Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι το Preacher είναι από τα επιδραστικότερα comic των τελευταίων δεκαετιών. Το επαναστατικό αυτό έργο των Garth Ennis και Steve Dillon αποτέλεσε τη ναυαρχίδα της Vertigo comics και, μαζί με το Sandman, σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων, αναβαθμίζοντας πολλά στοιχεία που αργότερα θα αποτελούσαν θεμέλια για την pop κουλτούρα της δεκαετίας των 90’s. Το βλάσφημο αυτό κόμικ έκανε την εμφάνισή του στα μέσα της δεκαετίας των 90’s μίας δεκαετίας η οποία χαρακτηριζόταν από έντονο πολιτικό αλλά και πολιτιστικό αναβρασμό. O φόβος ενός επόμενου μεγάλου πολέμου αποκρυσταλλώθηκε έντονα τόσο στη ροκ μουσική με το είδος της grunge και την μορφή του Kurt Cobaine η οποία σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά ενώ και στο σινεμά αλλά και στα κόμικς είχε αρχίσει να εμφανίζεται ένας υποβόσκων νιχιλισμός και μία διαρκείς ανάγκη αμφισβήτησης των πάντων. Και γιαυτό εκείνη η δεκαετία ήταν η καλύτερη εποχή για να ευδοκιμήσει ένα κόμικ σαν το Preacher. Όμως οι εποχές και οι συγκυρίες έχουν πλέων αλλάξει.
Ο κόσμος δεν ταλανίζεται πια από τον φόβο του Ψυχρού Πολέμου, το κίνημα της grunge πλέων φυτοζωεί και η κριτική απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία δε θεωρείτε πια ως κάτι το ριζοσπαστικό. Παρόλο λοιπόν που το Preacher σαν ιστορία δεν έχει γεράσει καθόλου και διαβάζετε ακόμα και σήμερα από ορδές νέων αναγνωστών, όλοι μπορούμε μάλλον να συμφωνήσουμε ότι η ιστορία αυτή έκλεισε με τον μοναδικό της τρόπο εκείνον τον Οκτώβρη του 2000 και ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα να επιχειρήσει κάποιος να διηγηθεί την ιστορία του εκ νέου. Κι όμως να που το 2016 σκάει από του δείκτες του AMC μία σειρά με το όνομα Preacher η οποία θα επιχειρούσε το αδιανόητο. Να δώσει τη δική της εκδοχή στην ιστορία του άθεου ιερέα και της παρέας επιζητώντας να προσδώσει μία ανανεωτική και πιο σύγχρονη ανάγνωση στην ιστορία που σημάδεψε ολόκληρες γενιές. Το κατάφερε; Και ναι και όχι.
Η πορεία της σειράς του Preacher έχει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρων. Αρχικά δέχτηκε σκληρή κριτική από τους φανς του κόμικ σιγά-σιγά όμως, αγαπήθηκε από ότι φάνηκε αρκετά από το τηλεοπτικό κοινό. Σε ένα γενικό σύνολο οι τρεις πρώτοι κύκλοι του τηλεοπτικού Preacher κυμαίνονται σε διάφορα επίπεδα διάθεσης τα οποία χαρακτηρίζονταν από χλιαρό και μέτριο μέχρι το εξαιρετικό και το απίστευτα διασκεδαστικό, σίγουρα όμως λοξοδρομούν πάρα πολύ από την πορεία που χάραξε το κόμικ. Με την ανακοίνωση του AMC ότι ο τέταρτος κύκλος θα ήταν ο τελευταίος όλοι μας ανακουφιστήκαμε γιατί η αλήθεια είναι ότι η σειρά από την αρχή της φλέρταρε με τον κίνδυνο του απότομου κοψίματος. Ταυτόχρονα όμως μας έπιασε και μια μεγάλη περιέργεια γιατί κανένας μας δεν είχε ιδέα για το πως θα αποφάσιζε αυτή η θεότρελη σειρά να τελειώσει την ιστορία της. Όπως και να έχει όμως το Preacher με τα θετικά του και τα αρνητικά του είχε καταφέρει να κρατήσει το ενδιαφέρων μας μέχρι τώρα. Δυστυχώς όμως όλα έμελε να αλλάξουν στις 4 Αυγούστου όπου είδαμε το πρώτο επεισόδιο του τελευταίου κύκλου της σειράς. Τι πήγε στραβά; Δυστυχώς όπως φάνηκε, μάλλον όλα.
