Το cuberpunk τα τελευταία χρόνια βιώνει μια χαρμολύπη. Από την μία οι προβλέψεις των συγγραφέων του σταδιακά παίρνουν σάρκα και οστά γύρω μας (ή στη προσομοίωση που μας περιβάλλει και συμπληρώνει την ύπαρξη μας). Από την άλλη, το σκοτεινό και δυστοπικό σενάριο σίγουρα δεν απομακρύνεται, αλλά δεν έχει αυτή την διαύγεια, το τελειωτικό αίσθημα του ότι κάτι δεν πάει καλά. Και πάλι το γνωρίζουμε, αλλά η απαισιοδοξία καλύπτεται από θόρυβο και νοσταλγία.
Ο πατέρας του είδους, ο μεγάλος Ουίλιαμ Γκίμπσον φαίνεται να κατανοεί αυτό το ιδιαίτερο μονοπάτι που βρίσκεται αυτό το πάντα πολιτικό μοτίβο αφήγησης και έτσι αφήνει πίσω του το μοντέλο αριστουργημάτων όπως το “Νευρομάντης”. Στόχος του πλέον δεν είναι να μιλήσει περιγραφικά για την εποχή μας μέσα από άλλες εποχές, αλλά να την κατανοήσει τέμνοντας την εγκάρσια, αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που την καθιστούν χαοτική, οριακά μη-βιώσιμη και, σε μεγάλο βαθμό, μη αναστρέψιμη πλέον.
Έτσι, το Περιφερειακό (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος) αποτελεί στην ουσία ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί το αστυνομικό μοτίβο αφήγησης μόνο επιδερμικά, καθώς δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Πατώντας με το ένα πόδι στο neo-noir και με το άλλο στην ατόφια επιστημονική φαντασία, καθαρόαιμο cyberpunk σε κάθε του σελίδα, το Περιφερειακό (σώμα και έργο) γίνεται ένα όχημα με το οποίο ο Γκίμπσον εξερευνά το κοντινό και απώτερο μέλλον που βιώνουμε ήδη.
Επί της ουσίας, ο Γκίμπσον χωρίζει το έργο του σε δύο επικοινωνούντες χρόνους, απαλείφοντας πλήρως το παρόν. Τα δύο μέλλοντα που περιγράφει είναι παρελθόν και μέλλον μόνο το ένα σε σχέση με το άλλο. Οι χρονικοί και αιτιατοί σύνδεσμοι, όσα με πάθος κήρυττε η time-travel επιστημονική φαντασία αίρονται, αφού δεν ενδιαφέρουν. Εξάλλου τα δύο αυτά μέλλοντα επικοινωνούν και επηρεάζονται το ένα από το άλλο αλλά μόνο χάρη σε ανθρώπινους παράγοντες. Οι μοχλοί της Ιστορίας δεν απομακρύνονται από τις κοινωνικές καταβολές τους, ούτε αποδίδονται σε αφηρημένες φυσικές δυνάμεις. Στο σύμπαν του Γκίμπσον υπάρχει Ιστορία και μάλιστα ταξικά κατανοημένη: είναι η πάλη των τάξεων, η διαρκής εκμετάλλευση των κεφάλαιο (ή κλέπτο) κρατών και η πάλη εναντίον τους (ή μαζί τους).
Έτσι έχουμε μια πολύ γνώριμη δυστοπία, όπου κυριαρχεί η τεχνολογική πρόοδος. Αυτή δεν έφερε την ευμάρεια, αλλά την φτώχεια. Τα αποτελέσματα της έγιναν προϊόντα και μετά επιβεβλημένος τρόπος ζωής. Εγκαθίδρυσε καταστάσεις όπου η φαρμακευτική αγωγή είναι κάτι το δυσεύρετο, όπου έννοιες όπως νόμος και έγκλημα έχουν χάσει τα τυπικά διαχωριστικά τους και όπου το εργατικό δυναμικό είναι καταδικασμένο σε μόνιμη προσωρινότητα. Απέναντι από αυτό υπάρχει ένα απώτερο μέλλον, όπου η οικολογική καταστροφή άφησε όρθιους μόνο όσους είχα τα μέσα να την αποφύγουν, μέσα στους κρυστάλλινους πύργους τους. Ένα μέλλον όπου κατοικείται από πλούσιους που μηχανορραφούν ακόμα και στο χείλος της καταστροφής για το πως αυξήσουν τα κέρδη τους, ακόμα και αν αυτό το κέρδος είναι…σκουπίδια. Αυτοί οι δύο χρόνοι είναι μεν μέλλοντα, όμως το καθένα τους και τα δύο μαζί είναι ήδη κομμάτια της εποχή μας. Είναι, χάρη στην πένα του Γκίμπσον, ήδη συντελεσμένα και βιωμένα.
