Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων της Αμερικής, Malcolm X και Μαφία. Πόσο άσχημα μπορεί να τα πάει μία σειρά με αυτά τα συστατικά; Εν προκειμένω, η νέα σειρά του Epix ανταποκρίνεται περίφημα στις προσδοκίες μας. Με ένα δυνατό σενάριο που αξιοποιεί και αληθινά γεγονότα, με ένα εξαιρετικά διαλεγμένο καστ ηθοποιών και με φόντο το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, η πρώτη σεζόν του Godfather of Harlem είναι μία σειρά που εύκολα ξεχωρίζει.
Η υπόθεση της σειράς εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ της δεκαετία του 1960 και πιο συγκεκριμένα στο Χάρλεμ, ένα αφροαμερικανικό γκέτο της Νέας Υόρκης με πλούσια πολιτική -και φυσικά μουσική- ιστορία. Κεντρική φιγούρα της σειράς είναι ο Bumpy Johnson, ο αρχηγός μίας απ’ τις εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο Χάρλεμ κυρίως μέσω του εμπορίου ναρκωτικών. Όμως ο Bumpy Johnson δεν είναι ένας αδίστακτος μαφιόζος, αλλά μία προσωπικότητα που τον σέβεται και τον εμπιστεύεται η τοπική κοινότητα, ενώ με την εξυπνάδα του έχει αποκτήσει καλές σχέσεις και με τους τοπικούς παράγοντες εξουσίας. Μας θυμίζει ίσως τον Tommy Shelby σε πιο ώριμη ηλικία.
Η πρώτη σεζόν βρίσκει τον Johnson μόλις να έχει αποφυλακιστεί μετά από μία δεκαετία στο Αλκατράζ και να προσπαθεί να ξαναχτίσει την επιρροή της εγκληματικής του οργάνωσης στο Χάρλεμ. Απέναντί του θα βρει την ιταλική μαφία η οποία έχει καλύψει το κενό του όσο διάστημα βρισκόταν στη φυλακή. Η προσπάθειά του Johnson να ξαναελέγξει την περιοχή του θα δημιουργήσει εντάσεις που σταδιακά θα οδηγήσουν σε ανοιχτό πόλεμο των μαφιόζικων οργανώσεων για τον έλεγχο του εμπορίου των ναρκωτικών αλλά και λόγω προσωπικών αντιπαλοτήτων.
Στο φόντο της ιστορίας του Bumpy Johnson βρίσκεται η πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα των ΗΠΑ της δεκαετίας του ’60 και φυσικά κεντρικό στοιχείο αυτή είναι η ανάδυση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Κεντρικά πρόσωπα αυτού του κομματιού της ιστορίας είναι από τη μία ο Γερουσιαστής Powell, ένας χριστιανός ιερέας, τοπικός παράγοντας του Δημοκρατικού Κόμματος (επί ηγεσίας Kennedy) και από την άλλη ο Malcolm X, τον οποίο τον βρίσκουμε να διοικεί το Ναό υπ’ αριθμ. 7 του Έθνους του Ισλάμ, της μουσουλμανικής οργάνωσης στην οποία είχε ενταχθεί για σχεδόν μία δεκαετία κι απ’ την οποία τελικά αποχώρησε λίγα χρόνια πριν τον δολοφονήσουν.
