O Joel και Ethan Coen γενικά δεν χρειάζονται συστάσεις. Το δίδυμο κατάφερε, με σχετικά πενιχρά μέσα, αλλά τεράστια επιτυχία, να καθιερώσει μια δική του διάλεκτο στην μεγάλη οθόνη και να προσεγγίσει με έναν πρωτότυπο την κινηματογραφική γλώσσα. Γενικά, το ξεχωριστό κινηματογραφικό στυλ είναι μια ιδιαίτερα σημαντική υπόθεση, ειδικά με μια εποχή που έχει συνηθίσει τόσο πολύ την επαναδιατύπωση των ίδιων πραγμάτων με σχεδόν ίδιο τρόπο. Αυτή η εβραιοαμερικάνικη, εντελώς δική τους, κινηματογραφική ακόμα και όταν κάνει τηλεόραση, “ντοπιολαλιά” μας έδωσε εξαιρετικά παραδείγματα μιας λεπτής ισορροπίας μεταξύ κυνισμού και ευαισθησίας, σκατοψυχιάς και τρυφερότητας, δράματος και χιούμορ. Το ιδιαίτερο, καθαρά μεταμοντέρνο, πάντα αυτοαναφορικό μείγμα και η αδιαφορία για τα όρια των genres που έχουν οι Coen μας έδωσε έργα όπως το Fargo και το No Country for Old Men, ίσως το mangum opus τους, αλλά και πολλά άλλα. Βέβαια δεν ήταν πάντα χωρίς αστοχίες. Η γλώσσας τους είχε πολλές απώλειες στην μετάφραση και πολύ συχνά δεν κατάφεραν να υψώσουν την οξύτητα του χιούμορ τους εκεί που μας είχα αυτοί συνηθίσει. Η κριτική τους έχανε. Για κάθε Miller’s Crossing υπάρχει και ένα Ladykillers, για ένα Barton Fink ένα Hail Ceasar.
Επίσης γνωστή είναι και η σχέση των Coen με την Δύση και την μυθολογία της. Ως δημιουργοί αρέσκονταν στο να αναμοχλεύουν την φαντασιακή ιστορία της πατρίδας τους, το πως έφτασε η Αμερική να θεωρεί όπως θεωρεί τον εαυτό της, ανεξάρτητα από την ιστορική πραγματικότητα. Το Hail Ceasar είναι ίσως το πιο πρόδηλο παράδειγμα τέτοιας ταινίας τους: μια περίπτωση όπου οι παρανοϊκοί φόβοι του Κόκκινου Κυνηγιού βρίσκουν μια χιουμοριστική πραγματοποίηση και η παραγωγή των western παίρνει την πρώτη θέση. Με το τελευταίο οι ίδιοι οι Coen ως δημιουργοί δεν είναι ξένοι, έχοντας δημιουργήσει μερικά από τα καλύτερα (αναθεωρητικά) (neo)western που έχουμε δει, όπως το No Country for Old Men και μερικά απλά πολύ καλά, όπως το remake του Τrue Grit, το οποίο όμως λίγα είχε να προσθέσει στην αρχική ταινία. Το Τhe Ballad of Buster Scruggs, ως πρωτότυπη δημιουργία, και μάλιστα για την streaming τηλεόραση του Netflix ήταν κάτι που το περιμέναμε πάρα πολύ, αλλά δυστυχώς βρίσκεται κάπου στη μέση.
Η ανθολογία αρχικά προετοιμαζόταν να λειτουργήσει ως σειρά και θα ήταν πράγματι καλύτερα να γίνει έτσι τελικά, καθώς το στρυφνό χιούμορ των Coen λειτουργεί καλύτερα ως σφηνάκι ή τουλάχιστον αραιωμένο σε μια δόση των 2+ ωρών. Τα 6 σφηνάκια όμως που αποτελούν την Μπαλάντα, τα οποία το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι λαμβάνουν χώρα στην Άγρια Δύση, τελικά κουράζουν με την συνεχή απόπειρα των δημιουργών για κυνικές ανατροπές, οι οποίες τελικά, πέρα από το σοκ και την αυταρέσκεια των δημιουργών για την πίστη στο στυλ τους λίγα προσφέρουν τόσο στον γνώστη του σινεμά των Coen όσο και σε αυτό που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους. Την ίδια στιγμή οι ανατροπές είναι, τις περισσότερες φορές, ex machina ή εντελώς βεβιασμένες και έτσι φαντάζουν περισσότερο σαν κάποιο εξεζητημένο τρικ παρά ουσιώδης σκηνοθετική παρέμβαση. Σαν ταχυδακτυλουργοί που βγάζουν νεκρούς λαγούς από καπέλα για να τρομάξουν τα παιδιά- μόνο που οι λαγοί είναι πολυκαιρισμένοι και πλέον μυρίζουν πριν καν βγουν από το καπέλο.
