Oscars – Μία αναδρομή στις υποψήφιες ταινίες της χρονιάς

Σάντρα Δημητρέλου Από Σάντρα Δημητρέλου 13 Λεπτά Ανάγνωσης

Φτάνοντας για άλλη μία χρονιά λίγες ώρες πριν το μεγαλύτερο guilty pleasure του φιλοθεάμονος κοινού και πριν να σχολιάσουμε αυτή καθ’ εαυτή την 95η Tελετή Aπονομής των μεγαλύτερων κινηματογραφικών βραβείων, βάλαμε σε -καθόλου τυχαία- σειρά τις φετινές υποψήφιες ταινίες για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

The Fabelmans

Θα μπορούσαμε απλά να σταθούμε στην δήλωση του Denis Villeneuve πως πρόκειται για την καλύτερη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ για την μαγεία του κινηματογράφου και αυτό να ήταν αρκετό. Το Fabelmans αποτελεί την έμμεση βιογραφική ταινία του Steven Spielberg, όπως αυτός ήθελε να την εκθέσει και όπως μόνον αυτός θα μπορούσε να την παρουσιάσει μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των Gabriel LaBelle, Michelle Williams και Paul Dano. Αντλώντας από τις παιδικές του αναμνήσεις, μας συστήνεται ως Sammy Fabelman σαν ένας νεαρός που διψά για την έβδομη τέχνη. Αψηφώντας τις αντιξοότητες της εφηβικής του ηλικίας και μέσα από τις αλεπάλληλες συγκρούσεις στο οικογενειακό του περιβάλλον, βρίσκει πάντα τον τρόπο να καταφεύγει σε αυτό που του δίνει ζωή. Ο Spielberg κάνει τα πάντα να μοιάζουν τόσο εύκολα και ο Sammy κάνει τα πάντα να είναι τόσο στιγματισμένα από την μοναδική αισθητική του ίδιου. Μια ταινία που αγαπάει τόσο βαθιά το σινεμά, από κάποιον που γνωρίζει καλύτερα από όλους πώς να το αγαπάει.

Women Talking

Πρόκειται για το δεύτερο κινηματογραφικό επίτευγμα της Sarah Polley που λαμβάνει υποψηφιότητα στα βραβεία της Ακαδημίας. Η μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Miriam Toew εξιστορεί την ζωή των γυναικών σε μια απομακρυσμένη αποικία του Καναδά, όπου εκεί έρχονται καθημερινά αντιμέτωπες με τον εφιάλτη του βιασμού τους από τους άντρες της κοινότητας, τόσο αυτές, όσο και τα ανήλικα κορίτσια τους. Όταν πια οι άντρες αυτοί συλλαμβάνονται, εκείνες θέτουν μια ψηφοφορία σχετικά με το αν θα πρέπει να εγκαταλείψουν διά παντός τον τόπο τους ή να μείνουν και να παλέψουν. Μέσα στο αυτοσχέδιο οχυρό τους, οι περισσότερες από αυτές συναντιούνται κάθε μέρα προκειμένου να απαριθμήσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του κάθε αποτελέσματος. Πολλές φορές διαφωνούν και διαπληκτίζονται, αυτό όμως συμβαίνει γιατί πρέπει να πάρουν μια απόφαση ζωής, ακροβατώντας ανάμεσα στο κοινό καλό, το προσωπικό τους μέλλον ξεχωριστά, στο πόσο αλληλέγγυες θα σταθούν η μία για την άλλη και στο κατά πόσο η απόφασή τους αυτή πληροί τα θρησκευτικά κριτήρια για την είσοδό τους στον παράδεισο. Κάθε χαρακτήρας έχει την δική του οπτική βάσει των εμπειριών και της ιδιοσυγκρασίας τους, παρόλα αυτά, όσο τα πρόσωπα ξετυλίγονται, η εξοικείωση μαζί τους αγγίζει τα όρια της ταύτισης. Ο διάλογος αποτελεί σαφώς τον πυρήνα της ταινίας και πολλές φορές φαντάζει εκκωφαντικός. Ο λόγος που για πολλούς αποτελεί το πιο απλό μέσο επικοινωνίας, γίνεται σπάνια όπλο στα χέρια των γυναικών που έχουν παρόμοια τραυματικά βιώματα με αυτά των πρωταγωνιστριών, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Ωστόσο, η βίαιη καθημερινότητα στην οποία καλούνταν να επιβιώνουν και πιθανότατα να φέρουν μαζί τους σε ολόκληρη την μετέπειτα ζωή τους, πλέον μοιάζει να είναι το ελάχιστο εμπόδιο μπροστά σε αυτό που μπορεί να τους προσφέρει το άγνωστο.

