«Άπαντες οι μυημένοι γνωρίζουν ότι αληθινοί μάγοι, οι κλειδοκράτορες του αόρατου κόσμου, είναι μόνο όσοι γεννήθηκαν νεκροί. Μονάχα εκείνοι που γεννήθηκαν νεκροί, αλλά τελικά κατάφεραν να ζήσουν, κατέχουν τη δύναμη να επικοινωνούν με τα πλάσματα που ζουν στο υπερπέραν…»
Το βιβλίο του Αντώνη Αντωνιάδη “Νεκρονομικόν, το χειρόγραφο των νεκρών” κυκλοφορεί ήδη από το 2015 και τις εκδόσεις Hippocampus Press. Στα δικά μου χέρια πήρε ζωή μέσα από την πρόσφατη (2018) δημοσίευσή του στις εκδόσεις Οξύ και την επιμέλεια του Δρόσου Μιραμπίλη. Το συγγραφέα του βιβλίου τον γνώριζα ήδη, όχι δυστυχώς από προηγούμενα συγγραφικά πονήματά του, αλλά από τη συνεργασία του με περιοδικά όπως το “Άβατον” και η “Μυστική Ελλάδα”. Έτσι, δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση που το συγγραφικό αποτέλεσμα μπορεί να ικανοποιήσει τόσο το λάτρη του horror -fantasy, όσο και αυτόν που αγαπά τα ιστοριογραφήματα και τη φιλοσοφία. Ο πρώτος θα εκτιμήσει το περιεχόμενο του βιβλίου και την πηγή έμπνευσής του, που δεν είναι άλλη από την μυθολογία Κθούλου και ο δεύτερος το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ιστορία εξελίσσεται, δηλαδή τη βυζαντινή περίοδο, αλλά και την ερμηνευτική προσπάθεια του συγγραφέα.
Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας παίρνει ως αφετηρία του τον πιο σημαίνοντα μηχανισμό πλοκής στη λογοτεχνίας του Lovecraft, δηλαδή το βιβλίο του Αμπντούλ Αλχαζρέντ, του παράφρονα Άραβα που κινούταν ανάμεσα στις Ονειροχώρες, τις διαστάσεις και τον κόσμο των νεκρών. Έτσι, επιδιώκει να φωτίσει την ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία το Αλ Αζίφ ανακαλύφθηκε και μεταφράστηκε σε “Νεκρονομικόν” από τον Έλληνα Θεόδωρο Φιλήτα. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι επιδιώκεται μια ερμηνευτική προσέγγιση της λαβκραφτικής μυθολογίας, η οποία εμπλουτίζεται και συμπληρώνεται από τη φιλοσοφία των Πυθαγόρειων, το μυστικισμό των Νεοπλατωνικών και κάποιες από τις βασικές αρχές της Χαοτικής Μαγείας, εστιάζοντας όχι μόνο σε όσα γνωρίζουμε ως αληθινά, αλλά και σε όσα υποψιαζόμαστε πως είναι. Με αυτό το τρόπο, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει μια γέφυρα με τον κόσμο της τρέλας, του τυχαίου και των άπειρων πιθανοτήτων που περικλείει το σύμπαν. Η προσέγγιση αυτή, πέραν του ενδιαφέροντος που προκαλεί, ταιριάζει και με το ηθικό και φιλοσοφικό σύστημα του Lovecraft, ο οποίος υποστήριζε την ανωτερότητα του 20ου αιώνα, ως τον “αιώνα της επιστήμης”. Επιπλέον, το πλέγμα αυτό των φιλοσοφικών και μαγικών συστημάτων, ντύνει το μυθιστόρημα του Α. Αντωνιάδη με μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα τρόμου, σαν αυτή που βιώνει κανείς ξυπνώντας από έναν εφιάλτη. Έτσι, βλέπουμε να αναπαράγεται με πρωτοφανή πρωτοτυπία, το μοτίβο της ενόρασης στο υποσυνείδητο και στο χώρο του συμβολικού, όπως αποτυπώνεται μέσα από το λαβκραφτικό δόγμα “Εγώ είμαι Εκείνο και Εκείνο είναι εγώ”. Τέλος, ο συγγραφέας φαίνεται να διατηρεί, σε διάφορα σημεία του βιβλίου, το ύφος του Lovecraft, μέσα από τη χρήση δυσνόητων και βαρύγδουπων εκφράσεων όπως “αλλόκοτος”, “φολιδωτός” κλπ, αποδίδοντας φόρο τιμής στο λογοτεχνικό τεχνίτη του τρόμου.
