O Gareth Evans είναι ένας ωραίος τύπος με ένα αρκετά ιδιαίτερο σινεμά. Γέννημα θρέμμα της ουαλικής γης, κατάφερε από ένας άγνωστος σκηνοθέτης ο οποίος είχε γυρίσει μία no budget ταινία με πενιχρά μέσα ( Footsteps) και να κάνει χαμαλοδουλειές που απλά απαιτούν μία κάμερα, να εδραιωθεί σε έναν σκηνοθέτη ο οποίος έφερε μία νέα πνοή στο κουρασμένο σινεμά δράσης. Γνωστός κυρίως για τις Ινδονησιακές πανδαισίες αίματος και βίας των The Raid το σινεμά του Evans αποτελείται από μία σωρεία σινεματικών εικόνων και αναφορών που ξεκινάει από το ασιατικό σινεμά των 70’s και καταλήγει στις εικόνες των κόμικ του Frank Miller και των manga. Μετά την επιτυχία των The Raid τα οποία έφεραν μία αισθητική επανάσταση στο σινεμά της Ινδονησίας, o Evans γύρισε στην Ευρώπη όπου πλέον μπορούσε να γυρίσει το σινεμά που άρεσε στον ίδιο. Το 2018 γύρισε το Apostle για λογαριασμό του Netflix ένα θρίλερ το οποίο αποτέλεσε ένα φόρο τιμής στο occult σινεμά ενώ στη συνέχεια δημιούργησε το Gangs of London μια ομολογουμένως underrated σειρά, η οποία μας βάζει στον βίαιο υπόκοσμο της Λονδρέζικης μαφίας. Φέτος ο Evans επέστρεψε στις οθόνες μας πάλι για λογαριασμό του Netflix αυτή τη φορά με πρωτοκλασάτο πρωταγωνιστή, μεγάλο budget και με βλέψεις να δημιουργήσει μία ταινία η οποία επιστρέφει τον ίδιο στις ρίζες του. Τα πράγματα όμως δυστυχώς δεν πήγαν όπως μάλλον ο ίδιος τα ήθελε.

Κάντο όπως οι nerds
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του σινεμά του Evans είναι ότι προσεγγίζει τις ταινίες του ως nerd. Είναι σαν να δίνεις σε ένα παιδί την κάμερα και να το αφήνεις ελεύθερο να δημιουργήσει κάτι από το μηδέν. Πράγματι, αν δει κανείς τα Raid ή τον πρώτο κύκλο του Gangs of London βλέπει πολύ έντονα αυτό το στοιχείο. Το σινεμά του χαρακτηρίζεται από μία υπερβολή την οποία συναντάει έντονα ειδικά σε παλιότερες ταινίες δράσης. Δημιουργεί θανάσιμα περιβάλλοντα, σκηνές δράσης με έντονη αδρεναλίνη και μία σεναριακή δομή που συναντάει κανείς πολύ έντονα στις ταινίες του John Woo ή των παλιών ασιατικών ταινιών με σαμουράι του Kihachi Okamoto. Είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος αγαπάει το σινεμά όσο τίποτα και αυτό αποτυπώνεται στις ταινίες του. Δυστυχώς όμως στο Havoc ενώ περιμένεις να δεις τον πιο ώριμο πλέον Evans να αμολιέται ελεύθερος και να δημιουργεί ένα χάος, όπως μόνο ο ίδιος ξέρει, βλέπεις ένα αποτέλεσμα μάλλον άνευρο και μπερδεμένο το οποίο είναι περισσότερο πισωγύρισμα πάρα πρόοδος. Τι πήγε όμως τόσο λάθος;

With great budget...
Στο Havoc ακολουθούμε τον διεφθαρμένο αστυνομικό Patrick Walker που ερμηνεύει ο Tom Hardy (Venom, Peaky Blinders) ο οποίος καλείται να προστατέψει το γιο ενός πολιτικού από τον υπόκοσμο ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος και με κάποιες δικές του λανθασμένες επιλογές. Όλος ο κόσμος της ταινίας είναι σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Ο Hardy πολεμάει και εξολοθρεύει NPCs και αντιμετωπίζει bosses μέχρι να φτάσει στον τελικό του στόχο. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό άλλωστε αυτή είναι μία συνταγή που ο σκηνοθέτης ακολούθησε πολύ επιτυχημένα και στα δύο Raid. Είναι κάτι που το γνωρίζει και έχει την τεχνογνωσία να το στηρίξει καλά. Δυστυχώς όμως το σινεμά είναι ένα ομαδικό σπορ και όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μεσάζοντες όπως το Netflix κάποια πράγματα πλέον οφείλουν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά. Άλλωστε with great budget comes great responsibilities και αυτό είναι κάτι που σε αυτή την ταινία φαίνεται. Ο Hardy όσο καλές προθέσεις και αν έχει είναι φανερό ότι δυσκολεύεται να ακολουθήσει το μπαλετικό στυλ του σκηνοθέτη στις σκηνές δράσης αναγκάζοντας τον Evans να μετριάσει τα κόλπα του και να σταθεί σε πιο συβατικές κινηματογραφικές μεθόδους όπως shakey camera και κολπάκια με τους φωτισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τον κατά τα άλλα συμπαθέστατο Timothy Olyphant (Fargo, Deadwood) ο οποίος φαίνεται ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει εύκολα τη χαρτογράφηση της δράσης που προτείνει ο σκηνοθέτης. Ο μόνος που φαίνεται να διασκεδάζει είναι ο πάντα συμπαθέστατος Forest Whitaker (Godfather of Harlem, Star Wars: Rogue One) στον ρόλο του διεφθαρμένου πολιτικού Lawrence Beaumont. Είναι ολοφάνερο ότι το μεγάλο budget και οι celebrities μπορεί να δίνουν στον δημιουργό μία μεγαλύτερη ελευθερία ταυτόχρονα όμως περιορίζουν αυτό το “βρώμικο” σκηνοθετικό στυλ στο οποίο τον έχουμε συνηθίσει. Κατά τα άλλα η ταινία δυστυχώς είναι αρκετά βαρετή με εξαίρεση το τελευταίο 40λεπτο όπου βλέπουμε μία ενδιαφέρουσα κλιμάκωση με όλα τα στοιχεία του σινεμά δράσης που θέλουμε να έχουμε.

Action Cinema: ένα κορεσμένο genre
Η δράση παράγει ένα είδος σινεμά που έχει δυστυχώς κορεστεί πάρα πολύ. Και φωνές όπως ο Evan είναι απαραίτητο να υπάρχουν για να βρίσκει το συγκεκριμένο είδος (όπως και κάθε είδος) την εξέλιξή του. Δυστυχώς, όμως, το Havoc δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις (αρκετά αυξημένες είναι η αλήθεια) προσδοκίες του κόσμου. Μένει μόνο να δούμε τώρα αν ο Evans θα ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό ή αν θα συνεχίσει να πέφτει περισσότερο μέσα στην παγίδα της mainstream ευκολίας που μπορούν πολύ εύκολα μεγαλοεταιρίες σαν το Netflix να προσφέρουν.