Τέσσερις Άνεμοι – Μια ανεστραμμένη αμερικανική εποποιία

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 7 Λεπτά Ανάγνωσης

Η Έλσα Γουόλκοτ ήταν πάντοτε αόρατη: μετά τον τυφοειδή πυρετό που πέρασε στα 14 της, όλοι της έλεγαν πως είναι άσχημη, υπερβολικά ασθενική, υπερβολικά ψηλή και άχαρη, πως δεν θα βρει ποτέ σύζυγο όπως οι αδελφές της και πως θα μείνει για πάντα γεροντοκόρη. Όμως, αυτό δεν σταματά τη ρομαντική Έλσα από το να ονειροπολεί, να χάνεται στις σελίδες των μυθιστορημάτων της και να φαντάζεται μια άλλη ζωή για εκείνη, μια ζωή στην οποία σπουδάζει, ερωτεύεται με πάθος, έχει τη δική της οικογένεια. Μέχρι που γνωρίζει τον Ιταλό Ρέιφ Μαρτινέλι, τον πρώτο άντρα που την προσέχει και την κάνει να νιώσει όμορφη, με ανυπολόγιστες όμως συνέπειες.

15 χρόνια αργότερα, 1934, η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της ξηρασίας στις νότιες πολιτείες της Αμερικής: η Έλσα είναι πλέον 38 χρονών, μητέρα 2 παιδιών, και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε μια εποχή φτώχειας και ανυπέρβλητων δυσκολιών. Όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει, η Έλσα θα κληθεί να πάρει ριζικές αποφάσεις για το μέλλον της ίδιας και της οικογένειάς της και να αφήσει πίσω της ό, τι αποκαλούσε έως τότε σπίτι για μια ευκαιρία σε ένα καλύτερο αύριο.

Η Αμερικανίδα Kristin Hannah, συγγραφέας best-seller βιβλίων όπως το Αηδόνι και οι Πυγολαμπίδες, που πρόσφατα έγινε και τηλεοπτική σειρά από το Netflix, επιλέγει για άλλη μια φορά το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος και την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης στην Αμερική, για το καινούριο, υποψήφιο για το βραβείο Goodreads καλύτερου ιστορικού μυθιστορήματος, βιβλίο της, Τέσσερις Άνεμοι, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση Χριστίνας Σωτηροπούλου.

Με αναπαράσταση εποχής πιστή και εναργή, η Hannah επισκέπτεται μυθιστορηματικά την Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα, από τη δεκαετία του ’20, της ποτοαπαγόρευσης, των κρυφών μπαρ και της απόλυτης οικονομικής ευημερίας, μέχρι την Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης, της ένδειας και της ανεργίας, των συσσιτίων και των δελτίων τροφίμων, και συγκεκριμένα του Dust Bowl και της ξηρασίας στο Τέξας, της άνυδρης γης και των ανεμοθύελλων, μια Αμερική που μοιάζει να έχει απολέσει κάθε ελπίδα της σε ένα καλύτερο μέλλον. Με πρόζα γλαφυρή και ρέουσα, η Hannah αφηγείται την ιστορία της Έλσα, κομμάτι του πολυσύνθετου μωσαϊκού που συναπαρτίζει την ιστορία της ίδιας της Αμερικής, μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να βρει τη φωνή, την αντοχή και το θάρρος της σε μια από τις δυσκολότερες εποχές και σε έναν κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά για άντρες.

Η Kristin Hannah, μια συγγραφέας με αποκλειστικά γυναίκες ηρωίδες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα βιβλία της, υμνήτρια της γυναικείας ενδυνάμωσης και μαχητικότητας, γράφει εδώ μια πλούσια, σφιχτοδεμένη αμερικανική εποποιία, που φέρνει έντονα στον νου τα Σταφύλια της Οργής του Steinbeck, με ανεστραμμένους όμως τους (έμφυλους) ρόλους: οι άντρες είναι, κατά κύριο λόγο, απόντες και ο βιοπαλαιστής εδώ, ο provider της οικογένειας, είναι η μητέρα και όχι ο πατέρας. Σε μια φεμινιστική επανανάγνωση της αμερικανικής ιστορίας, η Έλσα, γυναίκα και μητέρα, αποδεικνύεται ο μοναδικός στυλοβάτης της οικογένειας, σε μια εποχή ανυπέρβλητων, υλικών και ψυχικών, δυσκολιών, όπως αυτή της Μεγάλης Ύφεσης και των συνεπακόλουθων μεταναστευτικών ρευμάτων στην Αμερική.

