Πολύ πριν το HBO διασκευάσει το Game of Thrones, μια ακόμα δημιουργία του Martin είχε διασκευασθεί, εκείνη τη φορά ως ταινία. Το όνομα της ήταν Nightflyers, όπως δηλαδή και η νουβέλα στην οποία βασίστηκε, αλλά ο χαμηλός προϋπολογισμός ανάγκασε να κοπούν διάφορες υποπλοκές απ’ το σενάριο, το οποίο είχε γράψει και ο Martin. Παρ’ ότι η ταινία δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, για τον συγγραφέα έχει κερδίσει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η ταινία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των επόμενων έργων του. Τώρα, μετά από αρκετά χρόνια και με αισθητά αυξημένο προϋπολογισμό το Nightflyers επέστρεψε με τη μορφή τηλεοπτικής σειράς, ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία.
Τοποθετημένη χρονικά στο κοντινό μέλλον, όπου η ζωή στη Γη αγγίζει τα όρια της καταστροφής, η σειρά επικεντρώνεται στο πλήρωμα του Nightflyers, το οποίο έχει ως αποστολή να εντοπίσει ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο με την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσει να σώσουν την ανθρωπότητα. Επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας είναι ο Karl D’ Branin (Eoin Macken – Resident Evil, To τελευταίο κεφάλαιο), ο οποίος άφησε τη γυναίκα του μόνη της στη Γη, εν μέσω μιας προσωπικής τραγωδίας, η οποία θα τον στοιχειώνει σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το άγνωστο. Μαζί του στο πλήρωμα βρίσκεται και η Dr. Agatha Matheson (Gretchen Mol – Το δέκατο τρίτο πάτωμα, Manchester), η οποία αποτελεί κάτι σαν ψυχολόγο του Thale (Sam Strike – Leatherface), ο οποίος ως L1 (άτομα με τηλεπαθητικές δυνάμεις) υποτίθεται ότι θα βοηθήσει το πλήρωμα να επικοινωνήσει με τους εξωγήινους. Την υπόλοιπη ομάδα συμπληρώνουν -μεταξυ άλλων- η Mel (Jodie Turner-Smith – Neon Demon ), η Lommie (Maya Eshet – Το the Bone), η οποία μπορεί να συνδέεται μέσω του σώματος της με την τεχνολογία του διαστημόπλοιου, ο βιολόγος Rowan (Angus Sampson – Mad Max: Ο δρόμος της οργής, Fargo) και ο μυστηριώδης καπετάνιος Eris (David Ajala- Dark Knight).
Η αφήγηση της σειράς βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε flashbacks, τα οποία όμως αξιοποιούνται με έξυπνο τρόπο, αφού σε αυτά βασίζονται μεγάλο μέρος των ψευδαισθήσεων που έχουν αρκετά μέλη του πληρώματος. Η προφανής εξήγηση είναι ότι γι’ αυτά τα βασανιστικά οράματα υπεύθυνος είναι ο Thale, αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύεται αρκετά πιο περίπλοκη. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν λύσουν αυτό το μυστήριο, τα προβλήματα για το πλήρωμα θα συνεχιστούν κανονικότατα, αφού όσο περισσότερο πλησιάζουν στο εξωγήινο διαστημόπλοιο, τόσο περισσότερο αλλάζει η συμπεριφορά των ατόμων.
