Ο Howard Phillips Lovecraft, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς τρόμου και φρίκης του 20ου αιώνα, ήταν αφοσιωμένος σε πολλά πράγματα στη ζωή του. Ένα από αυτά ήταν η περιβόητη γατοφιλία του. Στα ανεξάρτητα αυτά πλάσματα η φαντασία του έβλεπε απηχήσεις των αρχαίων θεών που ενέπνευσαν αλλά και ένα γοητευτικό δίπολο: την τρυφερότητα που μπορεί να επιδείκνυαν σε όσους συμπάθησαν αλλά και την απόλυτη σκληρότητα που επιφύλασσαν για τα θηράματα τους. Για αυτές βέβαια η σκληρότητα δεν είχε ίχνος κακίας, ήταν μια φυσική, εκπαιδευτική διαδικασία. Δεν υπήρχε σαδισμός, ούτε εξευτελισμός του αντιπάλου. Ήταν όλα μια τεχνική επιβίωσης ενός επιτυχημένου, παμφάγου θηρευτή. Σε αντίθεση με πολλούς, αλλοτριωμένους από τη σχιζοειδής καπιταλιστική αποξένωση ανθρώπους που χρησιμοποιούν βία απέναντι σε όσους δεν μπορούν να αμυνθούν. Σε αυτούς τους αδύναμους ανήκουν πολλές φορές τα ζώα.
Με αφορμή το περιστατικό της Αιδηψού, μπορεί εύκολα να έρθουν στο μυαλό πολλές ιστορίες της μαζικής κουλτούρας. Από τα comics θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί μια ανεξάρτητη ιστορία του Sandman του Neil Gaiman, όπου ο Μορφέας συνομιλεί με μια γάτα για τη θέση των πραγμάτων στο σύμπαν. Ή, σε πιο υπερηρωικά μονοπάτια, το origin story του Dex-Star, της γήινης γάτας που πήρε την εκδίκησή της απέναντι στους καταπιεστές της με τη βοήθεια ενός κόκκινου δαχτυλιδιού της οργής. Είναι όλα δόκιμες σκέψεις, εκφράσεις μια ελπίδας οι καταπιεστές να βρουν τη δικαιοσύνη που τους αξίζει.
Εμείς επιλέγουμε να σκεφτούμε το διήγημα του Lovecraft Οι Γάτες της Ουλθάρ (1920). Το εν λόγω διήγημα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος και σε μετάφραση του Τάσου Ρούσου, στο βιβλίο Η Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ) ανήκει στη λεγόμενη «ονειρική» περίοδο του συγγραφέα, όπου ο Lovecraft είχε μαγευτεί από τον Iρλανδό Edward John Moreton Drax Plunkett, (18ο Λόρδο του Dunsany, όπως και έμεινε γνωστός). Η μαγευτική πρόζα του συγκεκριμένου, η άχρονη, παραμυθική αφήγηση και η έντονη σημειολογία του ασυνείδητου αποτέλεσαν για τον Lovecraft ένα γόνιμο έδαφος στο οποίο έχτισε τις δικές του προσωπικές, φρικιαστικές αφηγήσεις.
Στο Οι Γάτες της Ουλθάρ, ένα εξαθλιωμένο, ηλικιωμένο ζευγάρι που κατοικεί στην ομώνυμη πόλη απολαμβάνει να ξεδίνει σκοτώνοντας και βασανίζοντας γάτες. Αυτό ήταν ένα κοινό μυστικό ανάμεσα στους κατοίκους, κανείς όμως δεν αντιδρούμε. Τελικά στα νύχια του ζευγαριού πέφτει το γατάκι ενός ορφανού ονόματι Μένι, που ταξίδευε με ένα περαστικό καραβάνι, που λάτρευε Άγνωστους Θεούς με μυστήριες δυνάμεις. Το παιδί, συντετριμμένο από θλίψη προσεύχεται στους θεούς του και αυτοί αμέσως απαντούν, με ενάρεες μορφές στον ουρανό. Αργότερα, (αφήνεται να υπονοηθεί ότι) οι γάτες της πόλης συνασπίζονται και καταβροχθίζουν τους δολοφόνους.
Ο Lovecraft έχει κατηγορηθεί (όχι άδικα) για πολλά πράγματα. Όμως, σε αυτό το μαγευτικό διήγημα μπορεί κανείς να διακρίνει πολλές πτυχές που προκαλούν την καταπίεση (των ζώων, αλλά και γενικά), όπως επίσης και μια απάντηση σε αυτή. Το γέρικο και φτωχό ζευγάρι προσπαθούσε να απαλύνει τη σκληρότητα που δέχτηκε το ίδιο από τις συνθήκες ζωής τους, βασανίζοντας άλλους, πιο αδύναμους από αυτούς και χαιρόταν από τον φόβο που προκαλούσε. Μια ολόκληρη, κλειστή, κοινωνία, άφηνε το φαινόμενο να διαιωνίζεται, βολεμένη στο «δεν είναι δουλειά μου». Τελικά, η αλλαγή και η τιμωρία, έρχεται από έξω, από τους Άλλους, οι οποίοι λειτουργούν αναζωογονώντας μια συνολικά γερασμένη κοινότητα.
Ο αναγνώστης, παρά το φρικτό τέλος του ηλικιωμένου ζευγαριού, δε νιώθει καμία θλίψη. Όμως το διήγημα είναι ξεκάθαρα Lovecraft-ικό, καθώς βασίζεται σε μια σταθερή αντίληψη του συγγραφέα: πως ο άνθρωπος είναι αναπόφευκτο να συναντήσει την Τίσιν όταν παρενοχλεί δυνάμεις που δεν καταλαβαίνει ή που βαυκαλίζεται ότι μπορεί να κατανοήσει. Όταν, δηλαδή με λίγα λόγια, θεωρεί ότι είναι ικανός να ξεπεράσει τις πεπερασμένες γνωστικές του ικανότητες και να αντικρίσει το χάος που τον περιτριγυρίζει. Ο κατακερματισμός της προσοχής και της συνείδησης που βιώνει το μετα-νεωτερικό υποκείμενο, διαχωρισμένο σε μια φυσική και σε μια ψηφιακή ταυτότητα, όλες εξίσου αληθινές, και το χάος που προκαλείται από αυτή την αμφίβολη συμβίωση είναι καλά παραδείγματα της «παράνοιας» που πολύ συχνά ανέφερε ο ερημίτης του Providence.
Για να επανέλθουμε όμως στο ζητούμενο, επειδή προφανώς δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε μια αστική δικαιοσύνη που κινητοποιείται μόνο όταν το θέμα βγαίνει στα social media ή σε μια κυβέρνηση που προσπαθεί να υπερασπίσει την εικόνα της εκμεταλλευόμενη τα πάντα, η λύση είναι, όπως και στην Ουλθάρ, ένας συνασπισμός των καταπιεσμένων, μια εξέγερση των Άλλων.