Επιπλέον, το έργο “Νεκρονομικόν, το χειρόγραφο των νεκρών” ανάγεται σε ένα αξιόλογο ανάγνωσμα και για άλλους λόγους, που δεν έλκουν την καταγωγή τους στο μεγάλο μύστη της μυθολογίας του Κθούλου, αλλά στις ίδιες τις ικανότητες του συγγραφέα. Συγκεκριμένα, ο Α. Αντωνιάδης, χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά σχήματα όπως η εγκιβωτισμένη αφήγηση και το σχήμα του κύκλου, καταφέρνει να δώσει ροή στη δράση, να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τελικά να κερδίσει διάφορες μάχες, όπως είναι αυτή της “βαρεμάρας” του αναγνώστη, αλλά και της υποσυνείδητης σύγκρισης του βιβλίου με το έργο του Lovecraft. Πράγματι, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, είναι τρανή απόδειξη όχι μόνο της διαχρονικότητας του τρόμου που γέννησε ο Lovecraft, αλλά και της αρχής ότι η τέχνη δε γνωρίζει παρθενογένεση, αφού ο αναγνώστης καταλήγει σε πολλά σημεία να ξεχνά την πατρότητα του Νεκρονομικού. Επιπλέον, ο συγγραφέας φαίνεται να είναι και καλός γνώστης της φιλοσοφίας και της ιστορίας. Καταρχάς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο βιβλίο παρουσιάζονται, χωρίς να κουράζουν, αρχές διάφορων φιλοσοφικών σχολών και χώρων του “μεταφυσικού”, όπως είναι η θεοσοφία και ο εσωτερισμός εν γένει, παραπέμποντας στο γνωστό δόγμα της Blavatsky: “Δεν υπάρχει υψηλότερη θρησκεία από την Αλήθεια”. Κατά δεύτερον, η βυζαντινή περίοδος, μέσα στην οποία εξελίσσεται η ιστορία χρωματίζεται από τον συγγραφέα με σαφήνεια και πειστικότητα, ενώ παράλληλα δεν παραλείπονται οι λαογραφικές και ανθρωπολογικές αναφορές, μέσα από τις οποίες γίνονται κατανοητές οι σχέσεις μεταξύ της εξουσίας, αλλά και των επί μέρους εθνοτήτων που συνέθεταν το μωσαϊκό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πολύ περισσότερο, η αφήγηση είναι τέτοια που πολλές φορές ο αναγνώστης ενδέχεται να μπερδέψει την ιστορία με το μύθο, με αποτέλεσμα το βιβλίο να αποκτά χαρακτήρα ιστοριογραφήματος. Στο σημείο αυτό δε μπορεί παρά να γελάσει κανείς με τη πανούργα τάση του Νεκρονομικού να μπερδεύεται με την ιστορία των ανθρώπων, κάνοντας τους να πιστεύουν ότι αυτό είναι αληθινό και όχι ένα απλό λογοτεχνικό κατασκεύασμα.
Όλα τα παραπάνω κάνουν το βιβλίο του Α. Αντωνιάδη έναν πραγματικό θησαυρό, που ο κάθε λάτρης του φανταστικού θα αγαπήσει και δεν πρέπει να χάσει από τη βιβλιοθήκη του. Ωστόσο, η δύναμη του βιβλίου δεν έγκειται ούτε σε μια απλή συγγραφική πρόζα, ούτε στη μεταφυσική επίδραση που απηχεί ακόμα πάνω μας το λαβκραφτικό έργο, αλλά στο μοναδικό πάντρεμα των διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων και των αντίρροπων δυνάμεων, μέσα από το οποίο επιτυγχάνεται η ανάδυση ενός καινούριου δυναμικού τριπτύχου με καίρια στοιχεία τη φαντασία, το τυχαίο και το άπειρο!