Το Ma Rainey’s Black Bottom είναι μια ταινία που βασίζεται σε δύο επίπεδα το ένα ιδωμένο μέσα από το άλλο, σαν δυο καθρέφτες μεγενθυντικοί που τελικά ρίχνουν τον θεατή καταμεσής των ψυχών των χαρακτήρων της.
Πρώτα, βασίζεται σε αληθινά πρόσωπα, χωρίς να είναι βιογραφία. Η ίδια η Gertrude “Ma” Rainey είναι η μητέρα των blues, αυτή που με όπλο την βροντερή και γεμάτη πόνο φωνή της ανάγκασε, στις αρχές του 20ου αιώνα μια ολόκληρη χώρα, χτισμένη πάνω στον ρατσισμό, να ακούσει τη μουσική των σκλάβων που την έφτιαξαν. Και στη συνέχεια να την κλέψει. Τα μέλη της μπάντα της, με πρώτο και κύριο τον Levee, μπορεί να μην είναι πραγματικά per se, απηχούν όμως αληθινά πρόσωπα, όπως τον Jelly Roll Morton και κυρίως, η ίδια η ιστορία απηχεί μια πολύ πραγματική κατάσταση: την κλοπή της μουσικής των έγχρωμων από το λευκή βιομηχανία της διασκέδασης.
Το δεύτερο επίπεδο της ταινίας είναι το θεατρικό, και μάλιστα ένα έργο κλειστοφοβικό, που γελάει με τις ελπίδες των σκλάβων πως θα σπάσουν τις αλυσίδες του με σκληρή δουλειά: το oμώνυμο έργο του August Wilson, γραμμένο τη δεκαετία του 1980 και μέρος του κύκλου των 10 έργων για την μαύρη Ιστορία της Αμερικής, ένα για κάθε δεκαετία του 20ου αιώνα. Το ξανά Οσκαρικό και με την ίδια πρωταγωνίστρια Fences, του ιδίου, αφορούσε τη δεκαετία του 1950, παραδείγματος χάρη.
Το ίδιο το έργο, γεμάτο μουσική, δύναμη, και τεράστιες, αλλά τελικά μάταιες μοναχικές μάχες, είναι ένα κολοσσιαίο οικοδόμημα που πιάνει όλο τον πόνο και τη βαθιά ανάγκης δημιουργίας, την έμπνευση που πασχίζει να γεννηθεί και, τελικά, τη βιοποριστική βία η οποία απαιτούσε ως αντάλλαγμα για την ίδια τη ζωή τα προϊόντα της ίδια της ψυχής των εργαζομένων. Οι χαρακτήρες, με πρώτη και καλύτερη την ακηδεμόνευτη Μa, μια γυναίκα θύελλα που ποτέ δε συμβιβάστηκε για όσα ήθελε, που ποτέ δεν έκρυψε την bi ταυτότητα της, αναγκάζονται και δίνουν μάχες για τα πάντα: να μπορούν να περπατήσουν στον δρόμο, να πληρωθούν, να μην πεθάνουν από τη ζέστη σε ένα δωμάτιο χωρίς κλιματισμό. Μεγάλες μάχες για μικρές νίκες. Τελικά όμως, όπως φοβόταν και η Μα, όταν τα μηχανήματα ηχογράφησης κλείσουν και τα (ελάχιστα) λεφτά τους δοθούν, οι ίδιοι δεν έχουν πια τίποτα να ανταλλάξουν, τίποτα να παζαρέψουν. Όλα ανήκουν ξανά, όπως και πρώτα, στο Κεφάλαιο.
