Το τελευταίο μεγάλο νέο στην κόμικ κοινότητα ήταν η κυκλοφορία του πρώτου τεύχους –από τα τρία που θα βγουν συνολικά- του Batman Damned, του τίτλου που εντάσσεται στο Black Label της DC το οποίο θα κυκλοφορήσει κόμικ που απευθύνονται σε ενήλικο κοινό. Το Damned, δυστυχώς, έγινε γνωστό ευρύτερα ως «το κόμικ που δείχνει το πουλί του Μπάτμαν», το οποίο στην πορεία λογοκρίθηκε από τη DC. Με αφορμή το Damned κυκλοφόρησαν μία σειρά από άρθρα σχετικά με το αν τα κόμικ γίνονται και αυτά clickbait, προσπαθώντας να μεγαλώσουν το κοινό τους με σοκαριστικά σχέδια. Σε αυτό το πλαίσιο, δημοσιεύτηκε ένα πολύ καλό και ενδιαφέρον κείμενο από τον Αντώνη Αντωνιάδη με τον εύστοχο τίτλο «Why so serious?», το οποίο καταπιάνεται με το ερώτημα του αν τα κόμικ πρέπει να είναι σκοτεινά για να τα πάρουμε στο σοβαρά αλλά και τι σηματοδοτεί ευρύτερα η στροφή, σε σενάριο και σχέδιο, που συντελείται στα κόμικ εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Σαν Smassing Culture δεν θέλαμε να χάσουμε την ευκαιρία να μπούμε σε αυτή τη συζήτηση, καθώς το θέμα του «σκοτεινού κόμικ» μας έχει απασχολήσει επανειλημμένα.
Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο. Ήδη από τη δεκαετία του ’80, φάνηκε ότι τα κόμικ –και ειδικά τα υπερηρωικά- αναζητούσαν μία νέα πορεία που θα ξεφεύγει από την πεπατημένη των πρώτων μεταπολεμικών κοινωνιών. «Καινοτόμοι» σε αυτή την προσπάθεια ήταν μία σειρά δημιουργών που προτίμησαν να καταστήσουν πιο ελαστικό το δίπολο καλού-κακού, να αναδείξουν το μοτίβο του αντί-ήρωα και να στραφούν στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και στα προβλήματα της προκειμένου να αντλήσουν έμπνευση. Ξεχώρισε αυτή την περίοδο ο Frank Miller, που με το έργο του στο –ασπρόμαυρο- Sin City μας έδωσε μία απαισιόδοξη και κυνική εικόνα της σύγχρονης αμερικάνικης μητρόπολης ενώ με το Dark Knight Returns πραγματοποίησε μία διπλή τομή, στον ίδιο το χαρακτήρα αλλά και στο υπερηρωικό κόμικ γενικότερα, αφού διέλυσε την εικόνα του πρωταγωνιστή-υπεράνθρωπου με τα υψηλά ιδανικά. Στο ίδιο επίπεδο και με παρόμοιες φιλοδοξίες στάθηκε ο Alan Moore ο οποίος με το Watchmen όρισε το μεταμοντέρνο κόμικ, αποδομώντας και αυτός τους υπερήρωες ενώ με το Killing Joke παρουσίασε το ψυχογράφημα του Joker, δίνοντας την ανθρώπινη διάσταση ενός απάνθρωπου χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο δημιουργείται ο Venom, ένας από τους πιο τραγικούς villain στην ιστορία των κόμικ.
Τα κόμικ αυτά τροφοδότησαν τη μαζική κουλτούρα με νέα χαρακτήρες και σεναριακά μοτίβα και δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι το Χόλιγουντ έχει αξιοποιήσει σχεδόν όλες αυτές τις ιστορίες, παράγοντας, ανά περιπτώσεις, αριστουργήματα, όπως η τριλογία του Νόλαν στον Batman. Η νέα φάση των κόμικ γέννησε νέες απαιτήσεις από ένα είδος τέχνης που μέχρι τότε σπάνια έδειχνε να έχει αξιώσεις για κάτι παραπάνω από ένα ελαφρύ ανάγνωσμα. Το τι σηματοδοτούσε αυτή η στροφή είναι, προφανώς, αντικείμενο συζήτησης. Σίγουρα εκφράζει έναν έντονο πεσιμισμό όσον αφορά την κατάσταση των δυτικών κοινωνιών και μία δυσπιστία απέναντι στη δυνατότητα των ανθρώπων να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Από αυτή την άποψη, το σκοτεινό κόμικ κρύβει έναν συντηρητισμό που σε μία επόμενη περίοδο εμφανίστηκε στο έργο του Miller, Holy Terror, το οποίο καταφέρεται ανοιχτά ενάντια στο Ισλάμ, 10 χρόνια μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους. Την ίδια στιγμή, όμως, εκφράζει και μία κριτική και αυτό-κριτική διάθεση: απέναντι στην αφέλεια του υπερ-ηρωικού κόμικ και της απόλυτης διάκρισης καλό-κακό και απέναντι στα αδιέξοδα της αμερικανικής κοινωνίας και ειδικότερα των μηχανισμών καταστολής. Αν η αστυνομία στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ ΠΠ ήταν οι –ελαφρlώς ανίκανοι- συνεργάτες των υπερ-ηρώων που μεριμνούν για την ασφάλεια του πολίτη, τα τελευταία τριάντα χρόνια και με σταθερή έμπνευση το Sin City, απεικονίζονται όλο και συχνότερα ως διεφθαρμένοι προστάτες ενός καταπιεστικού συστήματος. Η υπόθεση του σκοτεινού κόμικ κουβαλάει μια σειρά από τις δικές του αντιφάσεις και συγκρούσεις.
