Ο Clive Barker έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής που είτε σου αρέσει είτε όχι. Δεν υπάρχει μέση οδός. Κι αυτό μάλλον το επιδιώκει κι ο ίδιος με τον τρόπο που προσεγγίζει τον τρόμο και τις σκληρές εικόνες που αφηγείται. Όποιος έχει διαβάσει τα Βιβλία του Αίματος αντιλαμβάνεται τι εννοώ. Οι ιστορίες του Clive Barker δεν είναι απλά τρόμου, ούτε είναι απλά splatter. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να νιώσει τον τρόμο ο αναγνώστης, να βυθιστεί σε εικόνες αποτρόπαιες και να βρεθεί εγκλωβισμένος σε καταστάσεις που θα τον έχουν παγιδεύσει στη φρίκη τους ακόμα κι όταν κλείσει το βιβλίο. O Barker δημιουργεί ιστορίες που στο πίσω μέρος του μυαλού σου μένουν για μέρες, ίσως να τις βλέπεις και στον ύπνο σου. Κι όχι γιατί δεν έχεις ξαναδεί αυτά που περιγράφει (δύσκολο να κατορθώσει τέτοια πρωτοτυπία κάποιος εν έτει 2020) αλλά γιατί πίσω απ’ τον φρικτό τρόμο κρύβονται πολύ πραγματικά ανθρώπινες καταστάσεις (ακόμα κι αν δεν είναι προφανές αυτό στην πρώτη ανάγνωση).
Αυτό είναι το δυνατό σημείο και της Μήτρας της Βίας, της νουβέλας του Barker που μετέφρασαν οι εκδόσεις Οξύ και ο Βασίλης Μπαμπούρης (ο οποίος έχει μεταφράσει επίσης τον -διαφορετικού ύφους- Κλέφτη του Πάντοτε που είναι ίσως το αγαπημένο μου του Barker). Στις 100 σελίδες της Μήτρας της Βίας περιλαμβάνονται δύο σύντομες ιστορίες, οι οποίες έχουν έναν κοινό στόχο: την αναζήτηση της μήτρας, της βαθύτερης αιτίας της βίας.
Οι δύο ιστορίες του τόμου είναι αρκετά όμοιες. Είναι δύο ιστορίες εκδίκησης αντρών που οι γυναίκες τους δολοφονούνται βάναυσα κι εκείνοι ζητούν την εκδίκηση. Δεν πρόκειται απλώς για μια επιθυμία να εκδικηθούν. Είναι κάτι βαθύτερο. Η εκδίκηση μετατρέπεται στο μοναδικό πλέον σκοπό της ζωής τους. Οι πρωταγωνιστές νιώθουν ότι θα χαθούν κι αυτοί μαζί με το θύμα τους, ότι έτσι θα εκπληρώσουν την αποστολή τους. Μέσα απ’ την καταβύθιση στην ψυχοσύνθεσή τους ο Barker μελετά τους λόγους που οδηγούν τους ανθρώπους στην αποτρόπαια βία που αφηγείται. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να δώσει νόημα στις φρικιαστικές splatter αφηγήσεις του αλλά και να μας προσφέρει κάτι βαθύτερο από έναν στείρο εντυπωσιασμό. Ο Barker φτάνει τη βία στα ακραία όριά της, όμως αντιθέτως με αυτήν, οι ανθρώπινες συμπεριφορές που την προκαλούν μας είναι γνώριμες. Η απώλεια, η παιδική κακοποίηση, η ζήλια, η ενδοοικογενειακή βία αποτελούν κάποιες απ’ τις αιτίες της αλλοπρόσαλλης βίας που θα μας διηγηθεί.
Ο Barker συνδυάζει τον ωμό ρεαλισμό με τη μεταφυσική φαντασία, όμως δεν χάνει τον προσανατολισμό του προς το πραγματικό. Ο τρόμος της ιστορίας προκύπτει απ’ το ρεαλισμό της. Η βία μένει στα όρια του πραγματικού, ακόμα κι αν είναι τόσο φρικιαστική. Εξάλλου επιδίωξη του συγγραφέα δεν είναι η λαγνεία του τρόμου, αλλά η αναζήτηση της μήτρας της βίας, η ανακάλυψη των ψυχολογικών και κοινωνικών αιτιών που οδηγεί τους ανθρώπους να κάνουν φρικιαστικά εγκλήματα. Δεν δικαιολογεί τους πρωταγωνιστές του. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Ούτε μας καθοδηγεί να τους συμπαθήσουμε. Διηγείται απλώς τις ιστορίες τους. Και μέσα από αυτές προσπαθεί να στοιχειώσει τα όνειρά μας.
Κεντρικός τόπος στις δύο ιστορίες είναι ένα ποτάμι. Τα άγρια νερά του θα αγκαλιάσουν σκληρές σκηνές βίας και αποτρόπαια εγκλήματα. Ακόμα κι ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει να αφεθεί στα νερά του και να τον οδηγήσουν -αυτόν και την ιστορία του- όπου εκείνα αποφασίσουν. Αυτό εξομολογείται όταν απευθύνεται προς τους αναγνώστες του:
«Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να παραδοθώ σ’ αυτό και να το αφήσω να με παρασύρει όπου θέλει. Ίσως να πνιγώ. Ίσως τα νερά να με βγάλουν πάλι στην όχθη. Ίσως να βρω τον έρωτα μέσα στα φουσκωμένα νερά του. Ίσως από την ορμή των νερών να δω τον κόσμο όπως τον βλέπουν μόνο οι άγιοι »
Τελικά φαίνεται ότι ο Barker βουτάει στο ποτάμι και αφήνει στα άγρια νερά του την τύχη της νουβέλας του. Εξ’ ου και προκύπτουν δύο άγριες ιστορίες, όπου τα γεγονότα εναλλάσσονται με ταχύτητα και οδηγούν στη βία, το θάνατο και τον τρόμο. Πρόκειται για ένα ταξίδι βίαιο και τρομακτικό. Δεν υπάρχουν ούτε ζώνες ασφαλείας, ούτε έξοδοι διαφυγής. Αν αποφασίσεις να μπεις θα πρέπει να έχεις γερό στομάχι. Και όπου σε βγάλει.