Mπορεί ο Μάης του 1968 να έχει ταυτιστεί περισσότερο με τις φοιτητικές (και εργατικές) εξεγέρσεις στη Γαλλία, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί μια πολύ πλούσια και γόνιμη περίοδος αναταραχών και κοινωνικών εντάσεων σε όλο τον κόσμο. Από το γενικευμένο κλίμα αντίδρασης δε ξέφυγαν ούτε οι ΗΠΑ, όπου τότε ένα ακμάζον αντιπολεμικό κίνημα εναντιωνόταν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βιετνάμ. Τον Μάη του 1968, στο Σικάγο μετά από μια μεγαλειώδη διαδήλωση, η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές, βάφοντας τους δρόμους της πόλης με αίμα.
Στη συνέχεια, η συντηρητικής κυβέρνηση Νίξον άσκησε πολιτικές διώξεις εναντίον 7 ηγετικών μορφών του αντιπολεμικού κινήματος, σε μια δίκη παρωδία η οποία και έγινε γνωστή ως η δίκη των 7 του Σικάγο. Την αστική υποκρισία και την πίστη της νομικής στην άρχουσα τάξη, που αναδείχθηκαν σε αυτή τη διαδικασία, αποφάσισε να βάλει στο επίκεντρο του Τhe Trial of Chicago Seven ο Aaron Sorkin (Molly’s Game, Steve Jobs), τη νέα ταινία που μας ήρθε από το Netflix.
Aρχικά πιστεύω ότι αξίζει να ειπωθεί πως, επειδή και η ελληνική πραγματικότητα συγκλονίζεται από δύο ιστορικές δίκες στην παρούσα φάση, μία που τελειώνει ενάντια στη νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής και μία που ξεκινά ενάντια στους νοικοκυραίους δολοφόνους του Ζακ Κωστόπουλου, πως τα δικαστικά δράματα, όσο προωθημένα και αν είναι, δεν είναι κινηματικές/ εξεγερτικές ταινίες. Το ενδιαφέρον της κάμερας βρίσκεται μέσα στο δικαστήριο, όχι στους δρόμους. Εκεί αναγκαστικά πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα, όχι κινήματα. Ωστόσο είναι τα δεύτερα, και όχι τα πρώτα που καλούνται, καθημερινά και όχι για λίγο διάστημα, να παλεύουν για δικαιοσύνη, για ειρήνη, για κοινωνικές αλλαγές, για μια καλύτερη ζωή.
Παρόλα αυτά, η νομική αντιπαράθεση, ακόμα σε ένα αστικό, ολότελα σάπιο συνθέμελα δικαστήριο έχει την καλλιτεχνική της αξία. Αυτή έγκειται στο να υποδείξει αυτή ακριβώς τη σαπίλα, τη διαφθορά και τελικά, το πόσο περιοριστικά είναι τα όρια ενός νόμου, που στην τελική σκοπός του είναι η περιφρούρηση της περιουσίας και όχι της ανθρώπινης ζωής. Πόσο λίγα δικαιώματα είναι διατεθειμένος να δώσει ο ταξικός αντίπαλος αν δεν κινητοποιηθούν χιλιάδες που θα είναι διατεθειμένοι να τα πάρουν μόνοι τους. Ακόμα και μια liberal εκδοχή αυτής της απλής διαπίστωσης, που θεωρεί ότι οι νόμοι είναι ουδέτεροι ή ότι όλα θα πήγαιναν καλά αν τους ακολουθούσαν όλοι, όπως τα περισσότερα δικαστικά δράματα, έχει τη σημασία της μέσα στις ψευδαισθήσεις της.
Τώρα που διατυπώθηκε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε και εμείς να πούμε πως το Τhe Trial of Chicago Seven, ως μια ταινία εντυπώσεων, λάμπει ως τέτοια ακριβώς. Μέσα από ένα all star cast, έναν εμβληματικό κακό και μια στιβαρή σκηνοθεσία, ο κατά βάση σεναριογράφος Sorkin καταφέρνει να αποδώσει εύγλωττα (ίσως υπερβολικά) την άνιση μάχη μεταξύ αντιπολεμικών οργανώσεων και καθαρά κινηματικών δυνάμεων, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες και της κυβέρνησης η οποία είχε στόχο να εκφοβίσει τους χιλιάδες διαδηλωτές που αντιδρούσαν στον πόλεμο και τη συνεχή αποστολή στρατιωτών στο Βιετνάμ.
