Ο Bryan Singer ( X-Men: Days of Future Past) είναι από τους ανθρώπους που έχουν ταυτιστεί με μερικές από τις καλύτερες, πιο πολύπλευρες και ποιοτικές στιγμές του geek cinema. Απέχοντας βέβαια από την φήμη ενός auter που απολαμβάνει ο JJ Abrams (Star Wars- The Force Awakens, Star Trek), θεωρούνταν πάντα μια από τις αυθεντικότερες φωνές του χώρου. Μεγάλο μέρος αυτής της φήμης στηρίχθηκε πάνω στην επιτυχία που είχαν οι τριλογίες των Χ-Men, και κυρίως το εξαιρετικό X-Men (1998) αλλά και το ακόμα καλύτερο X-Men 2 (2003), ταινίες που παρόλο που βγήκαν στα early 00s έσπασαν την κατάρα της περιόδου. Στην συνέχεια, με την νέα τριλογία, όλα φάνηκαν να πηγαίνουν ακόμα καλύτερα, όπως έδειξε το δυνατό X-Men: Days of Future.
Όμως, το X-Men: Apocalypse είναι μια ταινία που γυρίστηκε σαν να μη μεσολάβησαν ποτέ τα τελευταία 20 χρόνια, σαν να απευθύνεται σε ένα κοινό που ευχαριστιέται απλά με το να βλέπει τους αγαπημένους του χαρακτήρες στην μεγάλη οθόνη και να μην απαιτεί βάθος, ανάπτυξη και κοινωνικό προβληματισμό από αυτούς, πράγματα για τα οποία οι X-Men έγιναν διάσημοι. Το νέο έργο του Bryan Singer μοιάζει να ξεχνά πως απευθύνεται σε ένα κοινό που έχει συνηθίσει τις καλές super heros movies, που πριν λίγες μόνο μέρες έφτασαν ένα νέο κινηματογραφικό υψηλό με το αριστουργηματικό Captain America-Civil War, που δύο μόνο μήνες πριν ανέπτυξαν μια πανέμορφη οπτική κινηματογραφία με το Βatman Vs Superman, που το προηγούμενο διάστημα είδαμε μεγάλες ομάδες ηρώων όπως οι Αvengers, Guardian of the Galaxy μπορούν να βρίσκονται στην ίδια ταινία και πάλι να βρίσκουν χώρο για να αναπτύξουν μια ξεχωριστή και πολυδιάστατη προσωπικότητα.
Όχι, το X-Men: Apocalypse δεν θέλησε να μάθει τίποτα αυτά τα πράγματα. Αντί για αυτά, μας έδωσαν μια προχειροφτιαγμένη ταινία καταστροφής, όπου, με εξαίρεση μερικές σκηνές, φαινόταν να τρέχει προς την τελική μάχη, η οποία, ούτε τόσο επική ήταν ούτε τόσο εντυπωσιακή που να δικαιώνει την επιλογή να αντιμετωπιστεί ολόκληρο το film σαν ένα trailer για μια μάχη μεταξύ μονοδιάστατων και οριακά campy χαρακτήρων.
H υπόθεση της ταινίας είναι οριακά ανύπαρκτη: Ο Apocalypse, ο πρώτος και ισχυρότερος όλων των μεταλλαγμένων ξυπνά από τον λήθαργο του, μαζεύει τους 4 καβαλάρηδες της Αποκάλυψης και ξεκινά με ένα υπερβολικά πολύπλοκο σχέδιο να καταστρέψει τον κόσμο, παραβλέποντας 3,4 ευκαιρίες που είχε να το κάνει χωρίς κόπο ήδη από το μέσο της ταινίας.
