Μερικούς μήνες μετά την κινηματογραφική κυκλοφορία του Seven του David Fincher (Fight Club, Gone girl), μια ταινία-σταθμός για τον κινηματογράφο μυστηρίου, οι αδερφοί Coen παρουσίασαν την δική τους εκδοχή του genre, με το Fargo. Στην ταινία δεν πρωταγωνιστεί ο γνωστός μοναχικός μπάτσος που η ζωή του έχει φτάσει σε τέλμα, δεν υπάρχει κάποιος παρανοϊκός serial killer, δεν έχει σκοτεινά πλάνα, γεμάτα κατάθλιψη. Ο ένοχος αποκαλύπτεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά, ηρωίδα είναι μια έγγειος ντεντέκτιβ από την πόλη Fargo και το κυνικό χιούμορ υπάρχει άφθονο. Η ταινία (πότε βαριά, πότε πιο ανάλαφρη, αλλά πάντα με πολύ βάθος) σημείωσε μεγάλη επιτυχία, χάρη στους ενδιαφέροντες χαρακτήρες της και το εύστοχο κοινωνικό της σχόλιο. Περίπου μία εικοσαετία μετά κυκλοφόρησε και η ομότιτλη σειρά, πολύ διαφορετική εν μέρει, αλλά και πολύ όμοια ταυτοχρόνως.
Στην πρώτη σεζόν της σειράς, βλέπουμε τον Lester Nygaard (Martin Freeman), ο οποίος έχει όλα τα καλά: έναν αποτυχημένο γάμο, μια μίζερη δουλειά και μια ζωή που πάει από το κακό στο χειρότερο. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια μέρα πέφτει πάνω στον νταή από το σχολείο του και καταλήγει στο νοσοκομείο (κυρίως από δικό του σφάλμα). Εκεί, θα συναντήσει τον εκτελεστή της μαφίας Lorne Malvo (Billy Bob Thornton), που ουσιαστικά, θα του πει: «Άκου, πρέπει να βάλεις την ζωή σου σε μία τάξη, αλλά πρώτα, μήπως θέλεις να σκοτώσω τον τραμπούκο για σένα;» Οι ενέργειες του Malvo, αλλά και του ‘’ξαναγενημένου’’ Lester, που αποφασίζει να γίνει λιγότερο κακομοίρης και περισσότερο ‘’ηγέτης’’, θα οδηγήσουν στο κατόπι τους τους ντεντέκτιβ Molly Solverson (Allison Tolman) και Gus Grimly (Colin Hanks), δύο ανθρώπους που, στις ζωές τους, τους κινητοποιούν λιγότερο εγωιστικά κίνητρα.
Μια σωστή τηλεοπτική σειρά πρέπει να αποτελείται μονάχα από όσα επεισόδια χρειάζεται για να πει την ιστορία της. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει το επονομαζόμενο filler, το οποίο αναταράσσει την ομαλή ροή των πραγμάτων. Κάθε επεισόδιο, λοιπόν, πρέπει να προσφέρει κάτι καινούριο, να δικαιολογεί τον λόγο ύπαρξής του. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, καθώς ακόμα και οι πιο ποιοτικές παραγωγές (π.χ. Breaking Bad, Sopranos) περιέχουν αχρείαστο υλικό. Το Fargo, από την άλλη, αποφεύγει αυτήν την παγίδα, καθώς κάθε επεισόδιό του έχει εξαιρετικό περιεχόμενο και προχωράει σκαλάκι-σκαλάκι την ιστορία. Οι σημαντικές εξελίξεις λαμβάνουν χώρα ακόμα και στην μέση του κύκλου (που παραδοσιακά, περιέχει τα πιο ‘’αργά’’ και μεταβατικά επεισόδια). Έτσι, με κάθε λεπτό της, κάθε δευτερόλεπτό της, σε παρακινεί να δεις ακόμα περισσότερο και όταν φτάνει η ώρα του φινάλε, όλα τα στοιχεία-κλειδιά βρίσκονται στη θέση τους, με το δράμα να τελειώνει πολύ οργανικά.
Σε αντίθεση, επίσης, με τις υπόλοιπες αμερικάνικες σειρές, το Fargo έχει και πολύ ιδιαίτερη αφήγηση. Χαρακτήρες που έχουν το καλούπι του πρωταγωνιστή πεθαίνουν σχετικά γρήγορα, χαρακτήρες που μοιάζουν συμπαθητικοί γίνονται αντιπαθητικοί σε κλάσματα δευτερολέπτων… Ποτέ δεν είσαι, βέβαιος, για το τι έχει στο μυαλό της η συγγραφική ομάδα, κάτι που κάνει την ιστορία απρόβλεπτη και εξαιρετικά εθιστική. Σε αυτό βοηθάει, φυσικά, και το καυστικό χιούμορ που είναι προϊόν της έξοχης γραφής των συντελεστών και προκύπτει πάντα αβίαστα.
