Το “Ghost in the Shell” είναι μία από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του 2017, κυρίως για τους οπαδούς των anime όπως και για τους οπαδούς της Scarlett Johansson. Αν βρίσκεστε μάλιστα και στις δύο κατηγορίες, η αναμονή σας έφτασε στο τέλος της.
Πρόκειται για το κινηματογραφικό ριμέικ του ομώνυμου άνιμε που προβλήθηκε το 1995 σε σκηνοθεσία του Mamoru Oshii και η ιστορία των δύο ταινιών είναι βασισμένη στη σειρά manga του Masamune Shirow.Οι φίλοι του είδους, επομένως, έν έτη 2017 έθεσαν ψηλά τον πήχη και τις προσδοκίες τους. Παρόλα αυτά, δεν θα βγουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από τις αίθουσες, καθώς η ταινία του Rupert Sanders βγήκε λίγο…χλιαρή. Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή.
Η Major (Scarlett Johansson) είναι μία νεαρή κοπέλα που σώθηκε από ένα δυστύχημα και έχει εξελιχθεί πλέον μέσω της ρομποτικής, σε μία cyborg ανίκητη στρατιώτη, προσηλωμένη στο έργο της ενάντια στους χειρότερους εγκληματίες, χάκερς και τρομοκράτες στον κόσμο. Πριν το ατύχημα ήταν μία κοινή θνητή. Τώρα, έχει να αντιμετωπίσει έναν νέο εχθρό που έχει ως στόχο να καταστρέψει την Hanka Robotics, την εταιρία δηλαδή που την “δημιούργησε”. Η ιστορία εξελίσσεται στο εγγύς μέλλον, στην Ιαπωνία.
Όσον αφορά στα θετικά της ταινίας, αυτό είναι ξεκάθαρα η κινηματογραφία της. Είναι ένα παραγματικά αξιοσημείωτο στοιχείο. Το CGI έχει χρησιμοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με βάση τα μέσα, την τεχνολογία και τις δυνατότητες που έχει πλέον ο άνθρωπος στα χέρια του. Ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να αναπαράγει την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου άνιμε, χωρίς να πέφτει στην παγίδα τη ψεύτικης εικόνας. Η παρακμιακή και σκοτεινή Ιαπωνία έχει αποδοθεί πολύ σωστά και γενικά η παρουσίαση όλου του έργου είναι πολύ προσεγμένη, σε σημείο που σε κάνει να «χάνεσαι» μέσα στις σκηνές της πόλης. Τα κουστούμια, τα σκηνικά και ο τρόπος που έχουν «δέσει» όλα μαζί είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Από άποψη σκηνοθεσίας, ο Rupert Sanders έχει ένα συγκεκριμένο στυλ, το οποίο προσωπικά μου άρεσε και στο “Snow White and the Huntsman”. Χρησιμοποιεί πολύ την αργή κίνηση στις σκηνές δράσης και κάνει τις ταινίες του κάπως σκοτεινές και ατμοσφαιρικές, γεγονός που ταιριάζει στο είδος της συγκεκριμένης.
Παρόλη την άψογη, όμως, χρήση του CGI, η ταινία χωλαίνει σε βάθος, τόσο σεναριακά όσο και υποκριτικά. Το σενάριο είναι υπερβολικά απλουστευμένο και μονόπλευρο. Ακόμη και την πρωτότυπη ταινία να μην έχει δει κανείς, δεν είναι δύσκολο να το προσέξει αυτό. Η υπόθεση επικεντρώνεται κυρίως, στο κλασσικό «καλοί εναντίον κακών». Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι το ρομπότ-πρωταγωνίστρια βιώνει ανθρώπινα συναισθήματα, παρουσιάζεται με πολύ απλοϊκό τρόπο. Επίσης, και σε άλλες σκηνές θεωρητικά έντονης συναισθηματικής φόρτισης, δεν δόθηκε καθόλου προσοχή. Εκτός της προαναφερθείσας προσοχής, δεν δόθηκε ούτε η ανάλογη ένταση από τους ηθοποιούς. Καμία ερμηνεία δεν είναι άξια διθυραμβικού σχολιασμού. Αντίθετα, στην πλειοψηφία τους είναι αρκετά μέτριες και υπάρχουν και άλλες που είναι υπερβολικά «τσαπατσούλικες», όπως για παράδειγμα ο ρόλος της μητέρας της Major.
Οι δημιουργοί της ταινίας επικεντρώθηκαν πολύ παραπάνω στα εφέ και στο στήσιμο της, παρά στην original υπόθεση και στο βάθος των χαρακτήρων. Παρόλα αυτά, μόνο και μόνο για το πρώτο σκέλος της αξίζει να αφιερώσει κάποιος 1 ώρα και 47 λεπτά.
Aν είναι να το κάνετε, λοιπόν για αυτόν τον λόγο, κάντε το σωστά και δείτε τη σε 3D. Είναι απολαυστική.