Η “νέα” ομάδα των X-Men (ουσιαστικά νεότερες εκδοχές των ηρώων που ήδη έχουμε δει) τον ακολουθεί και τον σταματά, προσπαθώντας παράλληλα να προωθήσει τους νέους ηθοποιούς που επέλεξε, αλλά και να στήσει την τρίτη (και ελπίζουμε επιτέλους καλή) solo ταινία του Wolverine. Μετά το τελικό ξύλο, όλα γυρνάνε στους κανονικούς τους ρυθμούς. Είναι μια ιστορία με τόσα κλισέ, αδιάφορο και ανέπνευστο γράψιμο που είναι σίγουρο πως το Deadpool 2 θα της αφιερώσει πολύ ώρα στο τρολάρισμα. Ο Singer, ξεχνά πως είναι να παραδίδεις χαρακτήρες με ουσία και βάθος, και αρκείται στο να γεμίσει την οθόνη με όσο το δυνατόν περισσότερους χαρακτήρες, οι οποίοι μπορεί να χρησιμεύσουν, μπορεί και όχι. Το γεγονός ότι τοποθετείται στο παρελθόν (δεκαετία του 80), πράγμα που θα μπορούσε, όπως στο X-Men: Days of Future Past να αποτελέσει μια ιδιαίτερα δημιουργική πλευρά, στην καλύτερη αγνοείται τελείως, ενώ στις πιο αδύναμες στιγμές του γίνεται αιτία για την κλασσική αμερικανική ρητορική για τις συνθήκες που επικρατούσαν στις σοβιετικές χώρες, η οποία ξεφτίζει πολύ γρήγορα, μπροστά στο άφθονο (αλλά όχι εξαιρετικό) cgi. Οι κοινωνικοί παρίες, οι κατατρεγμένοι, οι άνθρωποι που δέχονταν το ρατσισμό, στο X-Men: Apocalypse παρουσιάζονται ως (στην Αμερική) ως νεαροί που το μόνο τους πρόβλημα είναι το πάνε στο εμπορικό κέντρο, ενώ στην Ανατολική Γερμανία σαν μονοδιάστατοι παλαιστές, με ελάχιστα στοιχεία χαρακτήρα ή backround. Τέλειο παράδειγμα για αυτό ο Archangel, τον ρόλο του οποίου θα μπορούσε να τον υποδυθεί μια μαϊμού.
Ταυτόχρονα, πέρα από τις κοινωνικές προεκτάσεις, ο Singer λησμόνησε και πως είναι να σκηνοθετεί. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας το διακριτικό και προσωπικό του στυλ αφήνεται στην άκρη και άπλα υιοθετεί το βαρετό αμερικάνικο τρόπο κινηματογραφίας με τα εύκολα μακρινά και τα fade, τα οποίο μπολιάζει με άπειρες σκηνές καταστροφής, οι οποίες στερούνται οποιουδήποτε χαρακτήρα.
Ήταν λοιπόν όλα απαίσια; Όχι. Την ταινία σήκωσε στους ώμους τους για μια ακόμα φορά ο Michael Fassbender (Steve Jobs, Macbeth,Slow West) ο οποίος φάνηκε να ασφυκτιά στο στενό περιθώριο που αφέθηκε στον αγαπημένο Magneto, παρόλα αυτά κατάφερε να αποδώσει αυτόν τον πολύπλευρο χαρακτήρα όπως του αξίζει. Ισάξιος, στην αντίπερα, κωμική όχθη, στάθηκε και ο Evan Peters (kickass, American Horror Story). Οι σκηνές όπου κάνει επίδειξη των δυνάμεων του ως Quicksilver είναι ίσως ότι καλύτερο έχει να προσφέρει αυτή η ταινία, από κάθε άποψη. Ταυτόχρονα, ο James McAvoy (Wanted, The Last King of Scotland) παραμένει ένας ιδανικός νεαρός Professor Xavier, κάτι το οποίο το έχει αποδείξει ήδη από το X: First Class του 2011. Επίσης η Jennifer Lawrence (Joy, Hunger Games) επιστρέφει στο ρόλο της Mystique, επιμένοντας να εμφανίζεται ως Mystique όσο το δυνατόν λιγότερο, ακυρώνοντας ένα από τα δυνατά κίνητρα του χαρακτήρα (αλλά οκ, αυτό είναι γενικότερο ζήτημα casting)
Από τις νέες προσθήκες, η πολυσυζητημένη συμμετοχή της Sophie Turner, χωρίς να μπορεί να φτάσει την ερμηνεία της Famke Janssen σε κανένα σημείο, ήταν συμπαθητική (για αρχή) ενώ οι υπόλοιποι ήταν το λιγότερο αδιάφοροι και ξένοι προς τους ρόλους. Σε αυτό φυσικά φταίει σε μεγαλύτερο βαθμό η σκηνοθεσία, η οποία υποβάθμιζε τους ήρωες της σε απλά όργανα καταστροφής. Ενδεικτικό της απόλυτης πτώσης που σημείωσε το σύμπαν των X-men στο επίπεδο των χαρακτήρων είναι και ο ρόλος του (τρομερού κατά τα άλλα) Oscar Isaac (Star Wars- The Force Awakens, Inside Llewyn Davis): ένα φανφάρικο overacting, με cheesy ατάκες και συμπεριφορά τρίχρονου, ήταν μια στιγμή που η καριέρα του Isaac θα δυσκολευόταν να ξεπεράσει αν δεν είχε ήδη την ώθηση του Star Wars.
Εν κατακλείδι, τι κρατάμε από το X-Men: Apocalypse; Έναν εξαιρετικό Fassbender, το πόσο σωστά μπορεί να απεικονισθεί ο Quicksilver, και την ελπίδα ο Bryan Singer να βρει τον δρόμο του (ή να δώσει την καρέκλα σε κάποιον άλλο….)