Η Τεκίλα Λεϊλά μόλις δολοφονήθηκε· κείτεται νεκρή μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ, κάπου στα περίχωρα της Ιστανμπούλ. Όμως, παρότι η καρδιά της έχει σταματήσει να χτυπά, οι συνειδησιακές της διεργασίες συνεχίζονται, για ακριβώς 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα. Η Λεϊλά ανασύρει από τη μνήμη της γεύσεις, μυρωδιές, παντός είδους αναμνήσεις, από την παιδική της ηλικία στο Βαν, στα βάθη της Τουρκίας, σε μια οικογένεια γεμάτη μυστικά, ψέματα και ανομήματα, μέχρι την εγκατάλειψη του χωριού όπου μεγάλωσε για την Ιστανμπούλ και τις κίβδηλες υποσχέσεις της, μόνο για να καταλήξει πόρνη, στον δρόμο των μπορντέλων. Και όσο το μυαλό της Λεϊλά επαναφέρει αναμνήσεις μιας ζωής θαρραλέας και μεγαλειώδους μέσα στην τραγωδία της, οι φίλοι της, τα 5 άτομα που σχημάτιζαν την ιδιότυπη οικογένειά της, ψάχνουν μανιωδώς να βρουν το σώμα της.
Το μυθιστόρημα της πολυγραφότατης, Τουρκο-Βρετανίδας συγγραφέα, Elif Shafak, 10 Λεπτά και 38 Δευτερόλεπτα Σ’ Αυτόν Τον Παράξενο Κόσμο, που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker το 2019, κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου. Στο βιβλίο αυτό, η Shafak αφηγείται την ιστορία της Λεϊλά, μιας πόρνης στην Ιστανμπούλ, αλλά ξεκινά την εξιστόρησή της από το τέλος, από την άγρια δολοφονία και εγκατάλειψη του πτώματος της Λεϊλά μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών σε μια φτωχογειτονιά της Ιστανμπούλ. Όμως, το μυαλό της Λεϊλά, στις ύστατες εκλάμψεις λειτουργίας του, στρέφεται προς τα πίσω, προς το παρελθόν, όχι γραμμικά αλλά ελεύθερα, συνειδησιακά.
Για 10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα, η Λεϊλά συνεχίζει να σκέφτεται, να αισθάνεται, να θυμάται, οι εγκεφαλικές συνάψεις της δουλεύουν πυρετωδώς και στο θυμικό της εμφανίζονται στιγμές, αισθήσεις, γεύσεις και μυρωδιές, από την παιδική της ηλικία μέχρι και τον θάνατό της. Η Λεϊλά θυμάται τη γέννησή της από τη μητέρα της, δεύτερη σύζυγο του πατέρα της και μετά από 6 αποβολές, και την εγκληματική απόσχισή της από εκείνη, για να τη μεγαλώσει η πρώτη, άτεκνη σύζυγος του πατέρα της ως δικό της παιδί. Μέσα από τις αναμνήσεις της Λεϊλά, αναδύεται η ιστορία της μητέρας της, μιας γυναίκας που ερχόταν πάντα δεύτερη στα συναισθήματα και τις προτεραιότητες του συζύγου της, μέχρι που της στέρησαν το ίδιο της το παιδί και την οδήγησαν στην ψυχική ασθένεια.
Η Λεϊλά θυμάται τη γεύση της γίδας στη σούβλα, που έσφαξε ο πατέρας της στη γέννηση του αδελφού της, του πολυπόθητου γιού, τη γεύση του λεμονιού και της ζάχαρης, του μείγματος που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για χαλάουα όταν συναθροίζονταν όλες στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας, μοναδική πράξη αψηφισιάς και αντίστασής τους απέναντι σε ένα πατριαρχικό κατεστημένο, που απαιτούσε αυτές να βρίσκονται κλεισμένες στο σπίτι με το κεφάλι σκυφτό, που φυλάκιζε την οργανική ανάγκη τους για ελευθερία πίσω από ένα τσαντόρ.
Η αφήγηση της Shafak ρέει σαν γάργαρο νερό, κυλά σαν παραμύθι, εμποτισμένη με τους λαϊκούς μύθους, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες της τουρκικής πολιτισμικής παράδοσης. Με γραφή λυρική, έμπλεη παρομοιώσεων και ποιητικών εικόνων, η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας είναι εντούτοις κάθε άλλο παρά βγαλμένη από σελίδες παραμυθιού: είναι μια ιστορία σεξουαλικής κακοποίησης, βιασμών και αιμομιξίας, σωματεμπορίας και έμφυλης βίας, μια ιστορία τραγική, αποτρόπαια, σοκαριστική, σαν γροθιά στο στομάχι.
Η Λεϊλά ήταν ένα κορίτσι γεμάτο όνειρα για το μέλλον, θαύμαζε τα μοντέλα στις σελίδες των περιοδικών που διάβαζε, περιποιούνταν την εμφάνισή της και γιόρταζε τη θηλυκότητά της όσο ήταν έφηβη, όμως σύντομα συνειδητοποίησε πως ζει και μεγαλώνει μέσα σε μια κοινωνία που δεν επιτρέπει στις γυναίκες να ανθίσουν, τις περιορίζει εντός των οικιακών τειχών, κρύβει το πρόσωπο και τα μαλλιά τους και τις ενοχοποιεί για το αδηφάγο ανδρικό βλέμμα, πετσοκόβει τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Φυλακισμένη σε μια βάναυσα πατριαρχική, κλειστή κοινωνία, που εγκληματεί στυγνά εις βάρος της και τοποθετεί εκείνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου, η Λεϊλά δραπετεύει στην Ιστανμπούλ, μια πόλη τόσο γεμάτη εμπειρίες στα σφύζοντα από ζωή σοκάκια της όσο και γεμάτη μίσος, εχθρότητα, κινδύνους και αβυσσώδες σκότος. Η Shafak καθιστά την Ιστανμπούλ οργανικό κομμάτι της αφήγησης, αποκαλύπτει και ξεγυμνώνει τον κοινωνικό ιστό ολάκερης της Τουρκίας, από τα έγκατα της Ανατολίας, όπου δεσπόζει ο συντηρητισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο ηθικός πουριτανισμός, μέχρι την ψευδεπίγραφα προοδευτική Ιστανμπούλ, πόλη που πλανεύει τους παροικούντες την, πόλη επίπλαστης ελευθερίας και ευκαιριών, που καταβροχθίζει τις σάρκες των χαμένων και των αδύναμων.
