Απλά και ξεκάθαρα, το Spider-man: Ιnto the Spiderverse είναι η καλύτερη δυνατή ταινία Spider-man που θα μπορούσαμε να έχουμε. Όσο διασκεδαστικός και να είναι ο Spider-man του Τοm Holland (σε μικρές δόσεις γιατί στην solo περιπέτεια του δεν μας γέμισε το μάτι), δεν μπορεί να συγκριθεί με την comic κληρονομιά του χαρακτήρα. Και είναι ακριβώς αυτή η κληρονομιά, με το χιούμορ, τη τραγικότητα, την αγωνία και την μεταξύ τους ισορροπία που έρχεται στην μεγάλη οθόνη.
Αυτό τελικά είναι θετικό που γίνεται σε animation μορφή καθώς έτσι είναι ελεύθερη από τα άγχη των μεγάλων live action παραγωγών και έχει μεγάλη δημιουργική ελευθερία, τόσο στο τι επιτρέπεται να δειχθεί όσο και στο πως, χάρη στις τεχνικές δυνατότητες του animation. Και πράγματι, η ταινία κυριολεκτικά εκρήγνυται από ενέργεια, κέφι και δύναμη. Η έντονα pop αισθητικής, μπολιασμένη με μια γερή δόση comic book σημαινόντων, με μεγάλες ηχοποιημένες λέξεις (POW, AWWWW) να πιάνουν συχνά διάφορα μέρη της οθόνης αποτίοντας φόρο τιμής στην πιο ξέγνοιαστη πλευρά των comics. Το ρευστό και αεικίνητο περιβάλλον πλημμυρίζει την οθόνη και παίρνει τον ρόλο του σαν ζωντανό μέρος της ταινίας, δίνοτας στα swings των αραχνάκηδων μια συναρπαστική νέα προοπτική, την οποία δεν είχαμε δει μέχρι τώρα στη μεγάλη αλλά ούτε στη μικρή οθόνη. Ούτε καν στο δημοφιλές πρόσφατο videogame.
Ωστόσο, όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι η ταινία σε τεχνικό επίπεδο, το βάρος της πέφτει στους χαρακτήρες και ιδιαίτερα στον Μiles Morales, έναν έφηβο που παίρνει τον μανδύα του Spider-man απρόθυμα αλλά καθόλου μηχανικά. Σε αντίθεση με την γεμάτη κλισέ και οριακά κολλημένη απεικόνιση των εφήβων που είδαμε στο Homecoming, oι σκηνοθέτες Bob Persichetti (Le Petit Prince , The Curse of the Were-Rabbit) και ο Peter Ramsey (Duck Duck Goose,Sausage Party) αποδίδουν τον Morales με πλήρη ενάργεια του τι σημαίνει εφηβεία: πάθος, ζωή, αμηχανία και ανάγκη/ πίεση να ανακαλύψεις τι και ποιος θες τελικά να είσαι. Αυτό το διπλό άγχος, σύμπτωμα τόσο βιολογικό όσο και, πολύ περισσότερο πολιτισμικό, διαποτίζει τις κινήσεις και τις αποφάσεις του Μοrales, τον οποίο βλέπουμε να μεταμορφώνεται σε Spider-man μπροστά στα μάτια μας, μακριά από μία ακόμα απεικόνιση της κλασσικής ιστορίας με τον θείο Ben. Όλο το ύφος της ταινίας μάλιστα φαίνεται να είναι εστιασμένο σε αυτά τα ερωτήματα: πως μπορούμε να κάνουμε/ γίνουμε μια ταινία με τον/ τους Spider-man/ men/women που να μην ξαναπιάνει ένα χιλιοειπωμένο origin (το οποίο μάλιστα κοροϊδεύει συχνά. Καλοκάγαθα αλλά αυστηρά). Πως μπορούμε να χωρέσουμε σε 2 ώρες μια εικόνα της κληρονομιάς του Αραχνάνθρωπου;
Η απάντηση ήταν στο Spider- Verse, ή τουλάχιστον μια χιουμοριστική,συντομευμένη του απεικόνιση η οποία μας προσφέρει νέους χαρακτήρες (και την πρώτη εμφάνιση του Spider- Ηam). Eίναι, εκτός από τον πυρήνα της ιστορίας, και ένα τρικ για να γεμίσει η οθόνη αραχνάνθρωπους, οι οποίοι δουλεύουν σε δύο ταχύτητες, με το πρώτο team (Morales. Peter Parker και Gwen Stacey) να έχει τον πρώτο λόγο. Ωστόσο όλοι έχουν τον χρόνο να αναπτυχθούν και να γνωριστούν με το κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο μαζί τους (αν και όσοι είναι έχουν κάποια παραπάνω treats με την μορφή easter eggs, όπως επίσης και ένα animated και πολύ συγκινητικό αντίο στον Stan Lee). Bλέπουμε, με μαεστρία και ενθουσιασμό την σταθερά πίσω από τους Spider-people, που δεν είναι ούτε οι δυνάμεις αράχνης, ούτε το σήμα, ούτε τα χρώματα της αμερικάνικης σημαίας. Είναι, εδώ περισσότερο από κάθε τι, η αγωνία των νέων. Και σε αυτή την αγωνία, η ταινία προτάσσει την δική της αλληλεγγύη. Με πολύ comic, γνήσια spider-manικό χιούμορ που σπάει τις (πολλές) στιγμές έντασης και συγκίνησης, το πετυχαίνει απόλυτα.
Αν πρέπει να δείτε μόνο μια υπερηρωική ταινία αυτή τη βδομάδα, ας είναι αυτή. Ποιος ξέρει αν ποτέ ο Spider-man βρει τόσο σωστή απεικόνιση στην μεγάλη οθόνη όσο εδώ.