«Βλέποντας η Ραχήλ ότι δε γεννούσε παιδιά στον Ιακώβ, ζήλεψε την αδερφή της και είπε στον άντρα της: «Δώσ’ μου παιδιά, αλλιώς θα πεθάνω». Ο Ιακώβ θύμωσε με τη Ραχήλ και της είπε: «Θεός είμ’ εγώ; Αυτός σου στέρησε την ικανότητα να γεννάς». Τότε η Ραχήλ είπε: «Να η δούλη μου η Βαλλά. Πήγαινε μαζί της κι ας γεννήσει στα γόνατά μου. Έτσι θ’ αποχτήσω κι εγώ παιδιά μέσω αυτής». Του έδωσε, λοιπόν, τη δούλη της τη Βαλλά για γυναίκα, κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε μαζί της. Η Βαλλά έμεινε έγκυος και του γέννησε γιο. Τότε είπε η Ραχήλ: «Ο Θεός με δικαίωσε! Άκουσε την προσευχή μου και μου έδωσε γιο»·
ΓΕΝΕΣΙΣ 30:1-6, Παλαιά Διαθήκη.
Ζούμε σε μία εποχή δυναμικής ανόδου του φεμινιστικού κινήματος διεθνώς. Γυναίκες σε πολλά σημεία του πλανήτη ενώνονται, υψώνουν το ανάστημά τους, δυναμώνουν τις φωνές τους και διεκδικούν πραγματική ισότητα σε κάθε τομέα της ζωής τους. Τους τελευταίους μήνες μάλιστα βιώνουμε με ένταση και στην Ελλάδα αυτή την διεθνή κίνηση με το φαινόμενο του ελληνικού #MeToo, χάρη στη γενναία απόφαση γυναικών να βγουν να καταγγείλουν τις κακοποιητικές συμπεριφορές που έχουν βιώσει στο παρελθόν. Πάντως, απ’ τις απαρχές αυτής της διεθνούς επανεμφάνισης του ποικιλόμορφου φεμινιστικού κύματος μέχρι και σήμερα, λίγες σύγχρονες τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές δημιουργίες έχουν λειτουργήσει ως σύμβολα γυναικείας ενδυνάμωσης όσο οι πορφυρές κάπες των θεραπαινίδων του Gilead από το Handmaid’s Tale, τη σκοτεινή δυστοπία της Margaret Atwood.
Γεννημένη το 1939 η βραβευμένη Margaret Atwood, ξεκινώντας τη λογοτεχνική της καριέρα το 1961, αποτελεί μία από τις διασημότερες εν ζωή πεζογράφους του Καναδά η οποία πλέον μετράει περισσότερα από 40 έργα. Το περιεχόμενο του έργου της έχει δημιουργήσει ένα γόνιμο έδαφος για έναν επίκαιρο και πολύπλευρο διάλογο όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβαλλοντικό πρόβλημα, τις σχέσεις εξουσίας και τα φεμινιστικά ζητήματα.
Το «Handmaid’s Tale», αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα φεμινιστικά δυστοπικά αναγνώσματα της εποχής αν και γράφτηκε στο όχι πολύ κοντινό 1985, και εκδόθηκε την επόμενη χρονιά. Το βιβλίο της αυτό, επανήλθε στην επικαιρότητα, σημειώνοντας μάλιστα πωλήσεις ρεκόρ, μετά την εκλογή του Trump στην Αμερική (2017). Η απότομη αυτή έκρηξη δεν αποτελεί έκπληξη καθώς, αρχικά, είχε ήδη ανακοινωθεί την ίδια χρονιά η μεταφορά του βιβλίου σε σειρά υψηλών προδιαγραφών από τη Hulu αλλά και κυρίως εξαιτίας της επικαιρότητας που απέκτησε απ’ την απρόσμενη εκλογική νίκη του ακροδεξιού, ρατσιστή και σεξιστή Trump. Η πραγματικότητα άρχιζε να μοιάζει πλέον τρομακτικά με το δυστοπικό έργο της Atwood. Έτσι το εξέλαβαν οι διαδηλώτριες μόλις την επόμενη μέρα της εκλογής Trump στη μεγάλη διαδήλωση της 21ης Ιανουαρίου 2017 στη Washington, που έμεινε γνωστή και ως «Women’s March», όπως επαληθεύεται από τα μηνύματα στις πικέτες τους.
