Μια πνιγηρή καλοκαιρινή ημέρα στην ιρλανδική επαρχία της δεκαετίας του ’80, ένας άντρας αφήνει τη μικρή του κόρη στην οικογένεια της αδελφής της γυναίκας του. Οι ίδιοι υποφέρουν οικονομικά, η μητέρα είναι έγκυος σε ένα ακόμα μωρό, έτσι το κορίτσι θα μείνει στους Κινσέλα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Εκεί, θα λάβει πολύ περισσότερη γονική φροντίδα και αγάπη από όση λάμβανε ποτέ στη δική της οικογένεια, θα είναι επιτέλους γαλήνια και ευτυχισμένη – όμως, ένα τραγικό μυστικό πλανάται πάνω από τη φάρμα των Κινσέλα, μια οικογενειακή τραγωδία που δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί.
Η Ιρλανδή Claire Keegan έγινε ευρύτερα γνωστή με τη νουβέλα της, Μικρά πράγματα σαν κι αυτά, ένα ντικενσιανής υφής χριστουγεννιάτικο αφήγημα που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2021. Πριν από αυτό, όμως, η Keegan είχε γράψει πληθώρα από συλλογές διηγημάτων και νουβέλες, μεταξύ των οποίων Τα τρία φώτα, που εκδόθηκε τώρα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Μαρτίνας Ασκητοπούλου. Η νουβέλα, που έχει μάλιστα μεταφερθεί, με απόλυτη επιτυχία, στη μεγάλη οθόνη από τον Colm Bairéad με τον τίτλο The quiet girl, είναι μια τρυφερή ελεγεία για την παιδική ψυχή, τη γονική αγάπη, αλλά και την απώλεια.
Η αφηγήτρια, ένα μικρό κορίτσι που παραμένει πάντοτε ανώνυμο, βρίσκεται στο αμάξι του πατέρα της μια καυτή ημέρα του ιρλανδικού καλοκαιριού, με προορισμό το σπιτικό των Κινσέλα, την οικογένεια της αδελφής της μητέρας της, που θα αναλάβουν τη φροντίδα της για όσο θέλουν, για όσο χρειαστεί. Η Keegan ψυχογραφεί την αφηγήτριά της, περιγράφει όλες τις λεπτές και διαρκώς εναλλασσόμενες αποχρώσεις του συναισθήματός της, από το άγχος και την ανασφάλεια για το άγνωστο, τη λύπη για τη γονική απόρριψη, μέχρι τη ζεστασιά και τη γαλήνη όταν επιτέλους λαμβάνει την απαραίτητη για την ευημερία της παιδικής ψυχής φροντίδα και προσοχή, ένα είδος απρόσμενης μα καθ’ όλα επιθυμητής ευτυχίας. Οι Κινσέλα την ταΐζουν αχνιστή πίτα με ραβέντι, την πλένουν με καψαλιστό νερό, τρίβουν υπομονετικά τους λεκέδες της αμέλειας και της αδιαφορίας από πάνω της, της αγοράζουν καινούρια ρούχα και ζαχαρωτά, αποσιωπούν διακριτικά τα βρεγμένα σεντόνια της το βράδυ, και εκείνη για πρώτη φορά αισθάνεται ορατή, σημαντική, νιώθει πως αγαπιέται.
Όμως, κάθε οικογένεια κρύβει φαντάσματα, ανείπωτες αλήθειες και τραύματα του παρελθόντος, και εκείνη των Κινσέλα, το σπιτικό όπου δεν υπάρχουν μυστικά, έχει, στην πραγματικότητα, τα δικά της. Η τραγωδία ίπταται πάνω από τις ζωές τους και απειλεί να καταστρέψει την ειδυλλιακή καθημερινότητά τους, είναι απτή στην ατμόσφαιρα παρότι παραμένει κρυφή, μέχρι φυσικά την τελική αποκάλυψή της. Ακόμα και τότε, όμως, η Keegan συνεχίζει να γράφει με την ίδια νηφαλιότητα, με την ίδια αποστασιοποίηση και ηρεμία, με ελάχιστους διαλόγους και προσεκτικά τοποθετημένες φράσεις, μέχρι την τελική δραματική κορύφωση, ένα συναισθηματικό κρεσέντο που σπαράζει την καρδιά.
