Πόσες φόρες ακούσαμε φέτος τον τίτλο “καλύτερη ταινία της χρονιάς”, για το Barbie της Greta Gerwig, το Oppenheimer του Christopher Nolan, ακόμα και το The Zone of Interest του Jonathan Glazer.
Η επάνοδος του Φινλανδού κλασικού, πια, Aki Kaurismaki -μετά το The Other Side of Hope του 2017, όταν και δήλωσε την απόσυρσή του από τον κινηματογράφο- με το φετινό Fallen Leaves διαψεύδει τα παραπάνω και αποτελεί, για μένα τουλάχιστον αδιαπραγμάτευτα, την ταινία της χρονιάς.
Το Fallen Leaves φημολογούταν ως η συνέχεια της «Τριλογίας του Προλεταριάτου» του Kaurismaki, μαζί με τα προγενέστερα, Shadow of Paradise (1986), Ariel (1988) και The Match Factory Girl (1990), όμως ο ίδιος άφησε να διαρρεύσει πως είχε χάσει το σενάριο.
Πιστός στην φόρμα του και στην γεμάτη ανθρωπιά, χιούμορ και ρομαντισμό αφήγησή του, δημιουργεί μία ακόμα one-take τραγικωμωδία με τους ανέκαθεν περιθωριοποιημένους και δυστυχισμένους ανθρώπους της γενέτειρας του να έχουν ακόμα λίγο ακόμα κουράγιο για ένα ρομάντζο στα πρότυπα Ιταλικής ταινίας του ‘60.
Γνωρίζουμε δύο μοναχικούς ανθρώπους, εργάτες του συστήματος, που ο καθημερινός παραλογισμός της εργατικής τάξης τους έχει γίνει δεύτερη φύση. Η Ansa (Alma Poysti) εργάζεται αρχικά ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ από όπου απολύεται όταν συλλαμβάνεται να χαρίζει τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα. Ο Holappa (Jussi Vatenen), εργάτης αρχικά σε οικοδομή, επίσης απολύεται, όταν γίνεται αντιληπτός να καταναλώνει αλκόολ εν ώρα εργασίας. Ένα ημερολόγιο κρεμασμένο στον τοίχο της Ansa μαρτυράει πως διανύουμε το φθινόπωρο του 2024, παρόλα αυτά από τα ραδιόφωνα και των δύο ακούγονται έκτακτες ειδήσεις για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, πράγμα που επισφραγίζει την διαχρονικότητα του έργου και ταυτόχρονα υπενθυμίζει την ανεπαίσθητη απειλή του πολέμου για μία χώρα στα όρια της Ρωσικής επικράτειας.
Την καθημερινή πλήξη τους έρχεται απρόσμενα να διακόψει μία βραδιά σε ένα καραόκε μπαρ, εκεί θα συναντηθούν για πρώτη φόρα, ανταλλάσσοντας παρά μόνο βαθιά ολιγόλεπτα βλέμματα. Το πρώτο τους ραντεβού δεν μπορεί να είναι άλλο από το να πάνε σινεμά, όπου θα παρακολουθήσουν το The Dead Don’t Die του Jim Jarmusch (ομολογώ πως πριν το Fallen Leaves δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα αυτή την ταινία).
Θα ακολουθήσει μία σειρά από ατυχίες και παρεξηγήσεις, που πλέκουν ένα κωμικοτραγικό ειδύλλιο. Οι ήρωες συνεχώς ενώνονται και χωρίζονται από τις περιστάσεις σαν να πρωταγωνιστούν σε αμερικανική σαπουνόπερα, ώσπου να βρεθούν ξανά, φαινομενικά για τελευταία φορά, λόγω της εξάρτησης του Holappa από το αλκοόλ.
Όλα διέπονται από μία δόση αυθόρμητου σαρκασμού σε ανύποπτες στιγμές ή όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, το νεκρό (deadpan) χιούμορ του Kaurismaki. Είναι ο τόνος και η βαθιά χιουμοριστική υπόσταση των χαρακτήρων και των γεγονότων που μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε και να νιώθουμε εκλεπτυσμένοι σινεφίλ με αστεία για τον Bresson ή με τον υποτιθέμενο τελικό μουντιάλ ανάμεσα στην Φινλανδία και την Βραζιλία.
Η απεικόνιση της αίσθησης της μοναξιάς όσο οι δυο τους βρίσκονται μακριά είναι καθηλωτική. Σε μία βιομηχανική και οπτικά εχθρική πόλη, στην οποία οι κενοί και αδιάφοροι πλούσιοι ουσιαστικά υπηρετούνται, δεν φαντάζεται κανείς πως δύο άνθρωποι τραυματισμένοι και καταπιεσμένοι διατηρούν ακόμα την σπίθα μέσα τους.
Δεν αμφιβάλαμε στιγμή για το πως τελικά οι ζωές αυτών των δύο θα διασταυρωθούν ξανά. Μέσα σε ένα τόσο ζοφερό και απρόσωπο περιβάλλον, όπου η μοίρα είναι εναντίον τους με κάθε τρόπο, στέκονται συνεπαρμένοι από το αιθέριο, ασύγκριτο συναίσθημα, ότι, κάποιος, όσο μακριά κι αν βρίσκεται, γνωρίζει πως νιώθεις το ίδιο με εκείνον.
Δεν υπάρχει κάτι πρωτότυπο, κάτι που να παρεκκλίνει από το ακατέργαστο και πολύτιμο σύμπαν του Kaurismaki, υπάρχει μόνο μία υπερβατική ιστορία αγάπης, η καλύτερη ταινία της χρονιάς.