Ένα από τα κυριότερα θέματα που πραγματεύεται η πρώτη σεζόν είναι η δύναμη και πώς αυτή μπορεί να διαφθείρει. Ο ίδιος ο Lorne Malvo, που είναι και ο κεντρικός ανταγωνιστής, παρουσιάζεται λιγότερο ως άνθρωπος και περισσότερο ως αχαλίνωτη δύναμη που εκμαυλίζει τα πάντα στο πέρασμά της. Στις πράξεις του, υπάρχουν συμβολισμοί που παραπέμπουν στην ίδια τη Βίβλο, με τον ίδιο να θεωρεί τον εαυτό του θεό ανάμεσα σε κοινούς θνητούς. Από την αλληλεπίδρασή του με τον Lester, ο τελευταίος θα προσπαθήσει να αλλάξει την ζωή του, όχι με υγιή τρόπο, αλλά εκμεταλλευόμενος τους άλλους, βάζοντας το συμφέρον του πάνω από των υπολοίπων και τροφοδοτώντας τον εγωισμό του τόσο πολύ που, στο τέλος, σκάει με τρομαχτικό τρόπο.
Στον αντίποδα, έχουμε την Molly και τον Gus, οι οποίοι έχουν σχέσεις ειλικρινείς και προσέχουν πως ζουν. Έχουν θέσει ρεαλιστικές αξίες για την ζωή τους, τους ενδιαφέρει να είναι αξιοπρεπείς, πάνω από όλα, σαν άνθρωποι και όχι να πάρουν τα σπουδαία βραβεία, να αγοράσουν τα υπερπολυτελή σπίτια και εν τέλει, να ικανοποιήσουν τη νοσηρή, μικροαστική φαντασίωση να μπουν στο μάτι του γείτονα με την επιτυχία τους.
Εξαιρετική δουλειά κάνουν φυσικά και οι συντελεστές και πάνω από όλα οι ηθοποιοί. Η Alison Tolman (Krampus) και ο Colin Hanks (King Kong), που παίζουν τους πρωταγωνιστές, αναλαμβάνουν πιο ήπιους και προσγειωμένους ρόλους, αλλά παίζουν εξαιρετικά και καταφέρνουν να είναι πολύ συμπαθείς. Ο Martin Freeman (The Hobbit, Sherlock) είχε την ευτυχία να πάρει το πιο κολακευτικό κομμάτι και ανταποκρίνεται στο έπακρο. Παίζει τόσο άψογα το κομμάτι του που ο χαρακτήρας του Lester καταλήγει να είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που όσο σπουδαίος και να θεωρηθεί από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, είναι καταδικασμένος, βαθιά μέσα του, να παραμείνει μια αποτυχία.
Από την άλλη, στην αρχή, ο Billy Bob Thornton (Armagedon) είχε ξενίσει ως Malvo, καθώς το παρουσιαστικό του δεν είναι ιδιαίτερα απειλητικό, ειδικά σε σύγκριση με το θηρίο που ήταν ο Peter Stormare (Constantine) που έπαιζε τον κακό στην ταινία. Κι όμως, όλο αυτό το σουλούπι της ήρεμης δύναμης καταστάλαξε με τον καιρό μέσα μου, κυρίως γιατί είναι σύμφωνο με έναν από τους κεντρικούς άξονες που είχε η σειρά: για να κάνει κανείς φριχτά πράγματα, χρειάζεται απλά η κακή θέληση και τίποτα περισσότερο.
Ειδική μνεία, φυσικά, πρέπει να γίνει και στον Bob Odenkirk (Better Call Saul, Breaking Bad) που εδώ υποδύεται τον άχαρο, ελαφρόμυαλο αρχηγό του αστυνομικού τμήματος. Ο ρόλος του είναι δευτερεύον και έχει ενδιαφέρον το ότι, παρόλο που ουσιαστικά είναι ένα εμπόδιο και τίποτε περισσότερο, δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει ενοχλητικός. Αντιθέτως, η απλότητα που τον συνοδεύει είναι αστεία, αλλά και ανησυχητικά οικεία. Είναι, με λίγα λόγια, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει τον μέσο πολίτη στην κοινωνία (του Fargo), που δεν τον ενδιαφέρουν και πολλά πράγματα: απλά θέλει να τελειώνει με τη δουλειά του και να γυρίσει σπίτι να βγάλει έξω από το ψυγείο την κρύα μπύρα που τον περιμένει.
Η ταινία του ’96 ήταν ένα αριστούργημα, το οποίο ενέπνευσε ακόμα ένα. Με την έξυπνη γραφή της, τις ανατροπές και τους συναισθηματικά πολύχρωμους χαρακτήρες της, η 1η σεζόν παραμένει πιστή στο πνεύμα των Coen και χαράζει τον δικό της δρόμο. Καταφέρνει να γίνει όχι μόνο μια από τις σπουδαιότερες σειρές που μπορείτε να δείτε στο Netflix αυτή την εποχή, αλλά γενικά μία από τις σπουδαιότερες σειρές που μπορείτε να δείτε.