Έχουμε αναφέρει πολλές φορές ότι η Ελλάδα έχει μια παράδοξη, και συχνά υποτιμημένη, παράδοση στην επιστημονική φαντασία, ειδικά στον χώρο της 9ης Τέχνης. Η παράδοση αυτή έχει σίγουρα τη δική της αξία, αισθητική και ιστορική, ενώ συνεχίζει να ζει και, γιατί όχι, να ακμάζει, ανά περιπτώσεις. Μία τέτοια είναι και τα Γυμνά Οστά (εκδόσεις Polaris), το πολυαναμένο comic σε σενάριο του Δημοσθένη Παπαμάρκου και σχέδιο του Kanellos Cob.
Το μελλοντολογικό, post apocalyptic αλλά εντελώς ελληνικό σκηνικό του comic το είχαμε δει, επεισοδακά και με άλλον συντελεστή στο σχέδιο, αρχικά στον Μπλε Κομήτη, και τώρα έχουμε την ευκαιρία να το ξεψαχνίσουμε στη δική του, αυτόνομη και ολοκληρωμένη μορφή. Γιατί όμως τα Γυμνά Οστά αξίζουν όλο αυτόν τον ντόρο;
Αρχικά, το έργο των Παπαμάρκου/ Cob καταφέρνει και δημιουργεί έναν εντελώς δικό του κόσμο, ή καλύτερα, σκιαγραφεί με υποδειγματικό τρόπο το τέλος ενός. Tα Γυμνά Οστά στήνουν το σκηνικό της εσχατιάς, του απόλυτου τέλους μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο (ειρωνικά και ελληνικά) φως, θάλασσα και αρχαία ερείπια. Το τέλος πολιτισμών, θεσμών, εννοιών, ακόμα και ειδών. Για τους απελπισμένους θηρευτές αυτού του κόσμου, σημασία δεν έχει τίποτα περισσότερο από την επιβίωση και κάθε ίχνος συναισθήματος ή ηθικού ενδοιασμού έχει προ πολλού χαθεί, σε τέτοιο σημείο που μεταξύ του κανίβαλου νεκροφάγου κυνηγού και της ανθρωποφάγας μηχανής να μην υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές σε πολλά. Ή, τουλάχιστον έτσι φαίνεται στην αρχή.
Το ταξίδι των δύο αυτών χαρακτήρων μέσα στον θάνατο έχει τη δική του αξία. Γιατί ενώ και οι δύο ξεκινούν, όπως διαπιστώνει ο εξωτερικός παρατηρητής, από ένα ίσο σημείο εξαθλίωσης, η πορεία τους στη συνέχεια είναι εντελώς αντίθετη. Ο άνθρωπος βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απανθρωπιά και, αργότερα, στο μίσος της εκδίκησης ενώ αντίθετα η μηχανή αποζητά τα ψήγματα μιας ταυτότητας, ένα νόημα στην ανούσια επιβίωση.
Αμφότερες αυτές οι συναισθηματικές διακυμάνσεις γίνονται κατανοητές στον αναγνώστη μέσα από την εξέλιξη του comic, στο παρελθόν, το παρόν και, ίσως, το μέλλον της ιστορίας. Εκεί βλέπουμε, μεταξύ άλλων, την ιστορία αυτού του νεκρού κόσμου, πώς κατέληξε να είναι ένα νεκροταφείο πολιτισμών. Εκεί βλέπουμε, για άλλη μια φορά, την ιδέα της ατέρμονης ανάπτυξης σε ένα πεπερασμένο κόσμο να εισβάλει όλο και πιο βαθιά στο ανθρώπινο σώμα και ψυχισμό, μέχρι που τίποτα να μην είναι εμπόρευμα. Εκεί βλέπουμε πως η ανάπτυξη των λίγων οδήγησε στον αφανισμό των πολλών και, μετά, (σχεδόν) όλων. Εκεί βλέπουμε και τον πλήρη ευτελισμό της επιστήμης, που πρώτα ήταν εργαλείο στα χέρια της ανθρωπότητας και μετά, από την απληστία λίγων, έγινε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, το σαρκοφάγο φέρετρο της.
Θα μπορούσε να πει κάποιος πώς, ανά στιγμές, ο Παπαμάρκος σα να ενθουσιάζεται και να χάνει τον ρυθμό του, σαν να παρασύρεται και αυτός από το πάθος του για τον κόσμο που έπλασε (από ξεπλυμένα, γυμνά οστά).