Triangle of Sadness

Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών φέρει ένα τραγικό γεγονός, αφού η πρωταγωνίστρια του, Charlbi Dean, έφυγε ξαφνικά από την ζωή λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας. Το έργο του Ruben Ostlund (The Square), εντάσσεται στην συνομοταξία των έργων της μικρής και της μεγάλης οθόνης των περίπου δύο τελευταίων χρόνων τα οποία αποδομούν την επιφανειακή ελίτ (βλ. The Menu, Succession). Ανάμεσά τους, το Triangle of Sadness είναι σίγουρα αυτό που ξεχωρίζει, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τον σουρεαλισμό που απαιτεί μία τέτοιου είδους κοινωνική κριτική. Χωρίζεται σε τρία κεφάλαια·  το πρώτο αποτελεί έναν εξαιρετικό πρόλογο για την κορύφωση που επέρχεται στην συνέχεια με την δεύτερη πράξη. Ωστόσο, όσο η ταινία οδεύει προς το τέλος της, θίγονται όλο και περισσότερα νοήματα που παραμένουν μετέωρα, χωρίς ικανοποιητική επεξήγηση. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν την κάνει λιγότερο διασκεδαστική και δεν παύει να την συμπεριλαμβάνει στις πιο επιτυχημένες κινηματογραφικές κοινωνικές σάτιρες των τελευταίων χρόνων.

The Banshees of Inisherin

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Martin McDonagh, σκηνοθέτης του αριστουργηματικού Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, φέρνει μαζί στο στούντιο τους Colin Farrell και Brendan Gleeson (In Bruges). Αυτή την φορά τους τοποθετεί σε μία κωμικοτραγική βουκολική ιστορία στην Ιρλανδία του 1923, εν μέσω του εμφυλίου πολέμου. Ο Padraic και ο Colm είναι κάτοικοι ενός νησιού (του πραγματικού Irishmore) και επιστήθιοι φίλοι, ώσπου μία μέρα ο Colm διακόπτει παντελώς κάθε σχέση με τον Padraic, χωρίς πειστική εξήγηση, λέγοντάς του ότι πλέον τον βαρέθηκε και θέλει να ασχοληθεί με την σύνθεση της δικής του μουσικής τα χρόνια της ζωής που του απομένουν. Στην προσπάθεια του Padraic να μάθει τι είναι αυτό που τον ώθησε σε αυτή την απόφαση και να του αλλάξει γνώμη, αλλά και στην πεισματική άρνηση του Colm να αναθεωρήσει, γινόμαστε μάρτυρες μιας παρορμητικότητας, κατάφορτης από μία σχεδόν παιδική ανωριμότητα, η οποία θα επιφέρει μόνιμες συνέπειες εκατέρωθεν. Με έναν άκρως χιουμοριστικό τόνο, η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στην υπερβολή και την ωμή βία στις πράξεις των πρωταγωνιστών, την λεπτότητα και των συναισθηματισμό που προσφέρουν στην αφήγηση ο Dominic (Barry Keoghan) και η Siobhan (Kerry Condon). Μία ταινία που, προς έκπληξη όλων, έχει λάβει αναρίθμητα βραβεία στις φετινές διοργανώσεις και εννέα υποψηφιότητες στα αυριανά Όσκαρς, σημαντικότερη εκ των οποίων αυτή της Καλύτερης Φωτογραφίας για την συγκλονιστική δουλειά του Ben Davis.