Το δυστοπικό «Handmaid’s Tale» λοιπόν, αν και προϊόν μυθοπλασίας, με την εκλογή Trump άρχισε να μοιάζει περισσότερο αληθινό και απειλητικό απ’ ότι στο παρελθόν. Στο έργο παρουσιάζεται μία ακραία φονταμενταλιστική και πουριτανική κοινωνία, το Gilead, ένα ολοκληρωτικό κράτος, το οποίο διοικείται από μία ακροδεξιά θρησκευτική σέχτα που πήρε πραξικοπηματικά την εξουσία μεγάλου μέρους των σημερινών ΗΠΑ. Στο Gilead οι γυναίκες χάνουν τα δικαιώματά τους. Αποκτούν νέους ρόλους σε συνάρτηση με την ταξική τους θέση (των ίδιων και των συζύγων τους) αλλά και με το αν είναι ικανές ή όχι να γεννήσουν παιδιά. Έτσι, μόνο οι «Σύζυγοι» έχουν το δικαίωμα να αναθρέψουν τα παιδιά, ενώ οι γυναίκες που έχουν την ικανότητα να τεκνοποιήσουν μετατρέπονται σε αναπαραγωγικές μηχανές, τις «Θεραπαινίδες». Οι υπόλοιπες γυναίκες γίνονται «Μάρθες» και φροντίζουν τα του οίκου ή «Θείες» που προετοιμάζουν και ελέγχουν τις Θεραπαίνιδες. Έτσι δημιουργείται ένα πλέγμα εξουσίας απ’ τα ανώτερα κλιμάκια της οποίας οι γυναίκες αποκόπτονται ολοκληρωτικά. Με μοναδικό κριτήριο το φύλο τους, το κράτος του Gilead τους στερεί κάθε είδους δικαιώματα, τους επιβάλλει ένα τρόπο ζωής υποταγμένο στο κράτος και την εξουσία των ανδρών, ενώ ανάλογα με το ρόλο που τους έχει καθορίσει τους προσφέρει περισσότερα ή λιγότερα προνόμια, δημιουργώντας ανισότητες και αντιπαλότητες μεταξύ των γυναικών, που δεν τους επιτρέπουν να ενωθούν και να ανατρέψουν την εις βάρος τους καταπίεση. Η ίδια η Serena θα το βιώσει αυτό με τραυματικό τρόπο, όταν θα τιμωρηθεί παραδειγματικά για την προσπάθειά της να διεκδικήσει ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις και μία θέση στην ανδροκρατούμενη γραφειοκρατία. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι, ακόμα κι αν το σύστημα του Gilead έχει ανάγκη τις Συζύγους και τις Θείες για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο και την καταπίεση των Θεραπαινίδων, στην πραγματικότητα ακόμα και στα ανώτερα στρώματα των γυναικών παρέχει περιορισμένη εξουσία, η οποία έχει όριο την υποταγή στην πατριαρχική εξουσία τόσο στο σπίτι τους, όσο και στους θεσμούς του κράτους.
Το κράτος του Gilead είναι εμπνευσμένο από ακραίες θρησκευτικές πεποιθήσεις που επιβάλλουν ως μοναδικό γυναικείο σκοπό την αναπαραγωγή και την ανατροφή της “παραδοσιακής” οικογένειας. Η διαφορετικότητα δεν γίνεται ανεκτή, οποιοσδήποτε/ οποιαδήποτε έχει διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό στοχοποιείται και μάλιστα οδηγείται από το απολυταρχικό αυτό καθεστώς στον φυσικό αφανισμό, μαζί με όποιον αντιτίθεται στο καθεστώς ή παρεκκλίνει από τις οδηγίες του. Γι’ αυτό το λόγο στήνονται δημόσιες κρεμάλες, προς παραδειγματισμό του υπόλοιπου πληθυσμού, θυμίζοντας τις τακτικές του ναζιστικού στρατού. Μόνο στις γυναίκες που έχουν την ικανότητα να τεκνοποιήσουν δίνεται συνήθως μια δεύτερη ευκαιρία ώστε να γλυτώσουν από τον θάνατο.
Στο θρησκευτικό – πατριαρχικό αυτό πλαίσιο η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα στη μόρφωση πέραν της εκπαίδευσης για την εκτέλεση του κοινωνικού της ρόλου, της συζύγου – μητέρας, της υπηρέτριας ή της Θεραπαινίδας. Μάλιστα στο κράτος του Gilead δεν αναγνωρίζονται ούτε τα στοιχειώδη δικαιώματα στις γυναίκες, αφού νόμος σε κάθε σπίτι είναι η πατριαρχική εξουσία, ο βιασμός είναι θεσμοθετημένος (και βασικό συστατικό της λειτουργίας του συστήματος), ενώ δεν υπάρχει καν σαφές ηλικιακό όριο για την ανάληψη των καθηκόντων που επιβάλλει ο εκάστοτε γυναικείος ρόλος. Η ηθική του καταπιεστικού καθεστώτος είναι ρευστή: παρουσιάζεται ως δήθεν θεοσεβούμενη και σωτήρια για το μέλλον της ανθρωπότητας, όμως στην πραγματικότητα θεμελιώνεται στην ισχύ και τη βία των κυρίαρχων κυβερνόντων, οι οποίοι έχουν απόλυτη εξουσία πάνω στις ζωές και στα σώματα των υπηκόων τους.
