Όταν ο Λεξ έγραφε «Ιούλιος χωρίς μπάλα, καυτός σαν τη Σαχάρα», λογικά δε θα είχε στο μυαλό του την καραντίνα της περιόδου, που μέσα σε όλα εδώ και αρκετό καιρό έχει διακόψει όλες τις αθλητικές δραστηριότητες. Με το κενό να είναι τεράστιο για τους ποδοσφαιρόφιλους, το timing ήταν ιδανικό για το Netflix ώστε να παρουσιάσει δύο παραγωγές ποδοσφαιρικού περιεχομένου, σχεδόν ταυτόχρονα.
The English Game
Το English Game είναι μία μίνι σειρά έξι επεισοδίων σε παραγωγή του Julian Fellowes (δημιουργού και σεναριογράφου μεταξύ άλλων της ταινίας Gosford Park και της σειράς Downton Abbey), που μας ταξιδεύει στις απαρχές του ποδοσφαίρου στη μητέρα γη, την Αγγλία. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1870, όταν το δημοφιλές παιχνίδι βρίσκεται ακόμα στα γεννοφάσκια του και οι ομάδες παραμένουν ερασιτεχνικές αλλά χωρισμένες σε εκείνες των ευγενών και της εργατικής τάξης.
Το English Game αφηγείται κατ’ αρχάς την ιστορία των Σκοτσέζων Fergus Sutter (Kevin Guthrie) και Jimmy Love (James Harkness), οι οποίοι ήταν οι πρώτοι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος. Όντας και οι δύο μέλη της εργατικής τάξης της Γλασκώβης, με περίσσιο ποδοσφαιρικό ταλέντο όμως, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία από τον ιδιοκτήτη ενός μικρού εργοστασίου βάμβακος, James Walsh (Craig Parkinson) να μεταφερθούν στην Αγγλία και να παίξουν για την Darwen FC έναντι αμοιβής δε γινόταν να αρνηθούν.
Το Ντάργουιν είναι μια μικρή πόλη στο Λανκασάιρ στα βόρεια της Αγγλίας, η οποία τρέφεται πρακτικά από το εργοστάσιο του Walsh και ψυχαγωγικά από την αγάπη για την ομάδα του χωριού, οι παίκτες της οποίας ζουν και εργάζονται εκεί.
Παράλληλα με την ιστορία στον αγγλικό βορρά, το English Game ακολουθεί και την ιστορία των ευγενών στο Λονδίνο, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Arthur Kinnaird (Edward Holcroft), ο οποίος αγωνίζεται στην Old Etonians FC, μια ομάδα ευγενών που με τη σειρά της κατακτά διαδοχικές χρονιές το Κύπελλο Αγγλίας (FA Cup) και τα μέλη της απαρτίζουν την πλειοψηφία της τότε ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.
Με όχημα την αγάπη των πρωταγωνιστών για το άθλημα, το English Game παρουσιάζει μια ιστορία που πέρα από το ποδόσφαιρο, καταδεικνύει τα, βιοποριστικά και μη, προβλήματα που αντιμετώπιζαν εκείνα τα χρόνια τα μέλη των εργατικών τάξεων αλλά και την αντιμετώπισή τους από τους ευγενείς. Ταυτόχρονα καυτηριάζεται και το πώς ένα άθλημα όπως το ποδόσφαιρο είναι ικανό να διασπάσει τον κόσμο για ασήμαντους λόγους, αλλά έχει και τη εξίσου μεγάλη δυναμική να τον ενώσει.
Ultras
Σε αρκετά διαφορετικό σκηνικό από το English Game, η έτερη ποδοσφαιρική παραγωγή του Netflix είναι μια ιταλική ταινία, στην σύγχρονη Νάπολη και μέσα στους κόλπους των οπαδών, με τον αρκετά περιγραφικό τίτλο Ultras.
Η Νάπολη ήταν μια ομάδα που στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, με τον Ντιέγκο Μαραντόνα στις τάξεις της, κατάφερε και μεσουρανούσε στο ιταλικό ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι κατακτώντας σε αυτό το διάστημα δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και ένα σούπερ καπ Ιταλίας, καθώς και μία φορά το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Έκτοτε η Νάπολη έχει φτάσει κάποιες φορές κοντά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος αλλά ποτέ με επιτυχία. Η Νάπολη επίσης είναι μία από τις λίγες πόλεις σε διεθνές επίπεδο και ίσως η μόνη στην Ιταλία, που έχει εντός των ορίων της μόνο ένα μεγάλο κλαμπ, με αποτέλεσμα όλη η πόλη να υποστηρίζει μόνο μία ομάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ultras τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή στον ιταλικό νότο και στους κύκλους των οργανωμένων οπαδών της τοπικής ομάδας. Χωρίς να αναφέρεται ποτέ το σήμα και το όνομα της ομάδας, τα χρώματα και η χρονολογία ίδρυσης συμπίπτουν με της Νάπολης.
Οι Apache είναι οι οργανωμένοι οπαδοί που ακολουθεί η ιστορία, σε μια περίοδο όπου η ομάδα τους βρίσκεται ένα βήμα από την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Οι Apache είναι ένα από τα πιο παλιά γκρουπ οπαδών, με τους ιδρυτές τους να βρίσκονται πλέον στα 50 τους, ασχολούμενοι ακόμα παρόλα αυτά με την ομάδα. Κάτω από αυτούς βρίσκεται ο ενεργός πυρήνας ατόμων του γκρουπ, οι οποίοι τρέχουν και ταξιδεύουν σε όλη τη χώρα για την ομάδα τους, μπλέκοντας πολύ συχνά σε επεισόδια. Τελευταίοι στην πυραμίδα βρίσκεται μια ομάδα εφήβων που προσπαθεί να κερδίσει τον σεβασμό των μεγαλύτερων.
Το Ultras παρουσιάζει στον θεατή μία πολύ ρεαλιστική και κοντά στην πραγματικότητα σκοπιά του πώς λειτουργούν οργανισμοί όπως τα οπαδικά γκρουπ. Από τη μία νταηλίκια, ναρκωτικά και αρρωστημένη ανάγκη για βία, και από την άλλη προσπάθεια για σεβασμό, συντροφικότητα και αγάπη για την ομάδα αλλά και μεταξύ των ίδιων των οπαδών.
Εν κατακλείδι, το Ultras πατάει στα χνάρια του Green Street Hooligans, όντας όμως ακόμα πιο βαθιά στην ψυχοσύνθεση και τη ζωή των οπαδών, με τους δημιουργούς του να παρουσιάζουν ένα οπαδικό δράμα που δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητο όποιον το δει, και κυρίως όσους έχουν ζήσει, λιγότερο ή περισσότερο, αυτές τις συνθήκες.