Έντεκα χρόνια έχουν περάσει απ’ την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Hellboy και μπορεί η ολοκλήρωση της τριλογίας του Del Toro να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά ο ιδιαίτερος και αγαπητός χαρακτήρας επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες με το φετινό reboot που ανέλαβε ο Neil Marshall. Με εμπειρία στο είδος του τρόμου (Descent) και καλλιτεχνική αναγνώριση για τη δουλειά του στο Game of Thrones (Blackwater, The Watchers on the Wall), ο Neil έμοιαζε να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να αναλάβει την βίαιη επιστροφή του χαρακτήρα που ιδανικά θα τον βοήθαγε να κερδίσει ένα αξιόλογο μερίδιο στην κερδοφόρα υπερηρωική πίτα του εμπορικού κινηματογράφου. Δυστυχώς, το τελικό αποτέλεσμα προσπαθεί να στηριχτεί στην απεριόριστη βία, ξεχνώντας να καλύψει βασικές κινηματογραφικές ανάγκες.
Η ταινία ξεκινάει με την αφήγηση του παρελθόντος της βασικής ανταγωνίστριας της ταινίας, η οποία αργότερα θα μαζέψει τα κομμάτια της (κυριολεκτικά), ώστε να καταστρέψει τον κόσμο. Δυστυχώς, η γεμάτη επεξηγήσεις εισαγωγή αποτελεί το μοτίβο πάνω στο οποίο χτίζεται η επεισοδιακή αφήγηση της ταινίας. Σκηνές όπου χαρακτήρες αραδιάζουν πληροφορίες, δίνουν τη θέση τους σε μικρά μουσικά διαλείμματα, μόνο και μόνο για να οδηγηθούμε ξανά σε παρόμοιες επεξηγηματικές σκηνές ή για να πάρουμε τις απαραίτητες δόσεις δράσης και αίματος. Μέχρι να φτάσουμε στην τελική -μάλλον αδιάφορη- κλιμάκωση, ο πρωταγωνιστής μας θα έρθει αντιμέτωπος με διάφορα τέρατα, τα οποία γρήγορα θα ξεχαστούν, αφού μοναδικός τους στόχος είναι να καλύψουν κινηματογραφικό χρόνο, ενώ υπήρχαν υποπλοκές που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια ξεχωριστή ταινία, αλλά ξεπετάχτηκαν μέσα σε μερικές σκηνές. Κάπου εκεί ανάμεσα στις επαναλαμβανόμενες σκηνές, η ταινία κάνει μια δειλή προσπάθεια να χτίσει τη σχέση του Hellboy με τον πατέρα του, αλλά γρήγορα ξεχνιέται και συνεχίζει προς την ολοκλήρωση της αδιάφορης πλοκής της.
Τα προβλήματα της ταινίας όμως δεν περιορίζονται μονάχα στο σενάριο. Η σκηνοθεσία του Neil Marshall μοιάζει ανήμπορη να ισορροπήσει ανάμεσα στον τρόμο και στο χιούμορ, με την πρώτη “κωμική” ατάκα του Hellboy να επιβεβαιώνει το άσχημο προαίσθημα που είχε δημιουργηθεί ήδη απ’ το τρέιλερ! Ακόμα και στον τομέα του τρόμου όμως, η κατάσταση δεν εξελίσσεται καλύτερα, αφού τα τέρατα μπορεί να είναι εντυπωσιακά και ανατριχιαστικά, αλλά ούτε μία στιγμή η σκηνοθεσία δεν καταφέρνει να δημιουργήσει την απαραίτητη ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό συμβάλλουν και οι κάκιστες μουσικές επιλογές, οι οποίες είναι απολύτως αταίριαστες με τα όσα διαδραματίζονται επί οθόνης. Κάποιες μεμονωμένες σκηνές δράσης μας υπενθυμίζουν τις κορυφές που μπορεί να πιάσει ο σκηνοθέτης, αλλά η περισσότερη δράση παρουσιάζεται με γρήγορο μοντάζ και κάμερα στο χέρι, δηλαδή τον αποτελεσματικότερο συνδυασμό, ώστε οι θεατές να μην απολαύσουν τις χορογραφίες μάχης.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι οι ερμηνείες. Η ταινία πέφτει στην παγίδα να αφήνει δισδιάστατους τους χαρακτήρες της με αποτέλεσμα, οι περισσότεροι ηθοποιοί να περνάνε απαρατήρητοι, ενώ άλλοι σαν και τον McShane (Deadwood, American Gods), ο οποίος ερμηνεύει τον πατέρα του Hellboy, να χαραμίζονται σε παρόμοιους ρόλους με άλλες ταινίες και σειρές όπου έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. Η παραπάνω κατάσταση είναι συχνό φαινόμενο στον σύγχρονο εμπορικό κινηματογράφο, πάρα πολύ συχνά βλέπουμε γνωστά ονόματα να μένουν ανεκμετάλλευτα με διαδικαστικούς ρόλους, αλλά υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, αν αυτή την αδιάφορη γεύση αφήνει και ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο David Harbour (Stranger Things, Black Widow) δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει, όχι επειδή δεν είναι αξιόλογος ηθοποιός ή δεν φαίνεται να προσπαθεί, αλλά επειδή το ίδιο το σενάριο του φορτώνει μια σειρά από κακογραμμένες ατάκες.
Συνοψίζοντας, ο νέος Hellboy είναι πιο σκληρός, αλλά λιγότερο ουσιαστικός, μοιάζοντας με τον φτωχό, ψηφιακό συγγενή των ταινιών του Del Toro. Η βία υπάρχει για να καλύψει τις σεναριακές, σκηνοθετικές και ερμηνευτικές αδυναμίες, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει παγιδευμένο ανάμεσα στην αποτυχημένη κωμωδία και τον ανύπαρκτο τρόμο. Η ενδεχόμενη εμπορική επιτυχία της ταινίας, πιθανότατα θα επιτρέψει τη συνέχεια του ανανεωμένου franchise, αλλά το μέλλον του μοιάζει δυσοίωνο, αν συνεχίσει σε αυτή την πορεία. Ας ελπίσουμε να πρόκειται απλώς για μια νέα, δύσκολη αρχή και κάποια στιγμή στο μέλλον να απολαύσουμε τον Hellboy που μας αξίζει.