Σε ένα απροσδιόριστο, δυστοπικό μέλλον, την εξουσία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αναλάβει το επονομαζόμενο Κίνημα Αγνότητας, και ο θρησκευτικός πουριτανισμός και μισογυνισμός έχει απλώσει τα δίχτυα του σε όλες τις νότιες πολιτείες της Αμερικής. Οι γυναίκες κάθε ηλικίας δεν επιτρέπεται να διαβάζουν, να εργάζονται, μα το κυριότερο, να προφέρουν πάνω από 100 λέξεις ανά ημέρα. Μια ειδική συσκευή, ένα μεταλλικό βραχιόλι στον καρπό τους, φροντίζει για την τήρηση του παραπάνω μέτρου, τιμωρώντας τις με ηλεκτροσόκ για κάθε λέξη πάνω από το επιτρεπόμενο όριο που εκστομίζουν. Η νευρογλωσσολόγος Τζιν ΜακΚλίλαν, σύζυγος και μητέρα τεσσάρων παιδιών, πάλαι ποτέ πολύκροτη επιστήμων, βρίσκεται πλέον περιορισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της και στην κρατικά επιβεβλημένη στέρηση της εργασίας της και της ομιλίας. Όταν όμως η αμερικανική κυβέρνηση θα χρειαστεί την επιστημονική της συνδρομή και έρευνα πάνω στη θεραπεία της εγκεφαλικής αφασίας, η Τζιν θα ξαναβρεθεί με έναν παλιό συνεργάτη και εραστή, θα μάθει περισσότερα για τις υπόγειες, επαναστατικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα, και ίσως μπορέσει να συμβάλει και η ίδια στον αγώνα για την απελευθέρωση.
Στη λογοτεχνική παραγωγή της post-Trump Αμερικής, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει το είδος της φεμινιστικής δυστοπίας: από τη Δύναμη της Naomi Alderman μέχρι το Έτος της Χάριτος της Kim Liggett και από τις Διαθήκες της Margaret Atwood μέχρι τον (πρόσφατο στην Ελλάδα) Μπλε Κλήρο της Sophie Mackintosh, οι σύγχρονες γυναικείες συγγραφικές φωνές έχουν ασχοληθεί επισταμένα με την κατασκευή ευφάνταστων πατριαρχικών δυστοπιών, βγαλμένων κατευθείαν από τις ζοφερότερες σελίδες της Ιστορίας της Θεραπαινίδας. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και το συγγραφικό ντεμπούτο της Christina Dalcher, roksa.ch Μη Μιλάς, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Floral Books.
Η Dalcher, γλωσσολόγος και η ίδια, εστιάζει στον τομέα της δικής της ειδικότητας και πλάθει μια δυστοπία όπου ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει κυριαρχήσει στην Αμερική και η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται κατά γράμμα, μια πατριαρχική κόλαση όπου στις γυναίκες απαγορεύεται – κυριολεκτικά – να μιλούν. Στο σύμπαν του βιβλίου της, οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στην ανάγνωση, στην ομιλία, στη μεταξύ τους διαπροσωπική επικοινωνία, στην εκπαίδευση και την εργασία, και βρίσκονται εγκλωβισμένες στα σπίτια τους, στους ρόλους τους ως μητέρες και σύζυγοι. Η ηρωίδα του βιβλίου, λειτούργημα της οποίας ήταν η γλώσσα και οι δυνατότητές της, βρίσκεται τώρα δέσμια ενός μεταλλικού περιβραχιόνιου, που την ανταμείβει με ένα ηλεκτροσόκ κάθε φορά που ξεπερνά το επιτρεπόμενο όριο λέξεων, αναγκασμένη να βλέπει καθημερινά την ίδια της την κόρη αμίλητη, φοβισμένη, φιμωμένη.