Ακόμα και αν η τάση αυτή ανακόπηκε στη δεκαετία του ’90, κατά την οποία ο Deadpool διακωμώδησε πανέξυπνα τη σκοτεινή στροφή των κόμικ, τελικά επανήλθε ανανεωμένη από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000. Η Marvel έβγαλε μία σειρά από ιστορίες που «τσαλάκωσαν» τους βασικούς της χαρακτήρες (Avengers Disassembled, Ragnarok, World War Hulk) και βρήκε την κορυφαία της έκφραση στο post-apocalyptic Old Man Logan και το εξαιρετικά και βαθιά πολιτικό, Civil War. Αμφότερα δημιουργίες του μεγάλου Mark Millar, σφράγισαν μία νέα περίοδο στα κόμικ που το σκοτάδι ερχόταν από τη σκιά των Δίδυμων Πύργων, τους νέους πολέμους στη Μέση Ανατολή, το Γκουαντάναμο και τον περιορισμό των δικαιωμάτων εντός ΗΠΑ.
Είμαστε ακόμα εντός αυτής της περιόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν το reboot του Secret Wars (που τελικά έφερε πολύ λιγότερες αλλαγές από ό,τι υποσχέθηκε), η Marvel έβαλε τους Avengers να καταστρέφουν σύμπαντα ολόκληρα προκειμένου να σώσουν το δικό τους και στην πορεία να διασπώνται. Όμως, ένα χρόνο αργότερα, η προσπάθεια για Civil War II, κατέληξε σε μία αδιάφορη ιστορία, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας. Μία σειρά από παρόμοιες αποτυχίες, όπως το dark sequel του Deadpool Kills the Marvel Universe, δημιουργούν την αίσθηση βρισκόμαστε μπροστά σε έναν εκφυλισμό του «σκοτεινού» κόμικ. Ο κίνδυνος είναι, από τη μία, να μετατραπεί σε απλή αισθητική επιλογή και, από την άλλη, να υποβαθμιστεί τελείως σε click bait.
Και κάπου εδώ κολλάει το Damned των Azzarello-Bermejo το οποίο φαίνεται να πάσχει και από τους δύο κινδύνους. Ο Batman ξυπνάει μέσα σε ένα ασθενοφόρο, βαριά τραυματισμένος και χωρίς καμία μνήμη για το τι του έχει συμβεί. Θα βρει βοήθεια στον Constantine, ο οποίος θα τον περιθάλψει και θα αναλάβει το ρόλο του παντογνώστη αφηγητή της ιστορίας που θα οδηγήσει τον Batman σε συναντήσεις με διάφορους υπερφυσικούς χαρακτήρες σε μια προσπάθεια να ξεδιαλύνει το παρελθόν του, το πιο πρόσφατο αλλά και το πιο μακρινό. Το ερώτημα που βασανίζει τον ήρωα είναι ο πρόσφατος θάνατος του Joker και ο ρόλος που είχε –ή δεν είχε- ο ίδιος σε αυτό. Ο Azzarello είναι εμφανώς ότι έχει πολλές φιλοδοξίες με αυτή την ιστορία, η επιρροή του Miller φαίνεται σε πολλά σημεία καθώς και η προσδοκία του σύγχρονου δημιουργού να βάλει το δικό του λιθαράκι στη μυθολογία του Caped Crusader.
