Οι Παράφρονες
Στα 7 βιβλία της ιστορίας του Harry Potter η κατάθλιψη εμφανίζεται με σάρκα και οστά ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Η Rowling δημιουργεί τους Παράφρονες για να την αναπαραστήσει και με αυτά τα φριχτά πλάσματα καταφέρνει να δείξει τόσο τον πόνο που μπορεί να προκαλέσει η κατάθλιψη όσο και το ότι μπορεί να νικηθεί.
Οι Παράφρονες εμφανίζονται για πρώτη φορά στο βιβλίο “Ο Harry Potter και ο αιχμάλωτος του Azkaban“. Είναι οι φύλακες του Azkaban, της φυλακής των μάγων και προκαλούν πόνο σε κάθε μάγο και φυσικά στους κρατούμενους και επειδή ο Harry έχει οδυνηρό παρελθόν, είναι πιο ευάλωτος από τους συμμαθητές του. Σε αυτή και στις επόμενες συναντήσεις μας με τους Παράφρονες στα βιβλία που ακολουθούν γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η συνεργασία των καλών μάγων με αυτά τα πλάσματα είναι παράλογη. Ο Dumbledore θα εναντιωθεί καθαρά σε αυτό και τελικά θα δικαιωθεί στο τελευταίο βιβλίο, όταν οι Παράφρονες θα συνταχθούν με τη μεριά του Voldemort. Αυτά τα πλάσματα προκαλούν βαθιά θλίψη και με το φιλί τους φέρνουν στο θύμα τους ένα τέλος χειρότερο κι από το θάνατο παίρνοντας την ψυχή του. Αυτό δεν αξίζει σε κανέναν. Δε θα μπορούσαν παρά να ανήκουν στην σκοτεινή πλευρά.
“Κι αισθάνθηκα… σαν να χάθηκε κάθε ίχνος ευτυχίας από τον κόσμο… και θυμήθηκα… φρικτά πράγματα…” Αυτό κατέθεσε η κυρία Figg στη Δημογεροντία για του Παράφρονες και “η φωνή της ράγισε, έσβησε”.
Οι Προστάτες
Οι Παράφρονες είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Το ξόρκι του Προστάτη, που είναι αυτό που τους απωθεί, απαιτεί ισχυρές μαγικές δυνάμεις αλλά και μια ισχυρή θετική ανάμνηση που θα πλημμυρίσει τον μάγο που το εκτελεί. Ο Harry κατάφερε να φτιάξει έναν ενσώματο προστάτη στα 13 του με πολύ εξάσκηση και μόνο όταν γνώρισε τον νονό του και πίστεψε πως βρήκε έναν άνθρωπο να παίξει τον ρόλο του πατέρα του. Η χαρά που του προσέφερε η σκέψη αυτής της προοπτικής ήταν αυτό που τον βοήθησε να νικήσει την απελπισία που γεννούν οι Παράφρονες. Αυτή η ίδια σκέψη τον έσωσε και αργότερα, όταν ο Voldemort κατέλαβε το σώμα του στη μάχη στο Υπουργείο Μαγείας ζητώντας από τον Dumbledore να σκοτώσει το αγόρι και μαζί και εκείνον (“Ο Harry Potter και το Τάγμα του Φοίνικα”). Ο Voldemort, όπως και οι Παράφρονες, δεν μπορούσε να αντέξει αυτό το συναίσθημα, που για τον Harry ήταν πιο δυνατό από τον φόβο του θανάτου.
Θυμόμαστε την έρευνα του Harvard που έδειξε ότι αυτό που κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους είναι οι ποιοτικές σχέσεις, η αγάπη που αναπτύσσεται ανάμεσα τους. Το ξόρκι του Προστάτη δεν απαιτεί συγκεκριμένο είδος ανάμνησης, δεν μας ενδιαφέρει από πού πρέπει να πηγάζει η χαρά του μάγου και είναι σίγουρο πως μάγοι σαν τον Voldemort δεν χρειάζεται να αγαπάνε κάποιον για να δημιουργήσουν έναν ενσώματο προστάτη. Ωστόσο μια τέτοια σκέψη για τις σχέσεις των ανθρώπων διαπερνά το σύνολο των βιβλίων. Ο Voldemort δεν αντέχει την αγάπη του Harry για τον Sirius γιατί τα συναισθήματα αυτά του είναι ξένα και τελικά των απωθούν.
Άλλωστε υπάρχει και η περίπτωση της Tonks. Η νεαρή και ζωηρή μεταμορφωμάγος στο βίβλιο “Ο Harry Potter και ο Ημίαιμος Πρίγκιπας” μας δίνει ένα πιο κοντινό στα μαγκλ μέτρα μας παράδειγμα της κατάθλιψης. Χάνει τον ξάδερφο και φίλο της Sirius και ο λυκάνθρωπος Lupin, τον οποίο εκείνη έχει ερωτευτεί, πιστεύει ότι είναι πολύ μεγάλος και πολύ άρρωστος για να είναι μαζί της. Χάνει το γνωστό κέφι της αλλά ακόμα και μέρος των μαγικών της δυνάμεων. Το ροζ χρώμα των μαλλιών της θα επιστρέψει όταν καταφέρει να του αλλάξει γνώμη. Μεταξύ άλλων είχε προσπαθήσει και η MacGonagal να τον μεταπείσει: “Ο Dumbledore θα χαιρόταν περισσότερο από όλους αν ήξερε ότι υπάρχει λίγο περισσότερη αγάπη στον κόσμο.”
Είτε είναι οι Παράφρονες που την προκαλούν, είτε όχι η απώλεια της ελπίδας για το καλύτερο μέλλον είναι μια απειλή, που θέλει κόπο για να νικηθεί.