Δεν κρύψαμε ποτέ τον θαυμασμό μας για το σινεμά πού φτιάχνει ο Γιώργος Λάνθιμος, από τα πρώτα του βήματα στην Ελλάδα. Αντίθετα, το βίαιο, αντιανθρώπινο και αντιανθρωπιστικό έργο του, το οποίο έχει στον πυρήνα του τις σχέσεις εξουσίας κυρίως στο πλαίσιο της (μίκρο/μέσο/μέγαλο) αστικής τάξης, μας έβρισκε πάντα σύμφωνους, τουλάχιστον ως προς τη σκωπτική, εξεταστική του ματιά. Οι ξενόγλωσσες παραγωγές του του επέτρεψαν, σταδιακά, να αφήσει πίσω του τον στενό ελληνικό κόσμο και να αποκτήσει μια πιο ευρεία, διεθνή ματιά, διατηρώντας όμως τις ίδιες προβληματικές.
Πράγματι, ο Λάνθιμος δεν κάνει το ανατρεπτικό, πολιτικό σινεμά του Ken Loach ή το βαθιά ψυχαναλυτικό σινεμά του Haneke. Το έργο του εστιάζει τελικά τόσο βαθιά στις δομές εξουσίας που μένει σε αυτές παγωμένο, όπως οι χαρακτήρες των έργων του στο φινάλε, που απλά κοιτιούνται ή αποφεύγουν το βλέμμα αμήχανα. Όμως αυτό δε σημαίνει πως όλα όσα οδηγούν σε αυτή την αμηχανία, την αναπτύσσουν, την κορυφώνουν, τη διαμελίζουν και τη διακωμωδούν δεν είναι αξιόλογα και ισάξια ενός δημιουργού που πλεον αξίζει να συγκαταλέγεται στους πιο ικανούς και όχι απλά στους πιο ιδιαίτερους της γενιάς του.
Aυτή η θέση του δόθηκε με το The Favourite, την ταινία που, όπως είχαμε προαναγγείλει,βρίσκεται επάξια στην κορυφή της χρονιάς που έφυγε. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι ο Λάνθιμος παρουσίασε μια ταινία που η σκληρότητα και η εξεζητημένη παρωδία του βρίσκουν τον καλύτερο μέχρι τώρα τόνο και στόχο για να εκφραστούν και να λειτουργήσουν.
Το weird, σκληρό ύφος του Λάνθιμου λειτουργεί καλύτερα σε αντιθετικά ζεύγη με μια άλλη δομή, την οποία σταδιακά αποκαθηλώνει. Στον Αστακό αυτή ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι θυσίες, τα ψέμματα, οι παραχωρήσεις και τελικά η συγκατάβαση που δείχνουν οι άνθρωποι απέναντι στους άλλους. Στη Θανάτωση του Ιερού Ελαφιού, με χαλαρό αφηγηματικό μοτίβο την τραγωδία της Ιφιγένειας, ήταν (ξανά) η οικογένεια και οι θυσίες που ζητά από τα μέλη της προκειμένου να ενταχθούν πρώτα σε αυτή, μετά στο σύνολο και μετά ξανά σε αυτή, κόντρα στο σύνολο. Τέλος, στην Ευννοούμενη, μακριά από οποιαδήποτε έννοια αριστοτελικής κάθαρσης, ο στόχος του είναι η κρατική εξουσία που είναι ίσως η πιο διευρυμένη και τα φτιασίδια της πιο βαθιά χαραγμένα και δύσκολα να αποκαλυφθούν. Ενάντια σε αυτή την ηγεμονία στρέφει το ανήσυχο βλέμμα του και, παρόλο που τελικά δεν προτείνει διέξοδο από αυτή, καταφέρνει και την εξετάζει ενδελεχώς προκειμένου, ίσως, να βρουν άλλοι την διέξοδο.
Ο Λάνθιμος βέβαια μας παρουσιάζει την εξουσία κάπως Oscar Wilde-ικά, μέσα από το σεξ, ως μηχανισμό επιβολής. Τοποθετώντας το έργο στην γυναικοκρατούμενη βασιλική ιστορία της Βρετανίας και βάζοντας στους κεντρικούς ρόλους γυναίκες, ο Λάνθιμος αποφεύγει πολύ εύκολα μια άτοπη και απροσονατολιστική συζήτηση περί σεξισμού, ενώ την ίδια στιγμή κάνει πλήρη χρήσης των εκφάνσεων της γυναικείας σεξουαλικότητας και του ηδονοβλεπτικού βλέμματος της κάμερας.