Η θεματική της γυναικείας αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, πάντα παρούσα στη βιβλιογραφία της Hannah, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και εδώ: η Έλσα αντικρίζει στο πρόσωπο της μητέρας του συζύγου της, Ρόουζ, τη μητέρα που ποτέ δεν της συμπαραστάθηκε, στο πρόσωπο της Τζιν, της μητέρας της οικογένειας που μένει δίπλα τους στον καταυλισμό, τη φίλη που ποτέ δεν είχε, και στις γυναίκες αυτές βρίσκει την τρυφερότητα, τη συμπόνια και την αλληλοϋποστήριξη που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει στις δύσκολες συνθήκες. Μα πάνω απ’ όλα, η Hannah γράφει για τη σχέση μητέρας – κόρης, μεταξύ της Έλσα και της ατίθασης, αντιδραστικής, οξύθυμης έφηβης κόρης της, Λορέντα, μια σχέση ακανθώδη και περίπλοκη, που συχνά προσιδιάζει στην εχθρότητα και την περιφρόνηση, στα θεμέλια της οποίας όμως βρίσκεται πάντα η αγνή, ατόφια αγάπη.

Από το βιβλίο δεν λείπει και ο κοινωνικό-πολιτικός σχολιασμός, έστω και σε επίπεδο σχετικά επιδερμικό: η Hannah γράφει για τον ρατσισμό που αντιμετωπίζει η οικογένεια της Έλσα και οι υπόλοιποι μετανάστες εκ των νότιων πολιτειών, οι επονομαζόμενοι Όκιζ, για τις προκαταλήψεις και τη φοβικότητα των ντόπιων απέναντί τους, παρ’ ότι και οι ίδιοι Αμερικανοί πολίτες, για τις πάσης φύσεως διακρίσεις απέναντι στους πλάνητες της αμερικανικής ενδοχώρας, όσους αναγκάστηκαν να αφήσουν το σπίτι και την πατρίδα τους προκειμένου να επιβιώσουν, είτε αυτοί ανήκουν σε άλλη φυλή είτε όχι. Καταδεικνύει έτσι τη διαχρονική αλήθεια για την ενδημική ροπή της κοινωνίας να κατηγορεί τους ξένους για κάθε είδους δεινά, να εξαπολύει μύδρους προς το αλλότριο και το διαφορετικό.

Γράφει για τις ταξικές διακρίσεις, την κερδοσκοπία και την απληστία των γαιοκτημόνων και των κεφαλαιοκρατών, για την άνοδο του κομμουνισμού και του εργατικού κινήματος, τη συσπείρωση και ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και τα κύματα απεργιών της εποχής, και για τη συνεπακόλουθη αστυνομική βία και καταστολή, πάντα όμως υπό ένα φιλοαμερικανικό, πατριωτικό ιδεολογικό πρίσμα. Ενόσω το αμερικανικό όνειρο καταρρέει μπροστά στα μάτια τους, η οικογένεια της Έλσα αλλά και οι υπόλοιποι εργάτες και μετανάστες συνεχίζουν να διατηρούν την ουτοπική, απατηλή πεποίθηση της Αμερικής ως χώρας των ευκαιριών.

Η Hannah καταπιάνεται και με οικολογικούς προβληματισμούς, αφού τοποθετεί την ιστορία της εν μέσω μίας από τις χειρότερες περιβαλλοντικές κρίσεις στην ιστορία της Αμερικής. Όπως αποδεικνύεται, η ξηρασία που μαστίζει τον Νότο της Αμερικής δεν είναι τυχαία, ούτε «θέλημα Θεού», αλλά απότοκο του τρόπου που οι αγρότες καλλιεργούσαν τη γη τους, με την ανάδειξη της θεματικής αυτής να είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρη στη σύγχρονη Αμερική της κλιματικής αλλαγής.

Στη μυθοπλασία της, η Kristin Hannah καταφεύγει συχνά στα αφηγηματικά κλισέ, η κοινωνικό-πολιτική ανάλυσή της είναι αρκετά επιφανειακή και απλοϊκή, ενώ η πλοκή της ρέπει προς τον διδακτισμό και τον μελοδραματισμό. Εντούτοις, η συνταγή της, παρ’ ότι χιλιοεφαρμοσμένη, πετυχαίνει πάντα, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά, και με τους Τέσσερις Ανέμους της παραδίδει μια πλούσια, απολαυστική ιστορία γυναικείας δύναμης και μαχητικότητας, μία που αξίζει να διαβαστεί από κάθε γυναίκα αναγνώστρια, λάτρη του ιστορικού μυθιστορήματος ή μη.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.