Το ολοκληρωτικό σύστημα του Gilead απέκτησε ιδιαίτερη επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανόδου ακροδεξιών κυβερνήσεων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία, η Ουγγαρία, η Τουρκία και η Πολωνία, οι οποίες έβαλαν στο στόχαστρο κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών που σήμερα πλέον θεωρούνται αυτονόητα (τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες), με χαρακτηριστικότερο το δικαίωμα στην έκτρωση. Απευθυνόμενοι στα πιο ακραία συντηρητικά αντανακλαστικά του πληθυσμού των χωρών τους, ακροδεξιοί δημαγωγοί επιχειρούν να πλήξουν το διεθνώς ανερχόμενο φεμινιστικό κίνημα απειλώντας στοιχειώδη δικαιώματα και ελευθερίες που έχουν κατοχυρωθεί με ηρωικούς αγώνες και θυσίες εδώ και δεκαετίες. Απέναντι σε αυτή την επιθετική κίνηση των ακροδεξιών κυβερνήσεων και των alt-right μιμητών τους, οι κόκκινες φορεσιές των θεραπαινίδων αποτελούν ένα ισχυρό σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης, ένα μήνυμα ενότητας και θαρραλέου αγώνα ενάντια ακόμα και στην βιαιότερη εξουσία.
Έτσι και οι καταπιεσμένες γυναίκες στο Gilead καταλαβαίνουν με τον καιρό ότι είναι άσκοπο να προσμένουν κάποιον σωτήρα, αφού η μόνη τους ρεαλιστική προοπτική είναι να πάρουν οι ίδιες τις τύχες τους στα χέρια τους. Ζουν τη σκληρότητα που τους έχουν επιβάλλει η πραγματικότητα και αναγκάζονται να δουν με ρεαλισμό τις πιθανότητες που έχουν να αποδράσουν και να επιβιώσουν. Οι πιθανότητες φυσικά, δεν είναι με το μέρος τους. Ακόμα κι αν έχουν κάποιον άντρα στη ζωή τους, δεν μπορούν να στηριχτούν απόλυτα σε αυτόν για να τις σώσει. Αυτό είναι εμφανές στην ιστορία της June, τόσο στην περίπτωση του Nick, ο οποίος παρ’ ότι υπηρετεί το κράτος του Gilead αποτελεί την «εκ των έσω» βοήθειά της, αλλά και στην περίπτωση του Luke, του συζύγου της, ο οποίος βρίσκεται στο κράτος του Καναδά αποτελώντας την «εξωτερική» της βοήθεια. Παρά τις προσπάθειες των (ελάχιστων) ανδρών συμμάχων τους, αν δεν σώσουν οι ίδιες οι γυναίκες τον εαυτό τους, είναι βέβαιο ότι δεν θα το κάνει κανείς. Αν δεν λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές, αν δεν ενωθούν, αν δεν ρισκάρουν οι πιθανότητες να σωθούν και να ανατρέψουν το καταπιεστικό καθεστώς του Gilead είναι απειροελάχιστες. Τελικώς, το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στο προσωπικό δράμα των ίδιων των θεραπαινίδων, όπως το βιώνει η κάθε μία ατομικά. Γιατί ακόμα και μία προσωπική απόδραση αν επιτευχθεί, τελικά το τραύμα μένει και συνεχίζει να μεγαλώνει όσο γνωρίζουν ότι πίσω τους έχουν αφήσει τόσες γυναίκες και μικρά παιδιά εγκλωβισμένα σε ένα καταπιεστικό και βάρβαρο ανελεύθερο καθεστώς.
Τελικά σήμερα, η πορφυρή κάπα της «θεραπαινίδας» έχει μετατραπεί σε σύμβολο ανελευθερίας και αγώνα. Το κόκκινο μπορεί να αντιπροσωπεύει για την εξουσία τη γονιμότητα, ταυτόχρονα όμως δηλώνει την οργή, τη δύναμη, την αντίσταση των καταπιεσμένων. Με τις πολλαπλές της συνδηλώσεις η πορφυρή κάπα έχει μετατραπεί σε ένα σύγχρονο φεμινιστικό σύμβολο, σε ένα ηχηρό «Nolite te Bastardes Carborundorum» με πολλούς αποδέκτες.