Ο Sorkin, με στρωτό ρυθμό, προσεγμένες πινελιές απόγνωσης και θυμού και σε άγαστη συνεργασία με τους ηθοποιούς του, μας βυθίζει στα άδυτα ενός συστήματος που δεν επιθυμεί διάλογο. Δεν επιθυμεί δικαιοσύνη. Τελικά δεν επιθυμεί τίποτα παρά φυλακές και φίμωτρο σε όσους του αντιστέκονται. Η οργή κλιμακώνεται, οι ψευδαισθήσεις για το σύστημα που εκπροσωπεί το δικαστήριο διαλύονται η μία μετά την άλλη και τελικά, μένουν μόνο τα ονόματα των νεκρών.
Ο Sorkin γνωρίζει ότι το θέμα έχει επιδράσεις στην παρούσα πολιτική συγκυρία των ΗΠΑ. Και από τη μεριά του, προσπαθεί όσο καλύτερα μπορεί να τονιστεί αυτό που τον ενδιαφέρει. Ωστόσο, ακόμα και έτσι, όχι μόνο δεν καταφέρνει να καλύψει εκδοχές της δίκης, αλλά φαίνεται ότι αδυνατεί πλήρως να κατανοήσει ή να εκφράσεις όσες αφορούν το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Οι Μαύροι Πάνθηρες, και ο επικεφαλής τους, Bobby Seale, μια μορφή σύμβολο στις ΗΠΑ, εδώ είναι το πιο αδύνατο σημείο της ταινίας γιατί πολύ απλά, κανείς δεν έχει το βίωμα που θα μπορούσε να αγγίξει τη συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι, άθελα του, ο ηθοποιός Yahya Abdul-Mateen II ( Aquaman, The Get Down) μένει ξεκρέμαστος.
Γενικότερα, ενώ η ταινία διαθέτει πολλές στιγμές προσωπικών κορυφών, σε ερμηνευτικό επίπεδο, το συνολικό της πλαίσιο και ο ίδιος ο Sorkin αδυνατούν να συλλάβουν το συλλογικό, τη δυναμική του δρόμου, της διαδήλωσης και του αγώνα που δόθηκε στους δρόμους της πόλης. Έτσι, μένει πάρα μερική, αποστασιοποιμένη από το βαθύτερο θέμα της και καθαρά «αμερικάνικη» ως προς τη θεοποίηση του ατομικισμού, ακόμα και στους συλλογικούς αγώνες.
Επιπρόσθετα, τρομερά κουραστικός γίνεται και ρόλος του Eddie Redmayne (Τhe Dannish Girl, Crimes of Grindelwald) ο πολιτικός ακτιβιστής και γερουσιαστής αργότερα με τους Δημοκρατικούς Tom Hayden. Σε αυτό βέβαια οφείλεται πολύ περισσότερο ο Eddie Redmayne ο οποίος δεν καταφέρνει να συγκρατήσει τον αλλοπρόσαλλο συναισθηματισμό του, ακόμα και όταν το σενάριο καλεί σε ψυχρότητα.
Από την άλλη, τα δύο πολύ δυνατά χαρτιά της ταινίας είναι αναμφισβήτητα ο Sacha Baron Cohen (Βorat, Hugo, Αlice Though the Looking Glass) και ο Frank Langella (Robot & Frank, The Time Being), ειρωνικά, αμφότεροι παίζοντας χαρακτήρες με το όνομα Hoffman. Ο πρώτος, υποδυόμενος μια σημαντική μορφή του κινήματος των χίπις, τον Abbie Hoffman νιώθει απόλυτα άνετα στον ρόλο του καυστικού, ειρωνικού επαναστάτη και καταφέρνει να επιδείξει τον φυσικό μαγνητισμό του. Ο δελυτερος, στον αντίποδα, ερμηνεύει τον συντηρητικό δικαστή Julius Hoffman ο οποίος αδιαφορεί ακόμα και για τον τυπικό ορισμό της δικαστικής αμεροληψίας. Η δυναμική τους τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό την ταινία. Όμως σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί παραδίδουν εξαιρετικές ερμηνείες, εκμεταλευόμενοι και το καίρια καυστικό σενάριο.
Επιλογικά, σίγουρα ένα δικαστικό δράμα δε φέρνει την άνοιξη. Ωστόσο, λίγο λίγο ξήλωνε, πρέπει να είναι ηθελημένα τυφλός κάποιος για να μην καταλαβαίνει ότι στα δικαστήρια σπάνια, και μόνο με κινηματικές πιέσεις έξωθεν, βρίσκει κανείς δικαιοσύνη. Και μπορεί το Τhe Trial of Chicago Seven να έχει πολύ δρόμο μέχρι τότε, όμως όσο καλύπτει τον καλύπτει στρωτά και ευχάριστα. Κάτι είναι και αυτό.