Οι δύο αυτές φιγούρες, ο Powell και ο Malcolm X, είναι συνεχώς σε αντιπαράθεση αφού εκφράζουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το κίνημα των μαύρων. Ο Γερουσιαστής Powell είναι ένας χριστιανός ιερέας του οποίου οι πολιτικές ιδέες συγγενεύουν με εκείνες του Martin Luther King, ο οποίος διακήρυττε την τακτική της μη-βίας. Ο Malcolm X από την άλλη εξέφραζε την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος όταν υποστήριζε ότι η βία των λευκών έπρεπε να αντιμετωπίζεται με ανταπόδοση της βίας απ’ τη μαύρη κοινότητα. Οι δύο αυτές αντιλήψεις βρίσκονταν σε συμπόρευση αλλά και σε συνεχή διαπάλη τη δεκαετία του 1960 οπότε και αναπτύχθηκε ένα ισχυρό κίνημα για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, με εμβληματικές στιγμές όπως το πασίγνωστο I Have a Dream του Martin Luther King (χαρακτηριστική προσπάθεια της ιστορικής ακρίβειας που προσπαθεί να διατηρήσει η σειρά είναι η παρουσίαση της διαφωνίας του Malcolm X με αυτή την πορεία στην Ουάσιγκτον την οποία την είχε καταγγείλει για συνεννόηση με την κυβέρνηση και την είχε χαρακτηρίσει «ενσωματωμένη»), με τεράστιες διαδηλώσεις και ειρηνικές διαμαρτυρίες αλλά και με αμέτρητες επιθέσεις απ’ το κράτος και τους ρατσιστές και τελικά με πολλούς νεκρούς. Ακόμα και οι ίδιοι οι Malcolm X και Martin Luther King τελικά δολοφονήθηκαν. Ο θάνατός τους έκλεισε μία ολόκληρη εποχή και έδωσε την σκυτάλη σε μία νέα γενιά αφροαμερικανών αγωνιστών, με πιο ριζοσπαστικά αιτήματα και μεθόδους, οι οποίοι ξεκίνησαν την εποχή της Black Power. Αυτή η νέα γενιά χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα απ’ την ανάδυση του κινήματος των Black Panthers, των μαύρων που πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι στη βία των λευκών και της αστυνομίας (των «γουρουνιών» όπως τους έλεγαν). Όμως η εποχή της Black Power είναι μία άλλη ιστορία.
Όμως, πέρα απ’ το πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο το οποίο δίνει χαρακτήρα στη σειρά, το Godfather of Harlem είναι πρώτα απ’ όλα μία γκαγκστερική σειρά. Οικογένειες της μαφίας, πόλεμος των συμμοριών, ναρκωτικά, μοιραίοι έρωτες και πισώπλατες δολοφονίες είναι στην ημερήσια διάταξη της σειράς. Εμείς παρακολουθούμε αυτή τη σύγκρουση απ’ την πλευρά του Bumpy Johnson και της δικής του συμμορίας, η οποία -αν και παραμένει εγκληματική- είναι σίγουρα η πιο συμπαθής και βέβαια η πιο αδύναμη, αφού ο Bumpy είναι Αφροαμερικανός, βγαλμένος απ’ τα σπλάχνα του Χάρλεμ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Malcolm X -εκτός από παιδικό του φίλο- τον θεωρεί και το πρότυπο εκείνου του μαύρου εγκληματία που μπορεί να στρέψει τα όπλα του εναντίον της ρατσιστικής λευκής Αμερικής και να βοηθήσει καταλυτικά στον επαναστατικό σκοπό του μαύρου κινήματος. Αν σας προκαλεί εντύπωση αυτή η άποψη του Malcolm X ίσως να πρέπει να θυμηθείτε τον ρόλο των κλεφτών στην ελληνική επανάσταση και να ρίξετε μία ματιά στους «Ληστές» του Hobsbawm που μελετά τον κοινωνικό ρόλο παραβατικών προσώπων και ομάδων, οι οποίοι ενίσχυσαν καθοριστικά εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Ένα από τα πολύ ισχυρά χαρτιά της σειράς είναι το εξαιρετικά επιλεγμένο cast του. Οι δύο μορφές που πραγματικά λάμπουν στη σειρά είναι οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές. Από τη μία φυσικά ο Forest Whitaker (Rogue One: A Star Wars Story, Black Panther, The Last King of Scotland) ο οποίος μέσα από το όλο παρουσιαστικό του και την ερμηνεία του μας χαρίζει έναν αρχετυπικό ρόλο γκάγκστερ. Από την άλλη ο Nigel Thatch είναι ολόιδιος ο Malcolm X (εξάλλου έχει ξαναπαίξει τον ίδιο ρόλο στο Selma) και με τη δυναμική του ερμηνεία ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο μία απ’ τις σημαντικότερες προσωπικότητες του διεθνούς αντιρατσιστικού -και γενικότερα απελευθερωτικού- κινήματος. