Καθίσαμε στην καρέκλα του θερινού και είδαμε τον ήλιο να βγαίνει με τη συνοδεία των αφρικανικών ήχων (που στη μεαγλωττισμένη εκδοχή γρήγορα καλύπεται από το όχι και τόσο ταιριαστό ελληνικό τραγούδι για τον Κύκλο της ζωής) . Ήταν σαφές αυτό που ξέραμε πριν φτάσουμε στο σινεμά για τον νέο Βασλιά των Λιονταριών (σε σκηνοθεσία του Jon Favreau, γνωστού και για το Jungle Book). Όλη η ταινία ήταν μια διαδοχή γνωστών σκηνών που χαιρόμασταν να βλέπουμε ξανά. Ήταν όλα ικανοποιητικά οικεία και η ταινία μας άρεσε. Δεν γινόταν αλλιώς. Γι’ αυτό είχαμε πάει στον κινηματογράφο. Σαν τα παιδάκια που θέλουν να ακούσουν ξανά το ίδιο ακριβώς παραμύθι κι αν πεις λάθος μια φράση σε διορθώνουν… Ε κι εμείς τους διορθώσαμε λίγο όταν ο Πούμπα δεν είπε «Σ εμένα μιλάς;» ή «Με λένε ΚΥΡΙΕ γομάρι.»
Αυτό ήταν μια μικρή έκπληξη, αλλά δεν ήταν η μόνη. Κόλλαγε κάπου κάπου το μάτι και το μυαλό, αλλά μετά είχαμε άλλη μια εμβληματική και αγαπημένη σκηνή και το δίωρο πέρασε αστραπιαία.
Η πρώτη έκπληξη ήταν ο μικρός Σίμπα. Έσκασε ξαφνικά ένα κακομαθημένο λιονταράκι, ένα ψηλομύτικο πριγκιπόπουλο. Πάντα έτσι ήταν;
Μήπως είναι σωστα κάποια σχόλια για τη φιλομοναρχισμό της ταινίας, παλιάς και καινούριας; Μήπως έτσι είναι να βλέπεις το Βασιλιά των λιονταριών σε μεγάλη ηλικία; Είμαστε στη φάση που ταυτιζόμαστε με τον Μουφάσα και όχι πια με το μιξιάρικο; Τσεκάροντας την παλιά ταινία βλέπει κανείς ότι κι εκεί το νεαρό λιοντάρι μαγεύεται από τη δύναμη που θα του δώσει το μελλοντικό του αξίωμα. Παρόλ’ αυτά η αίσθηση ότι είναι κακομαθημένος δεν είναι έντονη. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις δύο ταινίες, η οποία γίνεται αισθητή από πολύ νωρίς. Ο ρεαλισμός της νέας ταινίας την κάνει πιο σκληρή.
Παραμένοντας στις εκπλήξεις που μας επιφύλασσε η καινούρια ταινία πρέπει οπωσδήποτε να σταθούμε στον Σκαρ. Έχασε το στυλ του και έγινε ένας συμβατικός κακός. Όχι πως τον συμπαθήσαμε το 1994, αλλά τις προτιμάμε με λίγο χιούμορ τις σκηνές του. Αυτό που κακώς διατήρησε είναι η μειονεκτική του εμφάνιση σε σχέση με τον καλό, όμορφο και δυνατό Μουφάσα. Για άλλη μια φορά οι κακοί είναι οι… σημαδεμένοι. Η ρεαλιστική απόδοση των πάντων είναι και πάλι η αιτία του κακού.
Φαινόταν αυτή η διάθεση και στο τρέιλερ αλλά δεν ήταν ακόμα σαφές το μέγεθος του προβλήματος. Η ρεαλιστική απεικόνιση των πάντων μας έκλεψε τα χρώματα. Είναι σύνηθες για τις ταινίες κινουμένων σχεδίων εκείνης της γενιάς να έχουν έντονο και μη ρεαλιστικό χρώμα, κάτι που δεν χωράει στον περήφανο ρεαλισμό της σύγχρονης τεχνολογίας. Χάθηκε η μαγεία της ταινίας όμως. Για τον Βασιλιά των λιονταριών το χρώμα ήταν μέρος της πλοκής. Ήταν η ομορφιά της ζωής, ένας τρόπος να δοξαστεί η ζωή κι αυτό είναι ξεκάθαρο στις σκηνές των Τιμών και Πούμπα στον παράδεισό τους. Στην ταινία του 1994 οι λιχουδιές που δίνουν στον Σίμπα είναι όντως εντυπωσιακές. Δεν έχετε δει πιο λαχταριστά σκουλήκια. Το 2019 κάτι λείπει απ’ το φαΐ.
Κι αφού μιλάμε για την ομορφιά της ζωής, που είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα, ας μιλήσουμε και για τον κύκλο της που είναι ακραία απαισιόδοξο και σταθερό και στην παλιά εκδοχή του Βασιλιά των λιονταριών και στην νέα. Η ταινία απευθύνεται σε παιδιά και θέλει να τους μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο. Ως εδώ καλά. Όταν όμως η γέννηση σημαίνει εξασφάλιση της διατήρησης της τάξης, υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Σίμπα κι ο Μουφάσα είναι βασιλιάδες και βασιλιάς καλός δεν υπάρχει. (Δεν συμπαθήσατε τον Γαργαντούα μήπως;) Ούτε ότι κι εκείνοι τρώνε τις αντιλόπες. Ο σεβασμός που δείχνει στην ισορροπία της φύσης ο Μουφάσα είναι όντως μια δίκαιη απάντηση στην ακόρεστη πείνα και την αυταρχικότητα του Σκαρ και συνεπώς τον στηρίζουμε. Ο συντηρητισμός της ταινίας εντοπίζεται στην πίστη πως ο ήλιος πρέπει να ανατέλλει και να δύει πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Η θεωρία πως η ζωή είναι ένας κύκλος και όχι μια ευθεία γραμμή δεν αφορά μόνο το θέμα ζωής- θανάτου αλλά και την εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας, η οποία σίγουρα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ο κύκλος που δεν πρέπει να διαταράσσεται. Δεν τρέφουμε αυταπάτες πως η Ιστορία είναι μια ευθεία γραμμή προς τον πρόοδο. Θα ήταν αστείο να μην βλέπουμε τα πισωγυρίσματα της ανθρωπότητας. Όμως χαιρόμαστε που η γεωμετρία δεν αρκεί για να περιγράψει τη ζωή.
Συνοψίζοντας, καλά περάσαμε αλλά την επόμενη φορά και μέχρι να ανατείλει ένας αλλιώτικος ήλιος θα ξαναδούμε το παλιό…