«Γίνε αφεντικό του εαυτού σου» προσκαλούν συχνά τα σύγχρονα ιδεολογήματα της αγοράς, με την υπόσχεση μίας καλύτερης προοπτικής, ενός σύγχρονου καπιταλιστικού ονείρου. Όμως κάτω απ’ τις υποσχέσεις ευημερίας και τα όμορφα λόγια συνήθως υποκρύπτονται νέοι τρόποι εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο η τεχνολογία αντί να αξιοποιηθεί για την ελάφρυνση του μόχθου της εργασίας και τη μείωση των ωραρίων, αντιθέτως εργαλειοποιείται στην προσπάθεια εξόδου της αγοράς απ’ την οικονομική κρίση εις βάρος των εργαζομένων.
Ο Ken Loach είναι ένας σκηνοθέτης που δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του, ούτε μέσα απ’ τις ταινίες του αλλά ούτε και απ’ τις πολιτικές θέσεις που εξέφρασε σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές. Στην περσινή του ταινία Sorry we Missed you ανέδειξε τις πιο ακραίες σύγχρονες μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης στις δυτικές κοινωνίες της εποχής της κρίσης του συστήματος. Πιο συγκεκριμένα ασχολείται με την εντεινόμενη προσπάθεια του κεφαλαίου τα τελευταία χρόνια να uber-οποιήσει τομείς της σύγχρονης εργασιακής απασχόλησης. Όπως και η προηγούμενη ταινία του, το «I, Daniel Blake», ο ρεαλισμός της σύγχρονης πραγματικότητας δεν επιτρέπει ωραιοποιήσεις και happy endings για τη σύγχρονη εργατική τάξη, που έχοντας βιώσει μία διεθνή οικονομική κρίση βρίσκεται σήμερα σε χειρότερη οικονομική και κοινωνική θέση, την ίδια ώρα που οι εργοδότες βρίσκουν νέους τρόπους να μειώνουν το εργατικό τους κόστος και να απεκδυθούν των υποχρεώσεών τους απέναντι στους εργαζόμενούς τους.
Στο Sorry we Missed you ο Ken Loach αναδεικνύει τις σκληρές επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων από τις νέες ακραίες μορφές ελαστικοποίησης της εργασίας. Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ένα ζευγάρι βιοπαλαιστών που εργάζονται υπό εξαντλητικές εργασιακές συνθήκες προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές βιωτικό επίπεδο στα δύο παιδιά τους, την ίδια στιγμή που είναι πλημμυρισμένοι από χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που διέψευσε τις προσδοκίες τους για μία καλύτερη ζωή και τσάκισε τα όνειρά τους.
Και οι δύο απασχολούνται σε τομείς της σύγχρονης ελαστικής εργασίας, ο Rick σε μία εταιρεία ταχυμεταφορών ενώ η Abbie φροντίζει άτομα που χρειάζονται βοήθεια μέσω μίας εταιρείας με την οποία συμβάλλεται με τη μορφή της σύμβασης μηδενικών ωρών απασχόλησης (zero hour contract). Κανείς απ’ τους δύο δηλαδή δεν έχει μία σταθερή εργασία με πλήρη απασχόληση, σταθερό ωράριο και εξασφαλισμένο μηνιαίο εισόδημα.