Ωστόσο, οι Coen δεν περιορίζονται στα τεχνάσματα/ φαντάσματα του άλλοτε στυλ τους. Οι ιστορίες που απαρτίζουν την ανθολογία μαρτυρούν αφενός μια εξαιρετική γνώση του είδους του στο set up, στη φωτογραφία, στην καθοδήγηση των ηθοποιών, στο μοντάζ, ακόμα και στα εφέ, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες για ένα παραδοσιακό (οπτικά) και αναθεωρητικό (θεματικά) western ταυτόχρονα. Αφετέρου το δίδυμο, μέσα από τις ιστορίες- συμβολισμούς ουσιαστικά βρίσκουν την ευκαιρία να μιλήσουν για μια σειρά χαρούμενων πραγμάτων που άπτονται του ενδιαφέροντος του. Αυτά είναι ο ανταγωνισμός, που σημαίνει άμεσο θάνατο στην κοινωνία μας, σαν έναν πιστολέρο που δεν είναι πια ο γρήγορος της Δύσης (“The Ballad of Buster Scruggs“) ο παραλογισμός της δικαιοσύνης σε μια σπιντάντη καφκική μεταφορά και η τρέλα του κέρδους (γενική κτητική, υποκειμενική και αντικειμενική) (“Near Algodones” και “All Gold Canyon” αντίστοιχα και διαπλεκόμενα) η κατάφωρη περιφρόνηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας προς χάρη της πρόσκαιρης και υποτιμητικής για την νοημοσύνη και αξιοπρέπεια (σεφερλική) διασκέδασης (“Meal Ticket“) , το ατέρμονο άγχος της οικογενειακής/ συζυγικής/ μοναχικής ζωής και την μάταιη απόπειρα γεφύρωσης του (“The Gal Who Got Rattled“) και, τελικά, μια καθαρά κοενική, κωμική συζήτηση για την ηθική και τον θάνατο που κλείνει ευθέως το μάτι στην μεταφυσική καταγωγή του σινεμά των Coen (The Mortal Remains).
Η ποικίλη αυτή θεματολογία ανατέμνει τον χρόνο και χρησιμοποιεί το western και το παρελθόν για να μιλήσει για πράγματα που ενώ απασχολούσαν παραδοσιακά την Δύση και δη τις ΗΠΑ, όπου η κοινωνία δομήθηκε πάνω στα σαθρά αυτά θεμέλια, δεν είχαν συχνά αυτή την απεικόνιση. Η σκληρή, σκωπτική αλλά και ανθρώπινη κριτική των Coen, μπορεί να χάνει τον στόχο της, όμως αυτός ο στόχος είναι ο σωστός: αποδεικνύει πως ακόμα και αν δεν ξέρουν (πια) πως να μιλήσουν, ξέρουν για ποιο πράγμα. Ξέρουν τα βαθιά οικονομικά, καλλιτεχνικά και ηθικά προβλήματα της εποχής, την αυταπάτη του μέλλοντος των κατοίκων της Άγριας Δύσης και την δυσθυμία των κατοίκων της σύγχρονης πολιτισμικής Δύσης. Και βλέπουν τους καλλιτέχνες χωρίς χέρια και πόδια, ανήμπορους να πράξουν κάτι πέρα από μια αναμόχλευση μιας ένδοξης πεπερασμένης δημιουργίας. Και βλέπουν τους τρελούς τραπεζίτες να καταδικάζουν κόσμο σε θάνατο. Και βλέπουν ανθρώπους τσακισμένους να αγωνιούν και τελικά να πεθαίνουν από τις φοβίες τους. Οι σύντομες, δηλητηριώδεις ιστορίες, η κάθε μία με την δική της θεματική και τεμαχίζουν το παρόν για να μπορέσουν να το σχολιάσουν, με τον λειψό τους τρόπο. Και έτσι οι Coen μας δίνουν μερικά απτά παραδείγματα του πως το παρόν μιλά μέσα από μανιέρες του παρελθόντος. Κατακερματισμένες, τυχαίες στιγμές χωροχρόνου που συναντήθηκαν στο ψηφιακό περιβάλλον. Και αυτό καθιστά το Τhe Ballad of Buster Scruggs ένα έργο που αξίζει κάτι πολύ παραπάνω από το να γεμίσει ένα βαριεστημένο βράδυ Παρασκευής.
Mέσα σε αυτές τις στιγμές κοενικού χιούμορ, μια πλειάδα ηθοποιών, όπως ο Liam Neeson ( Batman Begins, Michael Collins,) ο James Franco (Disaster Artist, Spiderman) ,ο Tim Blake Nelson ( Unbreakable Kimmy Schmidt, Fantastic 4 , O Brother, Where Art Thou? ), ο Tom Waits (Peaky Blinders, Down by the Law) και η χαρισματική Zoe Kazan (Bored to Death, Our Brand Is Crisis) βρίσκουν την ευκαιρία να ξεχυθούν στην γη των αυτόχθονων που κλάπηκε από τους καουμπόηδες, να πυροβολήσουν, να σκοτώσουν και, τελικά, να πεθάνουν, με διάφορους ευρηματικούς τρόπους. Εστιάζοντας άλλοτε στην απόλυτη σιωπή και το physic για ακόμα πιο αισθητό σοκ (Liam Neeson) και άλλοτε στην παράδοξη φλυαρία, το στήσιμο και την φυσιογνωμία (Tim Blake Nelson), το Τhe Ballad of Buster Scruggs παρουσιάζει μια πληθώρα προσεγγίσεων στην ερμηνεία, πάντα όμως όμοια και στον πυρήνα του Coen-ικού, κυνικού χαρακτήρα που γελά απέναντι στο θάνατο, είτε τον προκαλεί είτε τον υφίσταται.
Τελικά, το Ballad of Buster Scruggs περνάει τη βάση, αλλά δεν καταφέρνει να επιτελέσει τον σκοπό του. Αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, όχι όμως αυτή που θα επιθυμούσαν οι δημιουργοί του. Στον κατακερματισμό της Άγριας (παλαιάς και νεάς Δύσης) τα κομμάτια, παρά την σημασία τους δεν ενώνονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, ούτε το μούδιασμα από το σοκ παραμένει πολύ μετά την θέαση. Σε κάθε περίπτωση όμως, αποτελεί ένα υποδειγματικό western, στην παραδοσιακή του μορφή και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να καυχηθούν πολλοί δημιουργοί στις μέρες μας.