Η Τζιν έρχεται αντιμέτωπη με τις προσωπικές της τύψεις και ενοχές για την ολιγωρία του παρελθόντος της, για την αδιαφορία της απέναντι στην προϊούσα συντηρητικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας και εν τέλει του ίδιου του κυβερνητικού καθεστώτος. Στον αντίποδα, η παλιά της συμφοιτήτρια, Τζάκι, μαχητική φεμινίστρια και ακτιβίστρια, ακριβώς το είδος της γυναίκας που ακόμα και τώρα η κοινωνία αντιμετωπίζει ως «υστερική φεμιναζί». Η Dalcher χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα αυτόν για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για αυτήν τη ρητορική, βαθιά μισογύνικη, και γι’ αυτό τόσο επικίνδυνη.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο από τις γυναίκες του βιβλίου βρίσκονται οι άντρες, από τους εκπροσώπους του καθεστώτος, κυβερνητικούς αξιωματούχους και ιερωμένους, τους εξουσιαστές υπεύθυνους για τη λήψη των φασιστικών αποφάσεων και την εφαρμογή τους, μέχρι την ίδια την οικογένεια της Τζιν, τον κομφορμιστή σύζυγό της που εργάζεται για την κυβέρνηση, αλλά και τον έφηβο γιό της, φερέφωνο πλέον του πουριτανικού, θρησκευτικού αφηγήματος. Μόνη εξαίρεση, ο Ιταλός εραστής της, Λορέντζο, σε μια απεικόνιση των ανδρικών χαρακτήρων, όμως, πλήρως σχηματική. Την Dalcher απασχολεί επίσης και η ευθύνη των γυναικών εντός του πατριαρχικού οικοδομήματος: γράφει για τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό, για τις γυναίκες που βλέπουν ανταγωνιστικά η μία την άλλη, αφομοιωμένες από τους έμφυλους ρόλους τους ως πιστές σύζυγοι και μητέρες, έχοντας πειστεί πλήρως από το αφήγημα της πατριαρχίας για τη γυναικεία ευτυχία αποκλειστικά στο πλάι ενός άντρα και συζύγου.
Φυσικά, η δυστοπία της Dalcher είναι άκρως επείγουσα και επίκαιρη: σε μια Αμερική, αλλά και στην πατριαρχική κοινωνία εν γένει, όπου τα δικαιώματα των γυναικών στη σωματική τους αυτοδιάθεση και στην ελευθερία της έκφρασης βαίνουν διαρκώς μειούμενα, ο αλληγορικός λεκτικός περιορισμός λειτουργεί συμβολικά για πάσης φύσεως και υφής καταπιέσεις της γυναικείας φωνής, τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και στον ιδιωτικό βίο. Στη δυστοπία της Dalcher, οι γυναίκες μένουν κυριολεκτικά βουβές, άφωνες, ανίκανες να υψώσουν τη φωνή και το ανάστημά τους απέναντι σε ένα συντηρητικό, μισογύνικο καθεστώς, όμως και στην πατριαρχία οι γυναίκες φιμώνονται, λογοκρίνονται, υποεκπροσωπούνται, οι γνώμες τους δεν γίνονται σεβαστές, τα δικαιώματά τους παραμένουν μη ορατά, μια πραγματικότητα την οποία κάθε θηλυκότητα βιώνει καθημερινά.
Οι προθέσεις της Dalcher είναι, όπως καθίσταται εμφανές, ευγενείς, το μήνυμα που επιδιώκει να περάσει ηχηρό, όμως η εκτέλεση απέχει μακράν από το να μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη. Με γλώσσα απλοϊκή, ουδόλως λογοτεχνική, υποτυπώδη ανάπτυξη χαρακτήρων και εξέλιξη πλοκής τόσο βεβιασμένη που συχνά καταλήγει από δυσνόητη έως αστεία, η συγγραφέας φαίνεται να παρασύρεται από το εμπορικό ρεύμα της mainstream φεμινιστικής λογοτεχνίας και αποτυγχάνει να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από απλά μια ακόμα κόπια της «Ιστορίας της Θεραπαινίδας».
Σε κάθε περίπτωση, είναι (και πολιτικά) καίριο να γράφονται, να εκδίδονται και να διαβάζονται τέτοια βιβλία, όμως αναμφισβήτητα η πένα της Dalcher χρειάζεται αρκετή δουλειά ακόμα για να ξεφύγει από το επίπεδο σεναρίου ταινίας περιπέτειας. Εντούτοις, η λογοτεχνική ιδεά ενός μεταλλικού περιβραχιόνιου που τιμωρεί περισσευούμενες λέξεις με σωματικό πόνο, είναι σίγουρα μία που θα κάνουμε καιρό να ξεχάσουμε.