Ωστόσο, η όλη προσπάθεια προκαλεί προβληματισμό και όχι με την καλή έννοια.. Ο «σκοτεινός» χαρακτήρας του Damned αποτυπώνεται καθαρά στο σχέδιο του Bermejo ο οποίος περιορίζει την παλέτα του σε αποχρώσεις των μαύρο, γκρι και κόκκινο για να αποδώσει τη φιγούρα του Βatman και το Gotham. Δεν είναι κάποια πρωτότυπη επιλογή αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι υψηλού επιπέδου και ουσιαστικά σώζει το πρώτο τεύχος του Damned. Από την άλλη, το σενάριο και οι διάλογοι πασχίζουν να υποβάλλουν στον αναγνώστη μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και διάθεση αλλά αποτυγχάνουν. Η διήγηση του Constantine είναι γεμάτη ασάφειες και ομιχλώδεις φράσεις που αντί να εξάπτουν την περιέργεια προκαλούν εκνευρισμό. Σε ορισμένα καρέ, η αφήγηση φαίνεται να μην ταιριάζει με κανένα τρόπο και τελικά αποσπά την προσοχή από καλοσχεδιασμένες σκηνές δράσης. Οι δυσνόητες εκφράσεις και το να γράφεις λέξεις όπως LUNATIC και HELL με κεφαλαία δεν αρκούν για να δώσεις μία αύρα μυστηρίου και πεσιμισμού στην ιστορία, όπως και το να λες κάτι με στόμφο δεν το καθιστά αυτόματα και σημαντικό. Πολύ περισσότερο, δεν αρκούν για να αποδοθεί μία εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα ο οποίος υποτίθεται ότι βρίσκεται σε μία αγχώδη κατάσταση, γεμάτος ενοχές για πράξεις που δεν είναι καν σίγουρος ότι ήταν πραγματικά δικές του.
Ο Batmanπεριφέρεται σαν να έχει χαθεί μέσα στην πόλη του και ο αναγνώστης προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα από μία αφήγηση χωρίς πραγματικό κέντρο βάρους και ιεραρχήσεις. Ο Bruce Wayne ανησυχεί συγχρόνως για το θάνατο του Joker, τα τραύματα του και μια παιδική αφήγηση που είχε απωθήσει χωρίς να είναι κατανοητό αν υπάρχει κάποια σύνδεση όλων αυτών και το κυριότερο, χωρίς να αναπτύσσεται επαρκώς κανένα από τα αφηγηματικά νήματα. Ισχύει και εδώ το ίδιο με πριν: αν θες να στραπατσάρεις έναν χαρακτήρα, πρέπει να κάνεις κάτι πολύ πιο πειστικό από το να του πετάξεις χίλια προβλήματα συγχρόνως.
Επιπλέον, η εμπορική προώθηση του Damned ως «το κόμικ που δείχνει το πουλί του Batman» ακουμπάει τις χειρότερες πλευρές της σύγχρονης δημοσιογραφίας. Δεν είναι ξεκάθαρο το ποιες είναι οι ευθύνες της DC σε αυτό, καθώς πολλά μεγάλα σάιτ που ασχολούνται με τα κόμικ –αλλά και όχι μόνο αυτά- έκριναν ότι θα έφερνε τα κατάλληλα κλικ αν έκαναν μία σειρά άρθρων που θα βασίζονταν σε ένα μόνο καρέ που εμφανίζεται περίπου στη μέση του τεύχους. Στην πραγματικότητα, η βιομηχανία των κόμικ υποφέρει ήδη από μία clickbait κουλτούρα — η Marvel τουλάχιστον μία φορά το χρόνο υπόσχεται ένα event που θα αλλάξει τα πάντα. Ο τρόπος που πλαισιώθηκε το Damned έρχεται να επιδεινώσει το πρόβλημα και μάλιστα σε έναν τίτλο ο οποίος διαφημίστηκε ότι απευθύνεται σε ενήλικες.
Η απογοήτευση στη νέα αρχή δύο πολύ αξιόλογων δημιουργών μας υπενθυμίζει ότι το να είσαι σκοτεινός, αμφιλεγόμενος, ατμοσφαιρικός ή οτιδήποτε σχετικό, είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία αισθητική επιλογή ή από ένα σοκαριστικό εφεύρημα. Πολύ περισσότερο έχει να κάνει με έναν εξαιρετικά δύσκολο συνδυασμό που σπάνια επιτυγχάνεται: μία υπόθεση που αποτυπώνει, ταυτόχρονα, ένα επίκαιρο κοινωνικά ζήτημα αλλά και αναδεικνύει εσωτερικές αντιφάσεις χαρακτήρων οι οποίες θα δώσουν μία δυναμική στην ιστορία, καταλήγοντας σε μία νέα οπτική του ήρωα.