Με τα πρώτα λεπτά του πρώτου, διπλού επεισοδίου τα πράγματα έδειχναν κάπως… παράξενα. Όχι παράξενα από την άποψη του καινούργιου και του διαφορετικού. Περισσότερο έδειχναν παράξενα από την άποψη του κουρασμένου. Η σειρά έμοιαζε να είχε χάσει την σπιρτάδα και το ενδιαφέρων που τη χαρακτήριζαν σε όλη τη μέχρι τώρα πορεία της. Οι συντελεστές της σειράς επέλεξαν να αφήσουν στην άκρη όλα όσα κάνανε αυτή τη σειρά ξεχωριστή και να κρατήσουν αυτό που οι ίδιοι θεώρησαν ως το σημαντικότερο στοιχείο της. Την εντελώς παράλογη αίσθηση της. Έτσι λοιπόν η σειρά καταλύεται σε σεναριακές τρύπες οι οποίες έχουν ως μόνη δικαιολογία το ότι η ίδια η φύση της σειράς ήταν από μόνη της χτισμένη πάνω στην υπερβολή. Ο κοινωνικός προβληματισμός σε αυτόν τον κύκλο αφήνετε σχεδόν απέξω και αντ’αυτού επιδίδεται σε σεναριακές ευκολίες για χάρη του εφέ και του εντυπωσιασμού. Σε αυτόν τον κύκλο το ένα γεγονός ακολουθεί το άλλο πολλές φορές εντελώς ασύνδετα ενώ και οι ίδιοι οι σεναριογράφοι φαίνεται να αδιαφορούν να δώσουν εξηγήσεις καταφεύγοντας στην τετριμμένη δικαιολογία “εντάξει παιδιά έτσι είναι η σειρά και σε όποιον αρέσει”. Η σειρά περνάει από πάρα πολλές κρίσεις ταυτότητας κατά τη διάρκεια των δέκα επεισοδίων της με τα πρώτα ειδικά να διακατέχονται από μία ανεξέλεγκτη και καρτουνίστικη βία ενώ στη συνέχεια προσπαθεί να κάνει μία στροφή στις κόμικ ρίζες της η οποία όμως της βγαίνει δυστυχώς αρκετά αποτυχημένη. Είναι αξιόλογο πάντως το γεγονός ότι στον τελευταίο της κύκλο η σειρά επέλεξε να πετάξει όσες περισσότερες αναφορές από το κόμικ μπορούσε κάνοντας πιο ευχάριστη τη διαδρομή στους αναγνώστες του κόμικ αλλά και πετώντας κάποιες ευχάριστες νότες οι οποίες έκαναν την κουραστική αυτή διαδρομή κάπως πιο ευχάριστη.
