του Frank Herbert παραμένει σίγουρα ένα άπιαστο έργο, που η μεταφορά του (τουλάχιστον η κινηματογραφική) δεν φαίνεται να δικαιώσει ποτέ πλήρως το όραμα του συγγραφέα. Η ταινία του Denis Villeneuve μέσα από την διαρκώς κλιμακούμενη αφήγησή της, και τους απτούς, συνηθισμένους κινηματογραφικοί τόπους που περιφέρεται, είναι ένα αξιόλογο θέαμα, και ίσως ότι καλύτερο θα μπορούσε να δείξει το μαζικό σινεμά. Το βιβλίο μπορεί να αποτέλεσε τομή στην επιστημονική φαντασία, αλλά το Dune δεν είναι τίποτε περισσότερο από άλλη μια προσθήκη στην ταινιοθήκη κάποιου σινεφίλ. Σίγουρα κατάφερε πάντως να σε βυθίσει στην μυθολογία του, και να μυήσει τον θεατή, κάνοντάς τον να ζητάει την συνέχεια. Οπότε ας περιμένουμε μέχρι και την επόμενη ταινία για να καταλήξουμε αν εστί για κάτι πράγματι αξιοσημείωτο…