Κάποιες παραλείψεις θα μπορούσε ίσως κάποιος να του καταλογίσει και στους χαρακτήρες, αναφερόμενος στην ενδοσκόπηση που ενώ δεν βλέπουμε την ίδια, βλέπουμε τα αποτελέσματα της. Όμως αυτό θα ήταν άδικο, ειδικά αν υπολογιστεί το τι χρειάζεται κανείς για να επιβιώσει σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον. Γιατί στην απόλυτη εσχατιά, ακόμα και να κάποιος επιζήσει, παύει αναγκαστικά να είναι άνθρωπος. Αντίθετα, εάν είναι ρομπότ, έχει την ευκαιρία να αναλογιστεί ποιος είναι ο ρόλος που θέλει να επιτελέσει, ποια ταυτότητα ή ακόμα και φύλο, σαν σώμα χωρίς όργανα, μπορεί να χρησιμοποιήσει για να διαμορφώσει το δικό του Εγώ.
Όμως το σχέδιο του Canellos συμπληρώνει απόλυτα οργανικά την αφήγηση και καλύπτει τις οποίες παραλείψεις. Αναλαμβάνει να μας δείξει και όχι απλά πει για όλες τις φρίκες του παρελθόντος και του παρόντος. Σε πολλά σημεία η εικόνα αναλαμβάνει εντελώς την αφήγηση, είτε αυτή είναι γρήγορη και φονική δράση, είτε μια πιο αργόσυρτη ανάμνηση καταστροφής.
Μέσω του σχεδίου εξερευνούμε και μια άλλη πτυχή της ιστορίας, την τάση προς τον τρανσουμανισμό αλλά και την αντίθεση κατεύθυνση, προς την επαναοικειοποίηση του τι σημαίνει άνθρωπος, μακριά από τον κατακερματισμό της καπιταλιστικής εξειδίκευσης.
Η ελληνικότητα του comic δίνεται επίσης με έναν διττό, ουσιαστικά τρόπο. Το πρώτο στοιχείο είναι το τοπίο με τα αρχαιοπρεπή – μπρουταλιστικά αγάλματα που σαν κόκκαλα βρίσκονται παντού, μέχρι και τον επιστημονικοφανή λόγο του comic. Το δεύτερο αποτελεί η καθαρή ελληνική γλωσσικότητα στους επιστημονικοφανείς όρους, κάτι το ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου ότι δεν είναι εύκολο να βγάλει κανείς ένα αποτέλεσμα το οποίο δε θα θυμίζει κακή απομίμηση αγγλικών, μια γλώσσα πολύ πιο εύπλαστη και συνηθισμένη σε αυτό το λογοτεχνικό ύφος.
Όσον αφορά το επιβλητικό σχέδιο του Kanellos, η αλήθεια είναι πως μας είχε εντυπωσιάσει ήδη από τις λίγες εικόνες που προμήνυαν το comic. To επιβλητικό, γραμμικό του σχέδιο φέρνει στο νου εικόνες από Moebius, όμως με έναν εντελώς δικό του τρόπο. Ταυτόχρονα, το αμάλγαμα στυλ που συνθέτει σε έναν (από κλασσικότροπες απεικονίσεις, art nouveau λεπτομέριες και βαρύγδουπα, μπρουταλιστικά σκίτσα) δίνει έναν μοναδικό χαρακτήρα στο comic και, ορισμένα καρέ του, κυρίως τα τοπία ή οι πιο «ονειρικές» (ή πιο ορθά, εφιαλτικές) του σεκάνς σου κόβουν πραγματικά την ανάσα. Ο Kanellos πραγματικά δίνει σώμα, κόκκαλα, και ψυχή στον κόσμο και μας προσκαλεί να τον περιδιαβούμε, γυρνώντας ξανά και ξανά στα μεγαλόπρεπα σχέδια του, με τις κρυμμένες λεπτομέρειες και φιγούρες.
Μέσω του σχεδίου εξερευνούμε και μια άλλη πτυχή της ιστορίας, την τάση προς τον τρανσουμανισμό αλλά και την αντίθεση κατεύθυνση, προς την επαναοικειοποίηση του τι σημαίνει άνθρωπος, μακριά από τον κατακερματισμό της καπιταλιστικής εξειδίκευσης.
Ωστόσο και εδώ, μπορεί κανείς να πεις ότι, ανά σημεία, ειδικά στις μικρότερες σκηνές και κάποια πανοραμικά με τους χαρακτήρες να μιλούν, ο Kanellos σα να χάνει το «ζύγι» και να τους αποτυπώνει με μικρές «εκπτώσεις» στα πρόσωπα, ή να απαλείφει λεπτομέρειες, σκιάσεις και προοπτικές, δημιουργώντας στιγμές ανισορροπίας στο comic.
Σε κάθε περίπτωση, τα Γυμνά Οστά είναι ένα comic με πολύ ζουμί, το οποίο ανεβάζει πολύ τις απαιτήσεις μας από τις ελληνικές δουλειές και δείχνει την ωριμότητα που πλέον έχει η σκηνή, κυρίως όταν το κατάλληλο σενάριο βρίσκει τα κατάλληλα χέρια.