Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα σκέφτεται κανείς στην καθημερινότητα του τον Adi Shankar. Και όμως, έχει συμβάλει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με αγαπημένες μας παραγωγές, όπως τα Castlevania, το τρομερά αδικημένο Dredd του 2012 αλλά και το υπαρξιακό, survival ύμνο The Grey. Το The Guardians of Justice αποτελεί το σκηνοθετικό του επί της ουσίας ντεμπούτο. Είναι ένα έργο βαθιάς αγάπης και κατανόησης του υπερηρωικού είδους και ταυτόχρονα ένα από τα πιο παράξενα πράγματα που έχουμε δει και σίγουρα όχι για όλους.
Με επιτηδευμένα b-movie, 80s αισθητική, βαθύ, αυτοσαρκαστικό παραλογισμό, στα πρότυπα του έργων όπως το Kung Fury, το Guardians of Justice (will save you) αποτελεί μια μείξη video game γραφικών, cartoon της εποχής, late night τηλεόρασης και «κανονικής» ηθοποιίας που μέσα στη φρενήρη, γεμάτη ακραία βία και πολύ χαλαρή με την έννοια των πνευματικών δικαιωμάτων πλοκή του, καταφέρνει να πει μια συνεκτική ιστορία για όλα τα θέματα/ προβλήματα που εγείρει το υπερηρωικό είδος, επιδερμικά αλλά και υποδόρια.
Ο Adi Shankar είναι εμφανές ότι έχει καταλάβει τη βαθιά πολιτισμική σημασία που έχουν οι υπερήρωες για τον σύγχρονο κόσμο. Είναι τα τοτέμ μιας ολόκληρης πολιτισμικής αυτοκρατορίας, σύμβολα ταυτόχρονα ατομικού ηρωισμού αλλά και κοινωνικής ενσωμάτωσης/ αφομοίωσης. «Πουλάνε ιδεολογία» αναφέρει ο χαρακτήρας που υποδύεται ο ίδιος, ένα κακέκτυκο του Λεξ Λούθορ, και δεν έχει άδικο. Το Guardians of Justice χρησιμοποιεί γνωστά μοτίβα και πρότυπα (όλοι του οι χαρακτήρες είναι clopy paste γνωστοί χαρακτήρες της DC άλλωστε) και την υπερβολή για να υπογραμμίσει μια σειρά θεμάτων που συναντάμε συχνά στην υπερηρωική εποποία, όμως είναι δύσκολο να έρθουν στην επιφάνεια είτε λόγω των blockbuster κανόνων είτε ενός πιο συντηρητικού κοινού που δεν είναι έτοιμο να αποδεχθεί τη σημασία των παιδικών του ηρώων στο πολιτισμικό zeitgeist, όπως επίσης και των αλλαγή που λειτουργούν αμφίδρομα. Έτσι, βλέπουμε με έναν αιματηρό φακό reality TV τη σχέση πολιτικής και υπερηρώων, το πόσο εύκολα είναι ένα καθεστώς «προστασίας» να μετακυλήσει στον ανοικτό φασισμό, τη συναισθηματική και ηθική εξόντωση που μπορεί να επιφέρει η διαρκής σύγκριση με έναν «σωτήρα» στον εργαζόμενο πληθυσμό ο οποίος αναζητά λύτρωση στα ναρκωτικά.
Παράλληλα, ο Shankar καταφέρνει και ασχολείται με θέματα που δε βλέπουμε τόσο συχνά σε παραδοσιακές υπερηρωικές ιστορίες, όπως ο αδήλωτος ομοερωτισμός και η (ανδρική, κυριαρχική) φαντασίωση που σμιλεύει τα υπερηρωικά σώματα σε πρότυπα για τους άνδρες και όχι τελικά ως αντικείμενο πόθου για γυναίκες. Βέβαια το superhero-ploitation δεν αφήνει και τα γυναικεία σώματα χωρίς μια βαριά επένδυση male gaze, όμως θα μπορούσε να ειπωθεί πως, όλη η performance, λειτουργεί ειρωνικά.
Όλη αυτή η υπερβολική υπερβολή φαίνεται άλλωστε και στις ερμηνείες της σειράς. Mε πρωτοπόρο τον κατά βάση παλαιστή Dallas Page ( WWE Raw, The Replaceables) ως Batman-ικό noir ερευνητή, οι περισσότεροι ηθοποιοί έχουν αγκαλιάσει αυτή τη Straight- to- Video αισθητική, από την οποία ούτως οι άλλως οι περισσότεροι δεν απέχουν ούτε και στις «κανονικές» δουλειές τους, όπως η Denise Richards (A Violent Man, Starship Troopers). Εξαίρεση αποτελούν οι Sharni Vinson (Dragon Blade, Step Up) και Derek Mears (Swamp Thing,Alita: Battle Angel) oι οποίοι με μόνα όπλα το physic τους καταφέρνουν να αποδώσουν δύο δραματικούς χαρακτήρες, που τελικά ξεχωρίζουν από τα DC-ικά τους πρότυπα. Τέλος, ο Will Yun Lee (Altered Carbon, Rampage) λάμπει ως ένας τραυματισμένος υπεράνθρωπος σωτήρας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι έχει γίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά στο κομμάτι του animation, το οποίο αρνείται να περιοριστεί σε ένα είδος. Έτσι έχουμε digital art, 80s video game αισθητική, stop animation,ακόμα και… Disney-ικά στοιχεία με 50s αναφορές. Γενικότερα αποτελεί το δυνατό οπτικό χαρτί της σειράς.
Το The Guardians of Justice δεν είναι για όλους. Δεν είναι καν για αυτούς που είναι. Σε πολλά του σημεία είναι τρομερά δύσκολο να το παρακολουθήσει κάποιος λόγω της εμμονής τους στη βία και την gritty ατμόσφαιρα που γρήγορα κουράζει. Την ίδια στιγμή είναι δύσκολο να αγνοηθεί πόσο επιτηδευμένα κακές είναι πολλές από τις ερμηνείες ή η προσομοίωση των χαρακτήρων της DC που τελικά είναι εύκολο να ξεφύγει κάποιος θεατή σε ένα guess who παιχνίδι διασυνδέσεων. Όμως, κάτω από τον εφηβικό σχεδόν ενθουσιασμό του Adi Shankar κρύβονται κάποια πολύ ενδιαφέροντα θέματα που αξίζει να ανακαλυφθούν.