Ο εφηβικός τρόμος είναι ένα αρκετά ανεξερεύνητο είδος. Είδαμε Riverdale, απογοητευόμαστε οικτρά με κάθε επεισόδιο. Είδαμε Chilling Adventures of Sabrina, εκτιμήσαμε την προσπάθεια, αλλά μετά το τέλος της σειράς, χρειαζόμαστε κάτι να γεμίσει το κενό. Καθώς είναι καλοκαίρι, αποφασίσαμε πως θέλουμε να δοκιμάσουμε το είδος στην λογοτεχνική του μορφή, για εύκολη μεταφορά στην παραλία, στην αιώρα του camping και κάτω από το air-condition. Το εικονογραφημένο μυθιστόρημα των Αλέξανδρου Ίτσιου και Μιχάλη Δαγκλή «Μυστήριο στο Άλυκο Λυκόφως» από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο είναι η παραπάνω από ιδανική λύση στα προβλήματά μας.
Ο δεκαεπτάχρονος Λάιος Λύρα, εξόριστος στο πελοποννησιακό χωριό Άλυκο, ζει ανιαρή βουκολική ζωή με τη θεία του, ώσπου μια μέρα, όλα ανατρέπονται όταν βρίσκει στην αυλή του σπιτιού του εννέα τελετουργικά εκτελεσμένα σκυλιά. Οι τοπικές αρχές παραγράφουν το συμβάν ως αμελητέα φάρσα, όμως ο Λάιος διαισθάνεται πως κάτι βαθύτερο κρύβεται πίσω από την αποτρόπαια πράξη, αναλαμβάνει ο ίδιος να διαλευκάνει το μυστήριο, επιστρατεύοντας, άθελά του στην αποστολή δύο συνομήλικούς του κοινωνικούς παρίες, την αντισυμβατική Κλειοδώρα και τον Μιχάλη, ο οποίος διαιωνίζει τη φήμη ότι η αδερφή του απήχθη πριν χρόνια από καλικάντζαρους.
Η αφηγηματική μαεστρία των Αλέξανδρου Ίτσιου και Μιχάλη Δαγκλή έγκειται στην δημιουργία ρεαλιστικών χαρακτήρων με διακριτές προσωπικότητες, κίνητρα και φωνή. Και οι τρεις νέοι δρουν και σκέφτονται σύμφωνα με την ηλικία τους, πράγμα σπάνιο στο χώρο της νεανικής λογοτεχνίας. Ο Λάιος, ένα παιδί με ψυχικά τραύματα από το δυσμενές οικογενειακό του περιβάλλον, αποκτά προβλήματα επικοινωνίας και προσφεύγει στο γνώριμο προκειμένου να αλληλοεπιδράσει με τους γύρω του, δημιουργώντας character sheet για κάθε καινούριο άτομο που γνωρίζει. Στο τέλος της περιπέτειας, αρχίζει να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και είναι πρόθυμος να ανοιχτεί σε νέο κόσμο, παρά την όποια περιφρόνηση έχει δεχτεί. Η Κλειοδώρα, όντας ετοιμόλογη και δυναμική, δεν συμβαδίζει με τα κοινωνικά πρότυπα που απαιτεί το Άλυκο από αυτήν και κατηγοριοποιείται ως «περίεργη», χωρίς εντούτοις να αμελείται η καλοπροαίρετη φύση της. Τέλος, ο Μιχάλης, εξαναγκασμένος σε μοναχική ζωή, εκστασιάζεται όταν γνωρίζει δύο συνομήλικους του που τον αποδέχονται και είναι έτοιμος να ορμήσει στη δράση. Από την άλλη στο πρόσωπο της θείας Βιολάντας, συναντάμε ένα οικείο αρχέτυπο: παντογνώστρια για τους πάντες και τα πάντα στο χωριό και παρά το γεγονός ότι προσκολλάται σε παραδοσιακές αντιλήψεις, έχει αγνές προθέσεις.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να γίνει αναφορά σε δύο δυναμικούς παράγοντες της ιστορίας, που λειτουργούν ως δεύτεροι χαρακτήρες: το γραφικό Άλυκο και η τοποθέτηση της πλοκής στα τέλη της δεκαετίας του 90. Το χωριό, ένα αρχέτυπο της ελληνικής επαρχίας, βγάζει μονίμως την αίσθηση του ζοφερού και του μουχλιασμένου, με περιγραφές που προκαλούν ρίγη. Επιπρόσθετα, οι κάτοικοι του χωριού, αν και σ’ αυτούς γίνεται μόνο μια βραχεία αναφορά, προσθέτουν ρεαλισμό στην ιστορία και μεταφέρουν τον αναγνώστη στην εποχή. Από αναφορές σε pop culture της εποχής (Λάμψη, vintage παιχνιδοκονσόλες), σε οπισθοδρομικές νοοτροπίες που κάνουν την εμφάνισή τους μέχρι και σήμερα (κοινωνικός ρατσισμός ενάντια σε Ρομά και άτομα με ψυχικές ασθένειες), οι δημιουργοί σατιρίζουν και αποδίδουν φόρο τιμής στην δεκαετία που άφησε το σημάδι της στην χώρα με ένα μοναδικό τρόπο και έμμεσα αποδίδουν ειδική μνεία σε κλασσικό εφηβικό τρόμο (The Craft, Ξέρω τι έκανες πέρσι το καλοκαίρι, Scream).