Στον βαθμό της παραγωγής και των ερμηνειών τα πράγματα είναι πάνω-κάτω όπως τα ξέραμε. Η σειρά όπως και οι περισσότερες παραγωγές του AMC είναι εξαιρετική ενώ έντονη είναι και η παρουσία των Seth Rogen και Evan Goldberg (οι οποίοι φέτος μας έφεραν στους τηλεοπτικούς μας δείκτες και ένα ακόμα κόμικ του Garth Ennis, το The Boys). Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους αυτός που ξεχωρίζει για άλλη μία φορά είναι φυσικά ο εξαιρετικός Cassidy του Joseph Giligun (This is England, Misfits). Ο βρυκόλακας με την ιρλανδική προφορά τον οποίο ενσαρκώνει έχει κάποιες από τις καλύτερες στιγμές του σε αυτόν τον κύκλο και καταφέρνει για άλλη μία φορά να μας κάνει να τον αγαπήσουμε. Ο Dominic Cooper (Captain America) δείχνει να περνάει υπέροχα για άλλη μία φορά στον ρόλο του Jesse Custer ενώ Ruth Negga (Warcraft, Ad Astra) μας δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία της Tulip O’Hare φέρνοντας για άλλη μία φορά στο προσκήνιο τη συζήτηση για diverse ηθοποιούς στη μαζική κουλτούρα. Το τρίο διακατέχεται από μία εξαιρετική χημεία η οποία φαίνεται σε όλη τη διάρκεια του κύκλου. Εξαιρετικές ερμηνείες έχουμε και από τον Ian Coletti στον ρόλο του “Arseface” αλλά και από τον Noah Taylor (Game of Thrones) και τον Tyson Ritter (Lodge 49) στον ρόλο των… Χίτλερ και του Χριστού αντίστοιχα. Και φυσικά πρέπει να αναφέρουμε και τον Herr Star του εξαιρετικού Pip Torrens (The Crown, Poldark) ο χαρακτήρας του οποίου είναι κυριολεκτικά κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του εμφανισιακά ενώ και ο ίδιος καταφέρνει να ενσαρκώσει με απίστευτη ακρίβεια τον ανταγωνιστή της ιστορίας.
Δυστυχώς όμως η σειρά καταφέρνει μέσα σε έναν κύκλο να γκρεμίσει ότι με κόπο είχε χτίσει μέσα στους τρεις προηγούμενους. Κρυμμένη κάτω από το πρίσμα της καφρίλας η σειρά παρουσιάζει μία έντονη ανασφάλεια που καταλογίζεται στην αδυναμία της να καταλάβει που πάει. Καταλήγει να τραβάει την ιστορία της υπερβολικά μέσα από σκηνοθετικές τρύπες απλά για να γεμίσει τον τηλεοπτικό της χρόνο και όλο δείχνει να οδηγείτε σε μία κορύφωση η οποία εν τέλει δεν έρχεται ποτέ. Δηλαδή, έρχεται αλλά όχι με τον τρόπο που θα το θέλαμε και σίγουρα όχι αντάξια ενός τελευταίου κύκλου. Η σειρά κλείνει με ένα άνευρο τέλος το οποίο δεν στέκεται αντάξια ούτε στις προσδοκίες των τηλεθεατών, ούτε και στους αναγνώστες του κόμικ.
Το Preacher δεν ήταν μια τέλεια σειρά. Από την πρώτη του στιγμή είχε αρκετά προβλήματα ενώ και το γεγονός ότι βασιζόταν σε ένα από τα καλύτερα κόμικ όλων των εποχών δεν έκανε καλύτερη τη θέση της. Ήταν όμως μία σειρά που παρά τα προβλήματά της κατάφερνε να συνοδεύετε από μία σπιρτάδα και από ένα πνεύμα τα οποία την έκαναν να ξεχωρίζει από άλλες αντίστοιχες σειρές. Δυστυχώς όμως ο τελευταίος κύκλος της και το κακό τέλος της, της στέρησαν την ευκαιρία να τη θυμόμαστε ως κάτι το κλασσικό. Το Preacher σε ένα γενικό σύνολο ήταν μία comic book σειρά η οποία προσπάθησε να αποκοπεί από την τεράστια φήμη που συνοδευόταν από το όνομά της και να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Δυστυχώς όμως από την αρχή της έλειπε αυτό το κάτι το οποίο θα την έκανε να μείνει με κάποιον τρόπο στην καρδιά μας και παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές της δεν μπόρεσε να το βρει ποτέ.