Ο Rick υποτίθεται ότι είναι αυτοαπασχολούμενος (σύμφωνα με τα λεγόμενα της εταιρείας στην οποία δουλεύει) η οποία υιοθετεί το «μοντέλο Uber», δηλαδή μία μορφή εργασιακής σχέσης που υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία των απασχολούμενων σε αυτήν, προκειμένου η εργοδότρια εταιρεία να παρακάμψει τις υποχρεώσεις που της επιβάλλει το εργατικό δίκαιο απέναντι στους -στην πραγματικότητα- εργαζόμενούς της. Έτσι ο υπεύθυνος της εταιρείας συνεχώς υπενθυμίζει στον Rick ότι είναι «αυτοαπασχολούμενος στο franchise» τους κι επομένως εκείνος αποφασίζει με τι ένταση θα εργαστεί και τι εισόδημα θα εξασφαλίσει από την εργασία του. Όμως συγχρόνως επιβάλλει στον Rick και τους συναδέλφους του να πετυχαίνουν τους στόχους της εταιρείας προκειμένου να μην έχουν κυρώσεις, ενώ τα ωράριά τους καταλήγουν εξαντλητικά, χωρίς χρόνο ανάπαυσης, ούτε δυνατότητα για άδεια (τουλάχιστον χωρίς επιβολή υψηλού μεγέθους οικονομικής κύρωσης). Γρήγορα το όνειρο της «αυτοαπασχόλησης» που υποσχόταν η εταιρεία καταρρέει και παίρνει σάρκα και οστά ένα σύγχρονο εργασιακό κάτεργο.*
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα «γίνε αφεντικό του εαυτού σου» που παρουσιάζεται στην αρχή της ταινίας, στην πραγματικότητα είναι μία πονηρή ιδέα των επιχειρήσεων να μετακυλίσουν το κόστος και τον επιχειρηματικό κίνδυνο στον εργαζόμενο. Όπως το έχει εξηγήσει ο Maurizio Lazzarato στο βιβλίο του «Η Κατασκευή του Χρεωμένου Ανθρώπου», η ψεύτικη υπόσχεση ότι «υποτίθεται ότι θα συνεισέφερε στην «εργασία» η «εργασία επί του εαυτου», από την άποψη της χειραφέτησης (απόλαυση, αυτοπραγμάτωση, αναγνώριση, πειραματισμός γύρω από μορφές ζωής, κινητικότητα) αντιστράφηκε στην επιταγή να αναλαμβάνει το ίδιο το άτομο τα ρίσκα και τα έξοδα που δεν θέλουν να επωμιστούν ούτε οι επιχειρήσεις ούτε το κράτος. […] Οι σύγχρονες νεοφιλελεύθερες πολιτικές παράγουν ένα ανθρώπινο κεφάλαιο ή έναν «επιχειρηματία του εαυτού του» περισσότερο ή λιγότερο χρεωμένο και περισσότερο ή λιγότερο φτωχό, αλλά σε κάθε περίπτωση πάντα επισφαλή».
Με αντίστοιχα εξαντλητικούς όρους εργάζεται και η Abbie, η σύζυγος του Rick, η οποία απασχολείται με μία άλλη ελαστική μορφή εργασίας, τη σύμβαση μηδενικών ωρών απασχόλησης, που δεν τη γνωρίζουμε στην Ελλάδα (αφού το ελληνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την εφαρμογή της), όμως διαδίδεται ταχέως στις οικονομίες των αγγλοσαξωνικών χωρών και σε ορισμένες άλλες χώρες της Ευρώπης. Με τη σύμβαση αυτή η Abbie δεν έχει καμία εξασφάλιση για το αν θα εργαστεί μέσα στην ημέρα και για πόσο χρόνο θα απασχοληθεί και κατά συνέπεια δεν έχει εξασφαλισμένο μηνιαίο εισόδημα. Όταν το εξηγεί αυτό σε μία απ’ τις ηλικιωμένες γυναίκες που φροντίζει, εκείνη αναρωτιέται «μα πού πήγε το 8ωρο;». Έτσι η εταιρεία την καλεί να δουλέψει όποτε την χρειάζεται (ακόμα και βράδια) και σε όποιον «πελάτη» της έχει ανάγκη φροντίδας εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό καταλήγει να βρίσκεται όλη μέρα στους δρόμους και να ταλαιπωρείται στις στάσεις και στα λεωφορεία προκειμένου να προλάβει να επισκεφθεί όλους τους «πελάτες» που της έχουν ανατεθεί. Παράλληλα πρέπει να φροντίζει και το σπίτι της, να επιλύει τα (σχολικά και εξωσχολικά) προβλήματα των δύο παιδιών της και προσπαθεί να εγγυάται την ισορροπία στην οικογένειά της. Παρά τις αντίξοες συνθήκες πάντως η Abbie είναι πολύ τρυφερή με όλους, με τα μέλη της οικογένειάς της αλλά και με τα άτομα που καλείται να φροντίσει, τα οποία δυσανασχετεί όταν τα αποκαλεί «πελάτες» η εταιρεία της. Η φιλοτιμία και η εγκαρδιότητα της Abbie βρίσκεται σε μία διαρκή ηθική σύγκρουση με την εταιρεία της που βλέπει τους ανθρώπους μόνο ως αριθμούς, ως ραντεβού που πρέπει να προλάβουν να εξυπηρετήσουν προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα της ημέρας.