Top Gun: Maverick

Τριανταπέντε χρόνια μετά το Top Gun, ο Joseph Kosinski παρουσιάζει το σίκουελ του ίσως πιο γνωστού action film του 20ου αιώνα. Το Maverick γνώρισε ανυπολόγιστο hype και πριν και μετά την κυκλοφορία του, αφού ήταν αυτό που, ξεπερνώντας το σοκ της πανδημίας, έφερε ξανά πνοή στις κινηματογραφικές αίθουσες και έσπασε όλα τα ρεκόρ του Box office για το 2022 (μέχρι να ξαναεμφανιστεί ο James Cameron, φυσικά). Όλα αυτά είναι δικαιολογημένα, καθώς η ταινία ικανοποίησε σε απόλυτο βαθμό την νοσταλγία του κοινού, υπερέβη τις προσδοκίες του και ολοκλήρωσε τον κύκλο για το στάρντομ του Tom Cruise. Μπαίνει αδιαμφισβήτητα στην πολύ μικρή αυτή λίστα με τα ισάξια σίκουελς, προσφέροντας βάθος και διάσταση στους χαρακτήρες, σαφώς αναβαθμισμένη αισθητική, και την πολυπόθητη συνέχεια στην αφήγηση της ιστορίας του 1986.

Everything Everywhere All at Once

Πριν λίγες μέρες εκθρόνισε το Return of the King και έγινε η πιο πολυβραβευμένη ταινία όλων των εποχών και το μεγαλύτερο φαβορί των φετινών Όσκαρς. Οι Daniels (Daniel Scheinert, Daniel Kwan) σε συνεργασία με πέντε διαφορετικούς visual artists, κατάφεραν να αλλάξουν για πάντα το κινηματογραφικό multiverse, δημιουργώντας κάτι που μοιάζει πολύ με υπερηρωική ταινία, αλλά κλάσεις ανώτερο, τουλάχιστον τεχνικά. Η Evelyn (Michelle Yeoh) είναι μια μετανάστρια από την Κίνα. Η καθημερινότητα της είναι ένα μικρό σύμπαν χάους και όλες οι σχέσεις στο οικογεναικό της περιβάλλον είναι σε κρίση. Παρότι αρχικά υπάρχουν αρκτές δόσεις ρεαλισμού, δεν αργεί να επέλθει το κοσμικό χάος. Η Evelyn εισέρχεται στην δίνη του πολυσύμπαντος και μέσα από μία υπερκινητική αφήγηση, γνωρίζουμε διαφορετικές εκδοχές της ίδιας και των οικείων της, από τις οποίες αντλεί και διαφορετικές δεξιότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει την ακαταμάχητη εχθρό της από μία άλλη πραγματικότητα. Σίγουρα πρόκειται για ένα σύγχρονο κινηματογραφικό επίτευγμα, που δυστυχώς δεν προσφέρει καμία παραπάνω συγκίνηση, με τους δημιουργούς του να επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στο οπτικά θαυματουργικό κομμάτι, σερβίροντας μία γραφική κατακλείδα.

All Quiet on the Western Front

Ο Edward Berger αφηγείται εκ νέου την ιστορία του Lewis Milestone από το 1930, που και η ίδια είχε βασιστεί στο ομώνυμο αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Erich Paul Remark. Ο Paul είναι ένας ιδεαλιστής στρατιώτης και μαζί με την παρέα του κατατάσσονται στον γερμανικό στρατό την περίοδο του  Α’ Παγκόσμιου, μην υπολογίζοντας τις φρικιαστικές συνθήκες ενός πολέμου. Στην πραγματικότητα, δεν αφηγείται κάτι διαφορετικό από την κλασική πολεμική ιστορία που παρακολουθούμε στο σινεμά ανά τους αιώνες, αλλά αυτό που την διαφοροποιεί από τις άλλες, είναι η προσθήκη μίας τόσο σύγχρονης αισθητικής, τόσο σε ό,τι αφορά την φωτογραφία, αλλά και σε ό,τι έχει να κάνει με τις επιλογές στην μουσική και τον ήχο.