Σκοπός του παραμένει βέβαια πάντα να καταδείξει τις εξουσιαστικές δομές μιας βασιλείας, αρχηγίας, οποιαδήποτε δομής που υποβαθμίζει τον άνθρωπο σε υπηρέτη και καλλιεργεί μέσα του την ανάγκη να πράξει το ίδιο σε όσους τύχει να βρεθούν από κάτω του. Η εκμαυλιστική ισχύ της παρασκηνιακής, πρόσκαιρης εξουσίας, η οποία μπορεί να μεταβληθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή, αυτό είναι τελικά το “ουράνιο τόξο” που κυνηγούν οι δύο ευνοούμενες. Και την ίδια στιγμή, η ουσιαστική, μόνιμη εξουσία, που κοιμάται σαν θυμωμένος ή βραδύνους γίγαντας, μένει ακλόνητη, για να συνθλίψει, όταν ξυπνήσει, όποιον νομίζει ότι τελικά αξίζει μια θέση κοντά στον ήλιο.
Μέσα από την αμήχανη, εξεζητημένη του υφολογία, ο ανταγωνισμός αυτός μεγενθύνεται και γελοιοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς βέβαια να χάνει την οξύτητα του. Το ότι σε αυτόν τον ανταγωνισμό εμπλέκεται και μια ολόκληρη χώρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αμελητέο από τον σκηνοθέτη. Αντίθετα, είναι ένα από τα κεντρικότερα στοιχεία της ταινίας.
Είναι γνωστό πως το στυλ του Λάνθιμου δεν ταιριάζει σε όλους τους ηθοποιούς, ούτε τους είναι εύκολο να το ακολουθήσουν. Σε αυτή την περίπτωση όμως ο Έλληνας σκηνοθέτης στάθηκε τυχερός, καθώς το σύνολο των συντελεστών του όχι μόνο κατάφερε να προσαρμοστεί απόλυτα στις απαιτήσεις του, αλλά μέσα από αυτό το ιδιαίτερο παίξιμο έδωσε μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες που είδαμε φέτος. Αναφερόμαστε τόσο στην παλιά γνώριμο του σκηνοθέτη Rachel Weisz (Constantine, Agora ), όσο και στην αγαπημένη μας Emma Stone (Ζοmbieland, Maniac Irrational Man) , η οποία εδώ ξεπερνά κατά πολύ την οσκαρική της ερμηνείας στο La La Land. Aμφότερες είναι υποψήφιες για όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου. Όμως, οι πραγματικές αποκαλύψεις της ταινίας ήταν η ίδια η εξουσία, η εκρηκτική Olivia Colman ( Αστακός, Tyrannosaur), η οποία καταφέρνει να ισορροπήσει σε όλα τα πεδία που της ζητούνται, από αυτή της βραδύνους μονάρχισσας, της παθιασμένης γυναίκας, της σκληρής εξουσιάτριας αλλά και της τραγικής μητέρας. Ένα μόνο από όλα αυτά θα ήταν αρκετό, αλλά η Colman τα φέρνει στη ζωή όλα ταυτόχρονα, σε μια ερμηνεία υπόδειγμα. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί και η πολύ ευχάριστη, ειρωνική παρουσία του Nicholas Hoult (X-Men: Apocalypse, Rebel in the Rye) αλλά και η σίγουρη και καθησυχαστική φιγούρα του Mark Gatiss (Doctor Who, Sherlock).
To Τhe Favourite ήταν μια μεγαλεπίβολη στιγμή, η οποία έχτισε και τελικά ικανοποίησε προσδοκίες. Ό,τι και να γίνει τη βραδιά των Όσκαρ, δεν έχει και πολύ σημασία. Το μόνο που μετράει τελικά είναι ότι ο Λάνθιμος παρέδωσε μια ταινία που μας ωθεί να μιλήσουμε, να σκεφτούμε με αφορμή και αφετηρία αυτή, για το μέλλον. Της εξουσίας και το δικό μας. Ιδανικά χωρίς εξουσία.