Mέσα σε τρομακτικά δύσκολες συνθήκες για τις έντυπες εκδόσεις, και δη τις καταστάσεις εξαίρεσης εν μέσω πανδημίας, χρειαζόταν θάρρος για να βγουν νέα κόμικ. Πολλοί το έκαναν, όπως έχει ειπωθεί άλλωστε και σε συζήτηση του σάιτ μας. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μια ιδιαίτερη σύμπραξη, αυτή της ΛΕ.ΦΙ.Κ (Λέσχη Φίλων Κόμικς) και των εκδόσεων Οξύ, για το πρώτο κεφάλαιο του κλασικού γαλλικού κόμικ φαντασίας Ο Λανφέστ του Τρόυ: Το Φίλντισι του Μαγόχαμοθ.
Παρόλο που η χώρα μας ως επί το πλείστον, μεγάλωσε επηρεασμένη από τα έργα της γαλλοβελγικής σχολής, η αισθητική της οποίας δέσποζε στην κεντρική και νότια Ευρώπη, υπάρχει μια ουσιώδη έλλειψη στο πως αυτός ο τρόπος σχεδίασης και αφήγησης εφαρμόστηκε σε άλλα είδη, λιγότερο βατά για το ευρύ κοινό ή με λιγότερο χιούμορ και εκφραστική δεινότητα από τους Γαλάτες του René Goscinny.
To Λανφέστ του Τρόυ (Lanfeust of Troy) σε σενάριο του Christophe Arleston και σχέδιο του Didier Tarquin είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, ειδικά για τους μικρότερους σε ηλικία, καθώς πρωτοδημοσιεύτηκε το 1994.
Τα καθαρόαιμα heroic fantasy στοιχεία, οι χιουμοριστικοί αναχρονισμοί, η έντονη δράση και οι ζωντανοί, ευφάνταστοι χαρακτήρες που δίνονται μέσα από τις σελίδες του έκαναν τη σειρά αυτή αγαπημένη πολλών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν ποικίλες μεταφορές της, τόσο σε animation, όσο και σε ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Κοιτώντας τον πρώτο τόμο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά (σε μετάφραση του Γιώργου Μακρυνάκη) καταλαβαίνει κανείς γιατί. Το Λανφέστ είναι ένα κόμικ που οι φίλοι της επικής φαντασίας θα απολαύσουν καθώς, παρά την τάση του για διακωμώδηση, δεν απομακρύνεται ποτέ από τα tropes του είδους, ειδικά όπως αυτά διαπλάστηκαν τη δεκαετία του ’90 στην Ευρώπη. Γενικότερα μπορεί να πει κανείς ότι το fantasy, περνώντας την κριτική του περίοδο νωρίτερα στα χέρια συγγραφέων όπως ο βρετανός Michael Moorcock, επέστρεψε στις πιο συντηρητικές του ρίζες την παράδοξη δεκαετία του 1990, διανθισμένο όμως από τις λογικές των RPG, που, ειρωνικά, το ίδιο είχε επηρεάσει. Έτσι ο όλος κόσμος του Τρόι φαντάζει σαν μια παράδοξη, αλλά απολαυστική, επαναφορά του ταξιδιού του εκλεκτού ήρωα, ο οποίος, έχοντας μια φύση ανθρώπινα ευάλωτη, καταφέρνει να σώσει φίλους και εχθρούς κόντρα στο απόλυτο κακό.
Ο πρώτος τόμος είναι καθαρά εισαγωγικός, ωστόσο καταφέρνει με μεγάλη επιδεξιότητα να μας γνωρίσει τον κόσμο του Τρόυ. Ένα μέρος μαγικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με τους δικούς τους νόμους, κινδύνους και τέρατα. Πολύ γρήγορα ο αναγνώστης νιώθει περιέργια για τα πλάσματα και τις συνθήκες αυτής της παράδοξης συνθήκης, θέλει να τα δει αλλά και την ίδια στιγμή νιώθει την απειλεί που αποπνέουν.
Είναι μια ιστορία παρηγοριάς και ανακούφισης από ένα παρελθόν που η νοσταλγία το έχει οριακά αγιοποιήσει, παρά τα πολλά προβλήματά του.
Βέβαια, κοιτώντας τις γενικότερες συνθήκες και την επαναπροσέγγιση των ιστοριών με τις οποίες μεγαλώσαμε από ένα κριτικό πρίσμα, θα λέγαμε πως ίσως η επιλογή της έκδοσης του Λανφέστ τώρα, παρά τις καλές της προθέσεις, να μην ήταν και η βέλτιστη. Αν εξαιρεθεί το φρέσκο, ζωντανό σκίτσο του Didier Tarquin, τα γήινα χρώματα του Mateo Livi και οι υποδειγματικές σκιές δια χειρός Cyril Vincent, η ίδια η ιστορία και το χιούμορ του σεναρίου δεν εντυπωσιάζουν. Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να αγνοηθεί η σκοποφιλική χρήση πολλών σκηνών, κάτι που δεν αλλάζει ούτε στα επόμενα τεύχη.
Το κομμάτι της έκδοσης έχει επίσης κάποια παραπτώματα, όπως ασυμφωνίες χρόνων στη μετάφραση ή κάποιες παρατυπίες με το lettering. Ωστόσο αυτά δεν επηρεάζουν τη γενική ανάγνωση.
Επιλογικά, παρόλο που το Ο Λανφέστ του Τρόυ: Το Φίλντισι του Μαγόχαμοθ έρχεται από το παρελθόν για να μας γεμίσει νοσταλγία, τις ιστορίες που φέρνει πλέον πρέπει να τις ακούμε με προσοχή.