Στο μυαλό μου τουλάχιστον αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το βρετανικό επίπεδο σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές είναι κάτι το αξεπέραστο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει απλά γιατί με γοητεύει αφάνταστα άποψη που υπάρχει σε αυτό, το μελαγχολικό και σκιώδες πρίσμα με το οποίο ο κόσμος είναι ιδωμένος. Ακόμα και οι βρετανικές κωμωδίες έχουν κάτι το ψυχρό και σίγουρα πιο λεπτοδουλεμένο από τον ωμό αμερικανικό σαρκασμό ή την καντική ανατροπή του αναμενόμενου που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη. Η Βρετανία ήταν πάντα κάτι το ξεχωριστό και από τους δύο κόσμους και αυτό φαίνεται στις δουλειές των καλλιτεχνών της. Μόνο αυτή θα κατάφερνε να φτιάξει μια σαπουνόπερα (Dowton Abbey) με αναφορές στη ταξική ανισότητα και μόνο αυτή θα έφτιαχνε μια εκπομπή για αυτοκίνητα (Top Gear) με αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ και στον αμερικάνικο φονταμενταλισμό.
Άλλος λόγος βέβαια μπορεί να είναι γιατί είμαι προκατειλημμένος και οι αγαπημένες μου σειρές είναι βρετανικές. Γέλαγα με το σκωπτικό πνεύμα του Rowan Atkinson στο Black Adder, με το σουρεαλιστικό σύμπαν του Flying Circus και με συνάρπασε τόσο ο Tom Baker με την τρελή του περσόνα, όσο και ο πιο σκοτεινός Sylvester McCoy στο ρόλο του Doctor στο πολυαγαπημένο μου Doctor Who .
Σε κάθε περίπτωση είναι πάντα καλό να βλέπεις βρετανικές σειρές υψηλού επιπέδου. Είναι ακόμα καλύτερο όμως να βλέπεις βρετανικές σειρές που ασχολούνται με την ίδια τη Βρετανία, χωρίς ταμπού, χωρίς να φοβούνται να μιλήσουν για πράγματα που αφορούν τις ρίζες του βρετανικού σύγχρονου κράτους, όπως η διαφθορά, τα τραύματα που προκάλεσε ο Α παγκόσμιος πόλεμος, και άλλα που άνοιξε η ίδια η Αγγλία, όπως ο Ιρλανδικός εμφύλιος. Το κυριότερο όμως είναι ότι αξίζει να βλέπεις μια ρεαλιστική άποψη για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων της Βρετανίας στην πιο ιστορικά παραγνωρισμένης περιόδου του 20ου αιώνα, αυτή του Μεσοπολέμου. Και αυτή η σειρά είναι το Peaky Blinders .
Η σειρά διαδραματίζεται στο Μπέρμιγχαμ τη περίοδο 1919-1921. Ο Ά παγκόσμιος πόλεμος έχει μόλις λήξει, και τα παιδιά που έφυγαν για να πολεμήσουν στα χαρακώματα της Γαλλίας γύρισαν πίσω άντρες που έπρεπε να ζήσουν με τη φρίκη που έφεραν μαζί τους. Κάποιοι τα κατάφεραν, κάποιοι πάλι όχι. Στο σπίτι όμως τους περίμενε φτώχεια, ανέχεια και καταπίεση. Και για κάποιους αυτό ήταν απλά λάθος και δε θα το διαπραγματεύονταν. Αυτοί οι κάποιοι ήταν η οικογένεια Shelby, ο Τοmy και τα δύο του αδέλφια, πολεμιστές χωρίς πόλεμο. Ώσπου έφτιαξαν τον δικό τους. Και τον κέρδισαν, μαζί και εμάς.
Βλέπουμε λοιπόν τους Shelby να αντιμετωπίζoυν ο καθένας τους δικούς του δαίμονες και να βγαίνει άλλος άνθρωπος. Ο Τomy καταφέρνει να κάνει την οικογένεια του ισχυρή μέσα από τις συγκρούσεις του με τον υπόκοσμο και του κόσμο του νόμου, που εκείνη την εποχή δε διαφέρουν και πολύ. Οι συγκρούσεις αυτές, ενορχηστρωμένες προσεκτικά από τον μεγαλοφυή μαφιόζο είναι αυτό που σε κερδίζει στην αρχή, στην πραγματικότητα όμως, η σειρά έχει πολύ περισσότερα πράγματα να σου δώσει. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Αrthur χάνεται σε έναν κόσμο ναρκωτικών και βίας, ενώ ο τρίτος αδερφός, ο John, προσπαθεί να αναλάβει τις ευθύνες του. Σημαντική προσθήκη είναι και η θεία της οικογένειας, η Polly, που έχει τον ηγετικό ρόλο μετά τον Τomy. Είναι η ταμίας και η φωνή της λογικής απέναντι στα παράτολμα σχέδια, που όσο προχωρά η σειρά αντιμετωπίζει και αυτή τα δικά της μυστικά και πάθη. Μια σειρά για gangsters πολύ πιο ανθρώπινη από το Boardwalk Empire και πολύ πιο βίαιη από το Copper.