Αυτή είναι ουσιαστικά και η δομή της ταινίας του κατά βάση τηλεοπτικού σκηνοθέτη George C. Wolfe (The Immortal Life of Henrietta Lacks). Ο ίδιος σέβεται απόλυτα την ροή, τη δύναμη και στο σθένος του κειμένου του θεατρικού και έτσι, αναπόφευκτα σχεδόν, όλη η ταινία χτίζεται γύρω από αυτό, ένα φυλετικό δράμα δύο δωματίων, σε ένα καυτό απόγευμα. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν ο ίδιος ο Wolfe είχε την εμπειρία να εκμεταλλευτεί πλήρως τον περιορισμένο χώρο ή τη φαντασία να δείξει, όταν του το επέτρεπε ο αυστηρός μπούσουλας του σεναρίου, τα περιβάλλοντα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1920 με κάτι περισσότερο ενδιαφέρον από ένα ασαφές πορτοκαλί φίλτρο. Ακόμα και η εξαιρετική μουσική της, δια χειρός η περισσότερη Branford Marsalis, όπου δηλαδή δεν πάρθηκαν αυτούσια τα τραγούδια της Rainy, δεν καταφέρνει να την ζωντανέψει.
Tην ίδια στιγμή το κινηματογραφημένο θέατρο που ουσιαστικά είναι η ταινία έχει πολλά θέματα ρυθμού, καθώς ο χρόνος δεν μπορεί να κυλίσει το ίδιο οργανικά σε δύο ώρες και στην ψευδαίσθηση του απείρου που προσφέρει ο κινηματογράφος. Έτσι πολλές καταστάσεις μοιάζουν οριακά εκβιασμένες από το σενάριο, ενώ αρκετές στιγμές κορύφωσης, εκεί που ένας θεατρικός θεατής περιμένει διάλλειμα, δε βγάζουν νόημα στο μονότερμα του streaming. Ο κόσμος του Wolfe μοιάζει ολότελα ψεύτικος, σα χάρτινο σκηνικό, χωρίς την ορμή των πρωταγωνιστών του, που τελικά είναι και αυτοί που αναδεικνύουν τις θεματικές της ταινίας και την ανυψώνουν στο επίπεδο που είναι.
Πρώτος και κυριότερος ο εκλιπών Chadwick Boseman (Black Panther, Da 5 Bloods) o οποίος, πέρα από την τρομπέτα του, φυσά και ζωή σε ένα τεράστιο μέρος της ταινίας. Οργισμένος, τιτάνιος, μετακινείται από το ένα μέρος της σκηνής (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σα σίφουνας και παραδίδει αν όχι την κορυφαία, σίγουρα την πιο συναισθηματική στιγμή μιας καριέρας που κόπηκε πρόωρα και μας λείπει κάθε μέρα. Ο Boseman χτυπά και κάθε του λέξη βαραίνει με 200 χρόνια σκλαβιάς, ρατσισμού και εκμετάλλευσης. Κάθε του κίνηση και νότα ταυτόχρονα όμως ουρλιάζει και την ελπίδα πως τα πράγματα θα φτιάξουν. Πως οι πόρτες που τώρα του είναι κλειδωμένες θα ανοίξουν κάποτε, χωρίς να γνωρίζει τους τοίχους που κρύβει μπροστά του το μέλλον.
Από την άλλη η παραδοσιακά αξιόπιστη Viola Davis (How to Get Away with Murder, Suicide Squad) μετεωρίζεται εξαιρετικά μεταξύ της μαγνητικής τραγουδίστριας και της εύθραυστης δημιουργού η τραγωδία της οποίας είναι ότι ξέρει πως, όπως λέει και ο δικός μας Νικόλας Άσιμος «θέλει δε το θέλει, ό,τι τραγουδά, να το πουλά να ζήσει». Και ας είναι κομμάτι από την ψυχή της, η μαύρη παράδοση των σκλάβων που μέσα από αυτή έβγαζαν νόημα σε μια ζωή σκληρή, που τελικά, δεν άξιζε σε κανέναν. «We are the leftovers» λένε οι μουσικοί της Μa, απομεινάρια ανθρώπων που δεν τους αφήνουν να ζήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αστοχίες της, το Ma Rainey’s Black Bottom είναι μια γροθιά για όσους το βλέπουν και μπορούν να συγχωρήσουν τεχνικά λάθη και αστοχίες. Για πολλούς λόγους. Και τους περισσότερους από αυτούς, σωστούς.