Όσκαρ Φωτογραφίας στο All Quiet on the Western Front και στον James Friend. Hands down.

Elvis

Η αγάπη του Buz Luhrmann για τον Elvis ήταν ανέκαθεν γνωστή και ο ενθουσιασμός του να παρουσιάσει ένα έργο για την ζωή του έγινε ξεκάθαρος. Η προσαρμογή της ιστορίας του θρυλικού Elvis Presley δεν στέφεται με πολύ μεγαλή επιτυχία, αφού ο δημιουργός της επιχείρησε να καταγράψει και το παραμικρό γεγονός της ζωής του, καταλήγοντας να παραδώσει στο κοινό μία βιογραφία που μας γνωστοποιεί ελάχιστα για την πορεία του Elvis και πολύ επιφανειακά. Ουσιαστικά, η αφήγηση αφορά περισσότερο την τοξική σχέση του με τον μάνατζερ του Tom Parker (Tom Hanks), η οποία αποτέλεσε και το μεγαλύτερο εφαλτήριο στην καριέρα του, επηρεάζοντας πολλές φορές ανεπανόρθωτα και την προσωπική του ζωή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μιλάμε για δύο απόλυτα αξιοπρεπείς ερμηνείες από τον Tom Hanks και τον Austin Butler, που όμως απορροφώνται από την πολύ μεγάλη διάρκεια της ταινίας. Το Elvis αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη, ιδίως συγκριτικά με τις βιογραφικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, που, όμως, δύσκολα θα συνεπάρει τα μέλη της Ακαδημίας (το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό).

Tar

Η ιστορία της Lydia Tar, της πρώτης γυναίκας μαέστρου της Γερμανικής ορχήστρας, είναι μία βιογραφία ενός φανταστικού προσώπου. Ο Todd Field τοποθετεί την Cate Blanchett στον ρόλο μίας ανάλγητης μουσικής διευθύντριας, η οποία βρισκόμενη για πρώτη φορά στο κέντρο της ευνοιοκρατίας θέλει να γίνει κυρίαρχη των πάντων. Μέσα από μικρές εχθροπραξίες και δολοπλοκίες προσπαθεί να επιβληθεί στον μόνο κόσμο που πιστεύει ότι τη χωράει. Ακούγοντας για παραπάνω από το μισό μέρος της ταινίας (μίας ταινίας 157 λεπτών) πολύ συγκεκριμένες μουσικές ορολογίες, φτιαγμένες έτσι ώστε επίτηδες “να μην είναι για όλους” και ακολουθώντας την καθημερινότητά της, βρισκόμαστε μπροστά σε μία μακρόσυρτη και ανιαρή μετριότητα. Ξαφνικά, θίγονται θέματα cancel culture, gender politics και διαδικτυακής συκοφάντησης, χωρίς κανένα δραματικό βάθος και με απόλυτα βεβιασμένες εκβάσεις, που δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο ποια μεριά εξυπηρετούν. Αυτό που θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δούμε είναι η στάση της Ακαδημίας απέναντι στην Blanchett μετά και την δήλωσή της στα Critics Choice Awards, όπου αναφέρθηκε σε πατριαρχική πυραμίδα και τηλεοπτικό ιππόδρομο σχετικά με τις γυναικείες υποψηφιότητες. Εξάλλου, ένα Όσκαρ για αυτήν την ταινία δεν είναι και απολύτως αναγκαίο.

Avatar: The Way of Water

Μην έχοντας παρακολουθήσει δευτερόλεπτο από το σίκουελ της πιο αδιάφορης ταινίας των 00s, στέκομαι στην εκπληκτική ικανότητα του κατά τα άλλα εκπληκτικού James Cameron να διαλύει τα κοντέρ του παγκόσμιου box office. Αλλά πιστεύω πως και να το είχα παρακολουθήσει ολόκληρο, πάλι εκεί θα στεκόμουν.

Μοιραστείτε το Άρθρο