Στην πεζογραφία της Keegan, μυστικά και αλήθειες υπαινίσσονται παρά εκτίθενται επεξηγηματικά, το υπόβαθρο, υλικό και ψυχοσυναισθηματικό, των δύο οικογενειών, οι μεταξύ τους σχέσεις, οι σκέψεις και τα προβλήματά τους, ψιθυρίζονται υπαινικτικά από την Keegan στο αυτί του αναγνώστη. Όλα τα συστατικά στοιχεία της παραδοσιακής ιρλανδικής ιστορίας βρίσκονται εδώ – η ιρλανδική επαρχία, η αγροτική ζωή και η καθημερινή βιοπάλη, η καθολική πίστη και οι σφιχτοδεμένες κοινότητες, ο μέθυσος και χαρτοπαίκτης πατέρας, η υπομένουσα έγκυος μητέρα, και στο πολιτικό φόντο οι Ταραχές και οι κλιμακούμενες απεργίες πείνας της δεκαετίας του ’80 – όμως οι χαρακτήρες δεν ενδύονται τους αρχετυπικούς ρόλους που τους έχουν απονεμηθεί, είναι σάρκινοι και αυθεντικοί. Η Keegan δεν είναι σκληρή και καταγγελτική απέναντι στους απόντες γονείς, τους προσεγγίζει με συμπόνια και επιείκεια και προσπαθεί να τους κατανοήσει, αυτό που την ενδιαφέρει είναι να ερευνήσει τις γκρίζες ηθικές ζώνες και την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην ταξική/οικονομική τους θέση και τις αποφάσεις τους.
Με το χαρακτηριστικό ύφος και μορφή της πρόζας της, η Keegan εντρυφεί περισσότερο στις περιγραφές, φυσικών τοπίων και καθημερινών τελετουργιών, αποτυπώνει με μεθοδική λεπτοδουλειά κάθε λεπτομέρεια του σκηνικού της ιστορίας της: η κατάφυτη ιρλανδική επαρχία, ο καυτός καλοκαιρινός ήλιος, οι λευκοί, ασβεστωμένοι τοίχοι της φάρμας των Κινσέλα, η μυρωδιά της πίτας από ραβέντι που μόλις βγήκε από τον φούρνο. Μέσα από τις περιγραφές αυτές και τους συμβολισμούς τους αναδύονται οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι εσωτερικές μεταβάσεις και συγκρούσεις των χαρακτήρων της – σαν το μοσχαράκι στη φάρμα που δεν βυζαίνει τη μητέρα του αλλά το υποκατάστατο γάλακτος, παρ’ όλα αυτά παραμένει ικανοποιημένο, έτσι και το κορίτσι βρίσκει τη δική του, προσωπική, μικρή γωνίτσα θαλπωρής και ευτυχίας στην υποκατάστατη οικογένειά της, σαν το τρίτο φως που απρόσμενα ανάβει ανάμεσα στους δύο μονήρεις φάρους στην απέναντι ακτή, έτσι εκείνη με την παιδικότητα και την αγνή, άδολη αγάπη της φωτίζει την κατακερματισμένη οικογένεια των Κινσέλα.
Μια χαμηλόφωνα σπαρακτική ιστορία για τη γονική αμέλεια και το τίμημά της στην παιδική ψυχή, για την απολεσθείσα αθωότητα, για την απώλεια και το πένθος, μα και για την οικογένεια και την αγάπη, για τις αχτίδες συμπόνιας, τρυφερότητας και φροντίδας που βρίσκονται ακόμα και στα πιο δύσβατα και σκοτεινά σημεία. Η Claire Keegan αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, τη μαστοριά της στη μικρή φόρμα και δικαιώνει την εξέχουσα θέση που έχει λάβει στη σύγχρονη ιρλανδική πεζογραφία.