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζουν ο Giancarlo Esposito (Breaking Bad, Dear White People, The Mandalorian) ο οποίος πριν υποδυθεί τον Γερουσιαστή Powell ήταν ο Gus Fring του Breaking Bad, o πολύς Vincent D’ Onofrio (Full Metal Jacket, Men in Black, Daredevil) ο οποίος πρόσφατα ενσάρκωσε έναν απ’ τους πιο υποδειγματικούς comic villains στο ρόλο του Kingpin και τώρα στο Godfather of Harlem επιστρέφει σε έναν ρόλο σκληρού μαφιόζου αντίπαλου του Bumpy και με μία ιδιαίτερη ψύχωση με την κόρη του την Stella, την οποία υποδύεται η νεότερη Lucy Fry (Bright, 11.22.63). Ακόμα όμως και στους μικρότερους ρόλους μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πόσο προσεκτικά έχει διαλεχθεί το cast, όπως για παράδειγμα στην επιλογή του Paul Sorvino (Goodfellas, Kill the Irishman, Nixon) ενός ηθοποιού μαφιόζικων ταινιών της σκορτσεζικής σχολής που καλείται να ενσαρκώσει έναν ενωτικό κρίκο των μαφιόζικων οικογενειών που βρίσκονται κατά τα άλλα σε συνεχή πόλεμο ή στην επιλογή της Ilfenesh Hadera (The Punisher, Master of None) που υποδύεται την γυναίκα του Bumpy, μία μεσοαστή Αφροαμερικανίδα που χτίζει το κοινωνικό της προφίλ συνεισφέροντας στην κοινότητα και μεγαλώνει την κόρη τους, στην ιστορία της οποίας κρύβεται ένα ένοχο μυστικό.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία της σειράς, αυτή ακολουθεί τη μοντέρνα τάση που πέρα απ’ τον κεντρικό σκηνοθέτη που καθορίζει το χαρακτήρα της σειράς (και γι’ αυτό συνήθως αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει τα πρώτα και τα τελευταία επεισόδια) πολλά ενδιάμεσα επεισόδια δίνονται σε διάφορους σκηνοθέτες οι οποίοι δίνουν τη δική τους ματιά στη σειρά. Αυτή η τεχνική είναι πολύ συνηθισμένη πλέον στο Netflix και πλέον υιοθετείται και σε άλλες πλατφόρμες. Aυτή την μέθοδο ακολουθεί (αν δεν το είχατε καταλάβει) το Stranger Things ήδη απ’ το πρώτο του επεισόδιο, το The Boys, το Dear White People, το Good Place και πολλές άλλες σειρές. Πάντως ο κεντρικός σκηνοθετικός σχεδιασμός του Joe Chappelle, του σκηνοθέτη του θρυλικού The Wire, μας βυθίζει στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’60 με εντυπωσιακές λήψεις, με γρήγορες εναλλαγές συναισθημάτων που αυξάνουν το σασπένς και με υποβλητικές σκηνές βίας και δράσης που γεμίζουν ένταση τη σειρά.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να κλείσει αυτό το κείμενο. Είτε με ένα jazz κομμάτι απ’ το soundtrack της σειράς είτε με τα λίγα λόγια από τον Malcolm X. Κι επειδή τα μουσικά ακούσματα του γράφοντος καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό απ’ τις ορέξεις του Spotify, καλύτερα να ανατρέξουμε στην Αυτοβιογραφία του Malcolm X (εκδόσεις Κουκκίδα, 2005):
«Μ’ έλεγαν «ο πιο οργισμένος νέγρος της Αμερικής». Δεν αρνιόμουν αυτή την κατηγορία. Μιλούσα ακριβώς όπως αισθανόμουν. «Πιστεύω στην οργή. Η Βίβλος λέει πως υπάρχει και καιρός για να οργιστείς». Μ’ έλεγαν «δάσκαλο και υποκινητή της βίας». Εγώ έλεγα ξεκάθαρα: «Αυτό είναι ένα ψέμα. Δεν υπερασπίζομαι την ασύδοτη βία, υπερασπίζομαι τη δικαιοσύνη. Πιστεύω πως αν μαύροι επιτίθενται σε λευκούς, αν οι δυνάμεις του νόμου αποδεικνύονται ανίκανες ή ακατάλληλες ή απρόθυμες να προστατέψουν εκείνους τους λευκούς από τους νέγρους αυτούς, τότε οι λευκοί θα ‘πρεπε να υπερασπιστούν και να προστατέψουν τον εαυτό τους από εκείνους τους νέγρους χρησιμοποιώντας όπλα, αν είναι απαραίτητο. Και πιστεύω πως όταν ο νόμος αποτυγχάνει να προστατέψει τους νέγρους από τις επιθέσεις των λευκών, τότε κι αυτοί οι νέγροι θα ‘πρεπε να χρησιμοποιήσουν όπλα, αν είναι απαραίτητο, για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους»