Το Ελρικ: Η Πόλη που Ονειρεύεται (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος) αποτελεί το φινάλε της graphic novel διασκευής του πρώτου βιβλίου του Ελρικ του Michael Moorcock, το οποίο, αν και παίρνει μεγάλες ελευθερίες και διαφοροποιείται αισθητά από το αρχικό υλικό, καταφέρνει και διατηρεί αυτούσια την πηγή της έμπνευσης του έργου, το πνεύμα και τον οξύ, βαθιά και πολιτικό και καταγγελτικό του χαρακτήρα. Για αυτό άλλωστε και από την πρώτη στιγμή ο Moorcock το ευλόγησε με τη στήριξή του.
Η ιστορία λοιπόν του έκπτωτου αυτοκράτορα μιας ιμπερλιαστικής δύναμης τόσο ξεκομμένης από την πραγματικότητα, τόσο βαθιά αντιδραστικής και χαωμένης μέσα στην ίδια την (κλεμμένη) της δύναμη, λήγει με μια εκκωφαντική πτώση που δεν αφήνει τίποτα όρθιο πίσω της. Καμία δύναμη να πάρει τη θέση της στην κορυφή, κανέναν πλούτο που θα λεηλατηθεί από τους νικητές. Μόνο θάνατο.
Συνεχίζοντας πάνω στα θεμέλια του Λευκού Λύκου, η ομάδα των Julien Blondel και Jean-Luc Cano μας δίνει τη στιγμή της αντιμετώπισης όλων των ερωτημάτων και των αποκαλύψεων που τέθηκαν στα προηγούμενα: όλη η αλήθεια για τη σήψη του Μελνιμπονέ, όλη η επισταμένη παραχάραξη της ιστορίας της και η τραγική της καταγωγή, όλα αποκαλύπτονται και όλα έρχονται σε ένα βίαιο κρεσέντο όπου ο Έλρικ, ο πλέον ίσως τραγικός fantasy (αντί) ήρωας, θα κληθεί να δώσει ένα τέλος, προδίδοντας όλα όσα πίστευε και όσους νοιαζόταν.
Aν μπορεί να ειπωθεί κάτι για αυτό τον καταιγιστικό τόμο είναι μια μικρή ασυμφωνία ρυθμού μεταξύ της ευρύτερης πολιτισμικής τραγωδίας και της διαπροσωπικής. Προφανώς δεν κάνουμε λόγο ότι η πτώση του Μελνιμπονέ είναι τραγωδία πολιτισμικά, ένας πολιτισμός που διασκεδάζει ακούγοντας τις κραυγές σκλάβων έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και η αποφορά της ύπαρξής τους δεν είναι διαφορετική από τη βρώμα πτώματος. Ωστόσο η στιγμή μιας τέτοιας εκκωφαντικής πτώσης δεν μπορεί να αποδοθεί πλήρως στον περιορισμένο χώρο (και χρόνο) των καρέ του graphic novel και ταυτόχρονα να συνυπάρξει με τη θλίψη του Έλρικ και της Σύμοριλ για την αλληλοπροδοσία τους.
Οι σχεδιαστές δίνουν μια μεγάλη προσπάθεια και, πολύ σωστά εκτιμούν ότι η μεγάλη έκταση της καταστροφής δε θα μπορούσε να αποδοθεί πλήρως μόνο με γενικά πλάνα (παρόλο που και αυτά υπάρχουν και είναι τρομερά εντυπωσιακά). Έτσι, υπάρχει πληθώρα μικρότερων στιγμών μάχης, φόβου έκστασης και οργής, απεικονισμένων με βαθιές σκιές σε πορφυρά μάτια, τρελαμένα από το αίμα και τη σφαγή. Όμως η ανισορροπία παραμένει, καθώς ακόμα και αυτές οι στιγμές κόβονται σύντομα, πάνω στον φρενήρη ρυθμό της μάχης.
Παράλληλα, η αναμέτρηση του Έλρικ με την οικογένεια του από τη μία και το πεπρωμένο του από την άλλη, καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο όγκο του τόμου. Έντονη, γεμάτη συναίσθημα και θλίψη, αποτελεί έναν ταιριαστό επίλογο σε αυτή την νέα ματιά στον κλασικό πυρήνα του Έλρικ. Σε αυτές τις σελίδες η Καταιγίδα ορθώνεται πλέον στον ρόλο που της αξίζει, ως συμπρωταγωνίστρια του Ελρικ και μαζί σκορπούν τρόμο και εφιάλτες…
Όλη η σειρά του Ελρικ αποτελεί ένα βροντερό παρόν του υπέροχου αυτού ήρωα στις μέρες μας, μια φρέσκια ματιά σε ένα κλασικό ανάγνωσμα με ένα εφιαλτικά πανέμορφο σχέδιο…