Το «Μυστήριο Στο Άλυκο Λυκόφως» χρησιμοποιεί τα γνωστά μοτίβα. Οι συγγραφείς πατούν σε κάτι γνώριμο με σκοπό να δημιουργήσουν μια πολυεπίπεδη αφήγηση. Ο αναγνώστης περιμένει ένα τρίο αντισυμβατικών παραγκωνισμένων ηρώων, που εν τέλει σώζουν τον κόσμο από μια μυστηριώδη καταστροφή χωρίς να αντιληφθεί κανείς τον άθλο τους. Αντίστοιχα, η σκηνή στην βιβλιοθήκη, όπου οι πρωταγωνιστές μας ξετυλίγουν τον μύθο πίσω από τον άγνωστο έως τότε εχθρό είναι must και οι δημιουργοί εκμεταλλεύονται το περιβάλλον προκειμένου να εξελίξουν οργανικά τη δυναμική αλληλεπίδραση των χαρακτήρων τους και να προσδώσουν μια νότα χιούμορ στην φαινομενική σοβαροφάνεια της ιστορίας.
Αδιαμφησβήτητα, ένα μεγάλο ατού του βιβλίου είναι η εικονογράφηση. Το σκίτσο, δια χειρός Orubito και Nadir Mezghiche, με εμφανείς επιρροές από manga, υποστηρίζει την ιστορία, προσθέτοντας της βάθος. Στις σκηνές suspense, οι δημιουργοί επιλέγουν να αποτυπώσουν τα γεγονότα, σε μίνιμαλ ασπρόμαυρο, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις σκιάσεις υπεύθυνες στην αποτύπωση του τρόμου και της αγωνίας. Αντίθετα, σε κομβικά σημεία της πλοκής, όπως η αντιμετώπιση του εχθρού ή η αμήχανη πρώτη συνάντηση του έφηβου πρωταγωνιστή με την Κλειοδώρα, η οποία, δευτερευόντως εκτελεί χρέη love interest, το χρώμα αποκτά κυρίαρχο ρόλο.
Εν κατακλείδι, το «Μυστήριο στο Άλυκο Λυκόφως», αποτελεί μια εξαιρετική προσθήκη στην ελληνική σκηνή horror λογοτεχνίας. Η ιστορία κάνει τον αναγνώστη να ανατριχιάσει, να γελάσει και να στηρίξει τους ήρωες στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τερατόμορφους τρόμους, όπως καλικάντζαρους και την τάση των κλειστών κοινοτήτων να εξοστρακίζουν οποιονδήποτε θεωρούν μη κοινωνικά αποδεκτό. Ας είμαστε ειλικρινείς: σε μια χώρα όπου η παραγωγή της σύγχρονης εφηβικής λογοτεχνίας είναι ελλιπής και το είδος υποτιμάται, το σύντομο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Ίτσιου και του Μιχάλη Δαγκλή αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και μας κάνει να περιμένουμε περισσότερα από εκδοτικούς και συγγραφείς. Χωρίς καμία αμφιβολία, είμαστε έτοιμοι για τη συνέχεια της ιστορίας.