Η σκηνοθεσία του Ken Loach, όπως και το σενάριο της ταινίας, εστιάζει στο ρεαλισμό. Η σκηνοθετική του ματιά δεν αναζητά εντυπωσιακά πλάνα. Στόχος του είναι να αφηγηθεί μία ιστορία που βρίσκεται όσο το δυνατόν κοντύτερα στην πραγματικότητα μίας οικογένειας εργαζομένων στη σημερινή Αγγλία των ελαστικών μορφών απασχόλησης και των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι τυχαία εξάλλου και η επιλογή των πρωταγωνιστών του, οι οποίοι δεν επιλέγονται με κριτήριο την εξωτερική τους εμφάνιση -που πιθανόν να τους έκαναν πιο συμπαθείς στους θεατές- αλλά την ενσάρκωση με ρεαλιστικούς όρους μίας οικογένειας της σύγχρονης εργατικής τάξης που κύριο μέλημά τους έχουν να εγγυηθούν στα παιδιά τους αξιοπρεπείς όρους επιβίωσης και να τους βοηθήσουν να θέσουν τα θεμέλια για μία καλύτερη μελλοντική προοπτική. Πρόκειται για δύο σύγχρονους μεσήλικες working class heroes, που δεν έχουν τη ρωμαλέα μορφή με την οποία θα αποτυπώνονταν ίσως σε μία σοβιετική αφίσα, όμως έχουν χαραγμένη στα πρόσωπά τους την συσσωρευμένη κούραση απ’ όλη την τελευταία δεκαετία της κρίσης και απ’ τα σύγχρονα εργασιακά κάτεργα στα οποία αναγκάζονται να αναζητήσουν την επιβίωσή τους.
Ο ρεαλισμός της ταινίας δεν αφήνει περιθώρια για happy ending. Ο Ken Loach δεν είναι ο σκηνοθέτης που θα ξεχωρίσει τους πρωταγωνιστές του απ’ τη γενικότερη κοινωνικο-ιστορική συγκυρία, επιτρέποντάς τους να αποδράσουν σε ένα σύγχρονο καπιταλιστικό όνειρο. Κόντρα στις ψεύτικες υποσχέσεις της αγοράς, ο Loach μας καλωσορίζει στην «έρημο του πραγματικού», αποκαλύπτοντας το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού που προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση του χωρίς να υπολογίζει τα θύματα των εργασιακών κάτεργων που στήνει πίσω από όμορφες ταμπέλες και καλοστημένες διαφημιστικές καμπάνιες. Με αυτό τον τρόπο το Sorry we Missed you εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία των ταινιών που αναδεικνύουν τη σκληρή πραγματικότητα των εργαζόμενων της εποχής μας, πίσω απ’ τα απρόσωπα νούμερα και τις οικονομικές αναλύσεις, και τοποθετείται δίπλα σε ταινίες που ανέδειξαν πτυχές αυτής της πραγματικότητας όπως το Two Days, One Night των αδερφών Dardenne, ο Νόμος της Αγοράς , οι Δευτέρες με Λιακάδα και το (κλασσικό πλέον) Τσεκούρι του Γαβρά.
*Το μοντέλο της uber-οποίησης, που παρουσιάζει απόλυτα εύστοχα και ρεαλιστικά η ταινία αποτελεί μία διεθνώς ανερχόμενη μορφή απασχόλησης (το crowdworking) που χρησιμοποιούν εταιρείες προκειμένου να παρακάμψουν το εργατικό δίκαιο και να μειώσουν στο ελάχιστο το εργατικό τους κόστος. Απ’ τη χώρα μας έχει περάσει και η Uber, η λειτουργία της οποίας έχει -προς το παρόν- σταματήσει, ενώ αυτή την περίοδο με παρόμοιο μοντέλο δραστηριοποιείται η εταιρεία ταχυμεταφορών Wolt, για την κατάσταση των εργαζομένων της οποίας έκανε πριν λίγες εβδομάδες ένα διεισδυτικό ρεπορτάζ ο Τάσος Γιαννόπουλος στην Εφημερίδα των Συντακτών.