Κι όμως, εν μέσω όλης της βίας, της σκληρότητας και της μακαβριότητας, η Λεϊλά δεν παύει να ονειρεύεται, δεν χάνει την τρυφερότητα και την ευαισθησία της, και ερωτεύεται έντονα, αφοσιωμένα και παθιασμένα. Και, το κυριότερο, η Λεϊλά κάνει φίλους, σφυρηλατεί δεσμούς αγάπης, αφοσίωσης και φροντίδας. Οι φίλοι της Λεϊλά είναι παρίες, κοινωνικά απόκληροι όπως εκείνη: μια τρανς γυναίκα, ο ντροπαλός, μοναχικός παιδικός της φίλος, μια Σομαλή πόρνη, μια καλόκαρδη Λιβανέζα με νανισμό και μια Μεσοποτάμια τραγουδίστρια που εγκατέλειψε τον βίαιο σύζυγό της για μια ύστατη ευκαιρία στη ζωή στην Ιστανμπούλ. Η Λεϊλά και οι φίλοι της ξέρουν πως η ισλαμική, βαθιά μισαλλόδοξη και πουριτανική τουρκική κοινωνία τους περιφρονεί και τους περιθωριοποιεί, ξέρουν πως στα μάτια της είναι μιάσματα και εν δυνάμει κίνδυνοι για την κοινωνική ευημερία, οι αόρατοι και ξεχασμένοι που θα θαφτούν στο Κοιμητήριο των Ασυντρόφευτων, ξέρουν όμως και πως έχουν ο ένας τον άλλον, μια ιδιόμορφη οικογένεια με δεσμούς μακράν ισχυρότερους από οποιαδήποτε εξ αίματος συγγένεια, και γι’ αυτό θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να αποδώσουν τη στερνή, μεταθανάτια τιμή στο σώμα της φίλης τους.
Το 2ο μέρος του βιβλίου, που καταγράφει ακριβώς αυτήν την αποστολή, είναι και αρκετά πιο αδύναμο αφηγηματικά από το, άρτια δομημένο, 1ο μέρος, ενώ οι πολλές υποπλοκές του, όπως αυτή της αποκάλυψης των δολοφόνων της Λεϊλά, δεν αναπτύσσονται επαρκώς από τη συγγραφέα και φαντάζουν μισοτελειωμένες. Χωρίς το 2ο μισό, το βιβλίο θα ήταν ένα αριστούργημα, μια θρηνητική ελεγεία για τις χαμένες, κατακερματισμένες ψυχές που η κοινωνία φτύνει και αποβάλλει, όμως εδώ το επίπεδο της λογοτεχνικότητας και της αφηγηματικής εξέλιξης γίνεται αρκετά πιο απλοϊκό και, εν τέλει, mainstream και εμπορικό.
Παρ’ όλα αυτά, η Shafak έχει πετύχει στην εντέλεια τον συγγραφικό της στόχο, να χρησιμοποιήσει ως όχημα την ιστορία της Λεϊλά για να τοιχογραφήσει την Τουρκία του 2ου μισού του 20ου αιώνα και την πρόσφατη ιστορία της, τους πολιτικούς μετασχηματισμούς της, την άνοδο των ριζοσπαστικών πολιτικών φρονημάτων και την αστυνομική καταστολή τους, με αποκορύφωμα τη Ματωμένη Πρωτομαγιά της πλατείας Ταξίμ, τις ταξικές αντιθέσεις και αντιφάσεις του κοινωνικού της οικοδομήματος, και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό μιας χώρας που παλεύει να βαδίσει στο μέλλον, προς τον εκσυγχρονισμό και τον προοδευτισμό, όμως οι θρησκευτικές της αγκυλώσεις και ο αρτηριοσκληρωτικός πουριτανισμός της δεν της το επιτρέπουν.
Τα 10 Λεπτά και 38 Δευτερόλεπτα Σ’ Αυτόν Τον Παράξενο Κόσμο είναι, πάνω απ’ όλα, ένα πολυποίκιλτο υφαντό της γυναικείας εμπειρίας και οδύνης, εντός μιας κοινωνίας που καταπνίγει τη γυναικεία ύπαρξη, τη νουθετεί, τη φιμώνει και τη διαβρώνει, και όπου όμως κάποιες θηλυκότητες, οι απόκληρες και τα κοινωνικά αποβράσματα, κατορθώνουν, παρά την περιβάλλουσα, δυσθεώρητη δυστυχία, την κοινωνική αδικία και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας, να απελευθερωθούν, να πετάξουν στον ουρανό σαν τα περιστέρια που εγκαταλείπουν τη στέγη του σπιτιού, να κολυμπήσουν σαν τα ψάρια, ελεύθερα μέσα στο αέναα ρέον νερό.