Μέσα σε αυτά τα περιβάλλοντα, ο συγγραφέας τοποθετεί μια αστυνομική ιστορία, χωρίς όμως να νοιάζεται ιδιαίτερα για αυτή. Απόδειξη το βεβιασμένο, οριακά κλισέ και γρήγορο τέλος που της δίνει. Ο Γκίμπσον, μέσα από την αλληλεπίδραση αυτών των δύο χρόνων, μας ξεναγεί ουσιαστικά σε μια κατανόηση των στοιχείων που την αποτελούν: πως η καταστροφή, το Τζακ Ποτ, είναι μια ηθελημένη δολοφονία των φυσικών πόρων της γης που τελικά δεν μας αφορά όλους: μόνο τους φτωχούς. Πως το έγκλημα δεν είναι ούτε υποπροϊόν ούτε ατύχημα ούτε απλά κάτι που κάνουν μερικοί κακοί, αλλά επιλογή του συστήματος για την διαιώνιση του. Πως οι κόσμοι και οι χρονικότητες που βιώνουμε είναι τελικά επιλογή κάποιων. Πως τίποτα δεν συμβαίνει “τυχαία” ή “έτσι”. Ο Γκίμπσον καταφέρνει και δίνει αυτή την ξενάγηση χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς διδακτικό και αλαζονικό ύφος, αλλά με βαθιά πολιτική κατανόηση των συνθηκών που υπάρχουν γύρω μας και πως αυτές εξελίσσονται κάθε μέρα, από την αρχή, σε διακλαδώσεις που ενώ θα μπορούσαν να έχουν αίσιο τέλος, τελικά καταλήγουν να μας πνίγουν.
Ταυτόχρονα, σημαντικό κομμάτι, έκδηλο από τον τίτλο ακόμα, για το βιβλίο είναι η έννοια του σώματος στον ψηφιακό και ψηφιοποιημένο κόσμο. Δομικό στοιχείο του cyberpunk, εδώ το σώμα (είτε φυσικό είτε μηχανικό) είναι βασικό κομμάτι της πλοκής, φορέας οικειότητας και ουσιαστικής ζωής. Ακόμα και σε έναν κόσμο μηχανοποιημενο σε μεγάλο βαθμό, είναι το σώμα, σε όλες τις παραλλαγές, με όλα τα πολλαπλά του φύλα και όψεις του που τελικά αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την διαμόρφωση σχέσεων. Ακόμα και σχέσεις με τον ίδιο τον εαυτό, όπως στην περίπτωση διάφορων μορφών εξουσίας. Είναι το περιφερειακό που εκκινεί την διαδικασία της ιστορίας, αστυνομικής και ουσιαστικής. Οι σχέσεις αυτές καταλήγουν να αποτελούν τον ιστό που δένει το μυθιστόρημα, από την εκρηκτική του αρχή μέχρι το σχετικά αισιόδοξο τέλος.
Το Περιφερειακό δεν είναι το αριστούργημα που θα μπορούσε και έχει δώσει στο παρελθόν ο Γκίμπσον. Πολλές φορές η πλοκή καταρρέει πίσω από την απόπειρα θεωρητικοποίησης της ιστορίας και της Ιστορίας. Οι ζωντανοί και τρισδιάστατοι χαρακτήρες του μπαίνουν, όπως και η δράση, στο παρασκήνιο, για να γίνουν θεωρητικοί που συζητούν. Ο γρήγορος, κοφτός ρυθμός του τότε επιβραδύνεται, σαν φρενιασμένο μοντάζ που κάνει απότομα κοιλιά, όσο καίριες και αν είναι οι παρατηρήσεις τους. Ως αποτέλεσμα το σασπένς, η αίσθηση κρίσης και κινδύνου, ενώ υπάρχει, ποτέ δεν γίνεται κυρίαρχη ή τόσο έντονη που να παρασύρει τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, όσο και αν το προσπάθησε, ο συγγραφέας δεν κατάφερε να αποφύγει διάφορα κλισέ που μαστίζουν γενικά το είδος της αστυνομικής αφήγησης. Ωστόσο, όσα στερεότυπα και αν έχει, ο λόγος του Γκίμπσον διατηρεί πάντα αυτή την μεταλλική επίγευση και την μυρωδιά σιλικόνης, σαν κεραυνός από το μέλλον και η μετάφραση του Γιώργου Μπαρούξη όχι μόνο το σεβάστηκε αυτό, αλλά, πολύ σημαντικότερο, κατάφερε να το αποδώσει σε μια γλώσσα όπου φαίνεται να έχει λησμονήσει την επιστημονική της παράδοση, όπως τα ελληνικά. Ο πατέρας του cyberpunk διατηρεί την οξύτητα του.
Χωρίς να απογοητεύει, το Περιφερειακό αποτελεί ένα ώριμο έργο ενός καλλιτέχνη που πλέον δεν έχει αυταπάτες για το τι συμβαίνει γύρω του, διατηρεί όμως την ελπίδα μέσα στην δυστοπία. Είναι ένα αίσθημα που δεν μπορούμε όλοι να μοιραστούμε, παρόλο που θα το θέλαμε. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να είμαστε πέρα από κάθε σωτηρία, όμως είναι πάντα ευχάριστο να διαβάζει κανείς εικόνες από το μέλλον!