Ο δημιουργός της σειράς Steven Knight, δημιουργός μεταξύ άλλων και του Dirty Pretty Things και του Eastern Promises κατάφερε κάτι πραγματικά το εξαιρετικό με το Peaky Blinders. Δημιούργησε ένα έργο που ισορροπεί εξαίσια μεταξύ πολλών και αντιθετικών μεταξύ τους παραγόντων. Από τη μία ο ωμός ρεαλισμός, ειδικά στην απεικόνιση της βίας, από την άλλη το δόσιμο αυτού ακριβώς του ρεαλισμού με μια σύγχρονα στυλιζαρισμένη οπτική, χωρίς να χάνει τα δόντια του ούτε δευτερόλεπτο όμως. Στο Peaky Blinders νιώθεις τον πόνο κάθε γροθιάς, κάθε μαχαιριάς και κάθε σφαίρας. Ταυτόχρονα, κατόρθωσε να αποδώσει τη ζωή των ανθρώπων της περιόδου, κατασκευάζοντας όμως ένα κρυστάλλινο κόσμο από σχέδια, δολοπλοκίες και sub plots που κάνουν τη σειρά να σε ρουφά στο κόσμο της, που μυρίζει ουίσκι και αίμα, μέταλλο και βενζίνη.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που υπάρχει στη σειρά είναι η διαλεκτική σχέση που παρουσιάζουν τα διαφορετικά και αντιθετικά στοιχεία της σειράς ως προς τη νομιμότητα, την υποκειμενικότητα της καταγωγής και της πατρίδας. Η οικογένεια Shelby είναι γκάνγκστερς και όμως είναι οι επικεφαλής της γειτονιάς τους, οι κάτοικοι της οποίας τους υποστηρίζουν και τους βοηθούν όχι τόσο λόγω φόβου, όσο αφοσίωσης, ένα αίσθημα που το κέρδισαν επάξια προστατεύοντας τους. Η αστυνομία από την άλλη λειτουργεί σαν γκάγκστερ, ως το βαθύ παρακράτος που είναι και δεν διστάζει να δολοφονεί με οποιοδήποτε μέσο πολίτες. Ταυτόχρονα, η διπλή υπόσταση των Shelby ως Ρομά και η κατάδειξη της καταπίεσης και της περιφρόνησης που δέχονται για αυτήν τους της καταγωγή από τους Άγγλους είναι κομβικό σημείο για την σειρά.
Τίποτα από αυτά δε θα ήταν δυνατόν όμως χωρίς ένα απίστευτα δυνατό cast που παραδίδει εξαιρετικές ερμηνείες. Παρόλο που όλοι το καταφέρνουν, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Cillian Murphy, ο οποίος μετά από μια σειρά τριτοδεύτερων ρόλων ( Batman Begins πχ) καταφέρνει να γυρίσει στις ένδοξες ημέρες του The Wind That Shakes the Barley και να μας θυμίσει ότι είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς που έχει βγάλει η Γηραιά Αλβιόνα. Επίσης η έμπειρη Helen McCrory έχει προσδώσει τέτοια πλαστικότητα στο παίξιμο της και τέτοιο εύρος συναισθημάτων όπου πραγματικά δε θα σε ξάφνιαζε οποιαδήποτε κίνηση και να έκανε ο χαρακτήρας. Επίσης, στο ρόλο του ανταγωνιστή αστυνόμου Cambel, της νέμεσης του μαφιόζουν πρωταγωνιστή, τα παιχνίδια εξουσίας των οποίων είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες άξονες της σειράς, είναι ο γνώριμος και εξαιρετικός Sam Neill (Jurassic Park) ο οποίος, σε έναν από τους πιο σκοτεινούς ρόλους της καριέρας του, φαίνεται σε απίστευτη φόρμα και παραδίδει μαθήματα υποκριτικής.
Πραγματικά όμως, δεν εντόπισα κακό δείγμα ηθοποιίας σε όλη τη σειρά. Ένα πέρασμα κάνει και ο μοναδικός Τom Hardy (Dark Knigth RIse ) με τη γνωστή υπερβολική μανιέρα του και τη φωνή Bane που του έμεινε από το Batman ήταν απολαυστικά βίαιος και αποτελεσματικός.