Αυτή η αλλαγή είναι εμφανέστερη στον Rowan, για τον οποίον μαθαίνουμε ήδη απ’ τα πρώτα λεπτά της σειράς ο, τι θα χάσει τα λογικά του, αφού το επεισόδιο ξεκινάει με ένα flashforward. Παρ’ όλα αυτά, το σενάριο δε χτίζει με υπομονή τον χαρακτήρα του, οπότε το ξέσπασμα του μοιάζει επιβεβλημένο απ’ την ανάγκη βίας που θα ικανοποιήσει τις σαδιστικές ορέξεις των θεατών (ή του Martin), αλλά και από την ανάγκη της σειράς να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που να θυμίζει τον Jack Nicholson στη Λάμψη του Kubrick (με τη σειρά να κλείνει διαρκώς το μάτι στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη). Αυτό είναι ένα απ’ τα βασικά προβλήματα με τα οποία παλεύει η σειρά σ’ όλη τη σεζόν, αλλά δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό. Παρ’ ότι ο κλειστοφοβικός χώρος του διαστημοπλοίου και η ιδιαίτερη φύση της αποστολής στρώνουν το έδαφος για ουσιαστική εμβάθυνση χαρακτήρων, το σενάριο δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. Έτσι, με εξαίρεση ελάχιστων περιπτώσεων, όπως ο Karl, οι υπόλοιποι μένουν δισδιάστατοι, περιμένοντας τη στιγμή που θα μετατραπούν σε θύματα ή θύτες ξεσπασμάτων βίας. Έτσι, ερμηνευτικά ευνοείται πολύ περισσότερο ο Eoin Macken, το τραγικό παρελθόν του οποίου θα μας απασχολήσει αρκετά, ενώ οι υπόλοιποι κάνουν τίμιες προσπάθειες να σώσουν ο,τι μπορούν από το ελλιπές υλικό που τους δόθηκε. Μεγαλύτερο θύμα της απουσίας πολυεπίπεδων χαρακτήρων πέφτει η Mel, ένας ρόλος που δεν έχει κάποιο σημαντικό λόγο ύπαρξης, παρά μόνο να μας εξηγήσει -μέσω exposition φυσικά!- την ψυχολογική κατάσταση του πληρώματος μετά από το χρονικό άλμα οχτώ μηνών που κάνει η σειρά λίγο πριν το φινάλε.
Εξίσου προβληματική είναι και η γενικότερη πλοκή. Εκτός του ότι δεν μας δίνονται ποτέ ουσιαστικές πληροφορίες για την κατάσταση στη Γη ή για τους λόγους που χαρακτήρες βασίζονται στους εξωγήινους ή αντίθετα δεν τους εμπιστεύονται, το σενάριο δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να βάλει τους πρωταγωνιστές αντιμέτωπους με ενδιαφέροντα εμπόδια, οπότε από ένα σημείο και μετά δημιουργείται μια αίσθηση déjà vu.
Ακόμα κι αν θελήσει κανείς να κάνει τα στραβά μάτια στις σεναριακές ελλείψεις και να ψάξει παρηγοριά στις ευφάνταστες τεχνολογικές ιδέες που οφείλει να έχει κάθε δημιουργία του είδους, πάλι θα απογοητευτεί. Ίσως κάποιες από αυτές τις ιδέες να φαινόντουσαν πιο πρωτοποριακές την εποχή που γράφτηκε η ιστορία, αλλά πλέον έχουμε δει ιστορίες όπου κάποιος μπορεί να διαγράφει τη μνήμη του ή να συνδέεται με τον ψηφιακό κόσμο (αν και τα χέρια της Lommie που είχαν ενσωματωμένα usb είχαν ενδιαφέρον σαν σύλληψη).
Συνοπτικά, το Nightflyers είναι μια σειρά που διατυμπανίζει τις αναφορές της, αλλά δεν κάνει τίποτα για να πάει παλιές ιδέες ένα βήμα παραπέρα, ενώ το μονότονο σενάριο και οι αδύναμοι χαρακτήρες δεν βοηθάνε και πολύ ώστε να κρατηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον των θεατών. Ο προϋπολογισμός της σειράς είναι εμφανώς αυξημένος σε σχέση εκείνον της ταινίας, αλλά ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη και έτσι το αποτέλεσμα απέχει έτη φωτός απ’ το να χαρακτηριστεί ως ενδιαφέρουσα ιστορία επιστημονικής φαντασίας.