«Ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο». Έχοντας διαβάσει το “Το Γκόλεμ και το Τζίνι” (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις SEΛΙΝΙ) θα συμπλήρωνα: Ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από τον τίτλο. Ή από τη σύνοψη. Ή από το είδος των βραβείων που έχει αποσπάσει. Αν το κάνεις, θα μπεις σε αυτό το βιβλίο προετοιμασμένος για ακόμα μία περιπέτεια φαντασίας. Και ανάλογα με το πόσο λαχταρούσες «ακόμα μία περιπέτεια φαντασίας», θα καταλήξεις είτε να απογοητευτείς είτε να εκπλαγείς με τον πιο ευχάριστο τρόπο.
Η ιστορία μας λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη του 1899, σε μια ατμόσφαιρα που σε τίποτα δε θυμίζει τις επιβλητικές γοτθικές επαύλεις και τη Βικτωριανή νοοτροπία που συχνά συναντά κανείς σε ιστορίες που διαδραματίζονται την ίδια εποχή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το φόντο συνθέτει μια σειρά από ομάδες μεταναστών, και το συνονθύλευμα των εβραϊκών, μουσουλμανικών και χριστιανικών παραδόσεων, θρύλων, και ηθών χρωματίζει την ατμόσφαιρα πολύ περισσότερο από το υπερφυσικό στοιχείο, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στους ήρωες. Αυτή δεν είναι μια ιστορία με κομψούς αριστοκράτες βρικόλακες και δεσποσύνες που μάχονται δαίμονες μέσα στα φαρδιά τους κρινολίνα. Οι ήρωες εδώ είναι ταπεινοί μεταλλουργοί από τη Συρία και φτωχές φουρνάρισσες. Έστω κι αν κάποιοι από αυτούς τυχαίνει να λιώνουν το μέταλλο με τα γυμνά τους χέρια ή να ζυμώνουν ψωμί με υπεράνθρωπη ταχύτητα.
Η Τσάβα είναι ένα γκόλεμ, μια γυναίκα φτιαγμένη από πηλό, κατασκευασμένη ειδικά για να υπηρετεί τον αφέντη της, που όμως πεθαίνει ελάχιστες ώρες αφότου την αφυπνίσει, αφήνοντας τη νεογέννητη και μόνη, να προσπαθεί να βρει ένα νέο σκοπό μέσα στην πολύβουη, επικίνδυνη πόλη. Ο Άχμαντ είναι ένα τζίνι, ένα παντοδύναμο πνεύμα της ερήμου καμωμένο από φωτιά, παγιδευμένο για αιώνες μέσα σε ένα φλασκί, που απελευθερώνεται για να βρει τον κόσμο αλλαγμένο και τις δυνάμεις του ακόμα δέσμιες. Αυτά τα δύο πλάσματα, το ένα φτιαγμένο για να υπηρετεί και το άλλο για να είναι ελεύθερο, το ένα προσγειωμένο και επιφυλακτικό, το άλλο παθιασμένο και απερίσκεπτο, θα συναντηθούν και η ιστορία τους θα ξετυλιχτεί με έναν τρόπο που μοιάζει μάλλον με μοίρα παρά με σύμπτωση, επηρεάζοντας και επηρεασμένη από τις ζωές και τις επιθυμίες των γύρω τους.
Το Τζίνι και το Γκόλεμ είναι ένα βιβλίο χαρακτήρων, και ως εκ τούτου κυλάει αργά. Συχνά, οι δύο πρωταγωνιστές βρίσκονται εκτός πλάνου για ολόκληρα κεφάλαια, καθώς η ιστορία καταπιάνεται με το παρελθόν, τους φόβους και τις ελπίδες άλλων χαρακτήρων, όπως ενός καταραμένου πρώην γιατρού, μιας καταπιεσμένης κληρονόμου και του δημιουργού της Τσάβα, που την ακολουθεί από την Πολωνία στην Αμερική σε αναζήτηση της αιώνιας ζωής. Οι διηγήσεις αυτές ρίχνουν φως στα κίνητρα και τις ενέργειες των χαρακτήρων που κάποτε συνδράμουν και κάποτε εναντιώνονται στους πρωταγωνιστές, και παρουσιάζουν τον τρόπο ζωής ομάδων που σπάνια εμφανίζονται στη σύγχρονη δημοφιλή λογοτεχνία, πόσο μάλλον του φανταστικού. Ταυτόχρονα, όμως, καθυστερούν την εξέλιξη της ιστορίας, πράγμα που, σε συνδυασμό με μια πολύ αργή πλοκή, δίνει συχνά την αίσθηση πως τίποτα ουσιαστικό δεν έχει συμβεί μέσα στις τελευταίες πενήντα ή εκατό σελίδες.
Όσοι καταπιάνονται με αυτό το βιβλίο προσμένοντας μια θυελλώδη ερωτική ιστορία επίσης θα απογοητευτούν. Σε μια αναζωογονητική τροπή, η Τσάβα και ο Άχμαντ είναι χαρακτήρες που μπορούν να λειτουργήσουν εντελώς ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, ο καθένας ασχολούμενος με τη δικιά του δουλειά, τους φίλους του και τις ασυνήθιστες συνθήκες που προκύπτουν από την εξωπραγματική τους φύση, χωρίς να τους καθορίζει αποκλειστικά ο ρόλος τους μέσα σε ένα ρομάντζο. Ακόμα και όταν είναι μαζί, τα ερωτήματα που προκύπτουν από τις συζητήσεις τους είναι πολύ μεγαλύτερα από τους ίδιους: Μπορεί να καταπολεμήσει κανείς τη φύση του; Ποια είναι η αξία της ελεύθερης βούλησης; Προέχει το καθήκον απέναντι στους άλλους ή η προσωπική ευτυχία; Ποιες διαφορές μπορούν να γεφυρωθούν, ποιοι συμβιβασμοί να γίνουν χωρίς να προδώσει κανείς τον εαυτό του; Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, και το βασικό νόημα του βιβλίου: Πρόκειται για μια ιστορία που χρησιμοποιεί δύο μη «ανθρώπινους» χαρακτήρες για να διερευνήσει μέσα από τη δική τους σκοπιά τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος.
Και το καταφέρνει περίφημα. Αυτό που μένει σαν επίγευση στο τέλος δεν είναι η δράση, ούτε η τελική σύγκρουση με τον «κακό», ούτε καν το λαβ στόρι μεταξύ ενός τεχνητού υπεράνθρωπου και ενός υπεραιωνόβιου πνεύματος. Αυτό που μένει, πέρα από τη μυρωδιά του μετάλλου και των φρεσκοψημένων κουλουριών, είναι η αλήθεια των χαρακτήρων, τα ελαττώματά τους που εύκολα θα αναγνωρίσει ο καθένας μας και στον εαυτό του, η δυνατότητα να αλλάξει ο άνθρωπος προς το καλύτερο, να συγχωρεθεί για τα λάθη του και να βρει ένα καινούριο μονοπάτι. Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου Το Γκόλεμ και το Τζίνι εντυπωσιάζει, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και μετατρέπεται από ιστορία φαντασίας σε ένα έργο που μιλάει με ειλικρίνεια αλλά και τρυφερότητα για τον άνθρωπο, την αγάπη και τη ζωή.\
Μαριανίνα Ζώτου