Κάποιες φορές ξαναπιάνεις ένα βιβλίο, ένα κόμικ ή μία ταινία που σου άρεσε πολύ και αναρωτιέσαι «μα τι του έβρισκα». Άλλες πάλι, πιο σπάνια δυστυχώς, επιστρέφεις για να ανακαλύψεις νέα στοιχεία, να ξαναδιαβάσεις και να ξαναδείς από μία οπτική που σου έλειπε την πρώτη φορά και πλέον σου επιτρέπει να το εκτιμήσεις διαφορετικά. Διαβάζοντας την επετειακή έκδοση του Μανιφέστο, του κόμικ του Ηλία Κυριαζή, βρίσκομαι στη δεύτερη περίπτωση, όπως πιστεύω ότι θα βρεθούν και πολλοί ακόμα που, έφηβοι τότε, διαβάζαμε το Μανιφέστο και πειθόμασταν ότι κόμικ δεν είναι μόνο τα «μίκι μάου» και ότι θα τα διαβάζουμε για μία ζωή. Δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης του στο περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας (εκδιδόταν από το 2003 μέχρι το 2008), οι εκδόσεις Anubis μας επαναφέρουν στο πολυαγαπημένο κόμικ του Κυριαζή. Στην έκδοση που μόλις κυκλοφόρησε θα βρείτε όλα τα επεισόδια της σειράς –που είχαν συγκεντρωθεί στα τεύχη Manifesto και Manifesto:Δύο– μαζί με αδημοσίευτο υλικό αλλά και έναν εξαιρετικό πρόλογο του Θοδωρή Δημητρόπουλου.
Πρωταγωνιστής στο Μανιφέστο είναι ο Βίκτωρας που είναι στα «τελειώματα» ενός ΤΕΙ γραφιστικής, είχε όνειρο από μικρός να σχεδιάσει κόμικ και κατά βάση είναι αβέβαιος για το μέλλον του, καθώς βγαίνει από μία φάση της ζωής του και μπαίνει σε μία νέα, όπου υπάρχει η τρομακτική απαίτηση «να ωριμάσει». Με τα λόγια του ίδιο:
«Σήμερα κλείνω το 24ο έτος της ηλικίας μου και ακόμα δεν έχω γίνει ούτε πλούσιος ούτε διάσημος, δεν έχω νιώσει έναν έρωτα όπως τον περιγράφουν οι ταινίες και τα τραγούδια, δεν αφήνω πίσω μου μία ξέφρενη εφηβεία με τρελές καταστάσεις και ατελείωτο σεξ, ναρκωτικά και πράγματα τα οποία θα συμβουλεύω τα παιδιά μου να αποφεύγουν . Δεν έχω κάνει βήμα για την ολοκλήρωση των ονείρων μου. Και είμαι μόνο 6 χρόνια πριν τα 30»
Ο Βίκτωρας ακολουθεί την παρέα του, καθώς βγαίνουν από τα φοιτητικά χρόνια και μπαίνει σε μία φάση όπου ψάχνεται. Γνωρίζει νέους ανθρώπους και μπαίνει σε σχέσεις που δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί, αλλάζει μουσικά γούστα και προσπαθεί να μπει στη goth σκηνή, την ώρα που κρατάει τους Abba στο discman, ξεκινάει μια δουλειά, την ίδια ώρα που πασχίζει να δημοσιεύσει το πρώτο του κόμικ. Είναι νάρκισσος αλλά και χαρισματικός, πολύ φιλόδοξος αλλά και λίγο τεμπέλης και απείθαρχος, απογοητεύεται εύκολα, κλείνεται στον εαυτό του και, την ίδια στιγμή, είναι έτοιμος να ριχθεί στην επόμενη σχέση. Ανησυχεί για τα όνειρα του αλλά δεν μπορεί να οργανώσει το χρόνο του ώστε να τα κυνηγήσει μέχρι τέλους. Καταλαβαίνει ότι μεγάλωσε πια αλλά όχι τόσο ώστε να νιώθει άνετα στο οικογενειακό τραπέζι. Συγκεντρώνει όλες τις ανασφάλειες και τα «μπρος-πίσω» μίας δύσκολης φάσης στη ζωή ενός ανθρώπου. Στο πλευρό του, ο Άλκης, η ξαδέρφη του, Τιτίκα, που εκφράζει την πίεση να «φτιάξει λίγο τη ζωή του» και ο Λόγκαν, φανατικά alternative (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), με διαρκές άγχος να μην ξεπουληθεί — το όνομα του ,προφανώς, βγαίνει από τον Wolverine. Στο Μανιφέστο ισορροπούν άριστα μία σειρά από θεματικές χωρίς καμία να απομονώνεται και να ξεχωρίζει. Οι ερωτικές σχέσεις και τα αδιέξοδα τους, οι φιλικές σχέσεις που εξαντλούν τη δυναμική τους και γίνονται όλο και πιο τυπικές δένονται απόλυτα με τα πρώτα βήματα στη δουλειά, τις απογοητεύσεις που κρατάνε πολύ και τις επιτυχίες που λάμπουν για λίγο. Και την ίδια στιγμή, οι φίλοι που σε στηρίζουν όταν δεν το περιμένεις, οι νέοι έρωτες και οι δρόμοι για πιο δημιουργική έκφραση.
Όλα αυτά, στα πλαίσια μίας παρέας που εντάσσεται στη nerd κουλτούρα που, από ακραία μειοψηφική, στις αρχές του 2000 άρχισε να παίρνει τα πάνω της και στην Ελλάδα. Ο Λόγκαν θέτει τα δύσκολα διλήμματα στην παρέα, οδηγώντας στην απόγνωση την κοπέλα του Βίκτωρα, : «ποιος σχεδιαστής θα λέγατε ότι κάνει καλύτερα τους καβάλους». Ο Κυριαζής δεν χαρίζεται ούτε εδώ. Το μανιφέστο μας πηγαίνει σε επιτραπέζια rpg με καλτ φιγούρες, σχεδιαστές κόμικ που αρχίζουν να καβαλάνε το καλάμι μόλις δημοσιεύσουν δύο ιστορίες, φεστιβάλ που μαζικοποιούνται και σκληροπηρυνικοί φαν που βγάζουν ελιτισμό απέναντι στους νεοφώτιστους. Μας ακουμπάει και εδώ η απορία του Βίκτωρα «είναι δυνατόν να έχω τα ίδια ενδιαφέρονται με αυτούς;». Πλάι σε αυτό, δεν λείπει ο ενθουσιασμός, η βαθιά αγάπη για τα κόμικ και οι γνήσιες κοινότητες που χτίζονται γύρω από αυτό. Ειδικότερα, όσον αφορά τον δημιουργό κόμικ ως καλλιτέχνη, αποτυπώνεται με χιουμοριστικό αλλά και ειλικρινή τρόπο το δίλημμα ανάμεσα σε προσπάθεια για mainstream έργα που θα αποφέρουν χρήματα και αναγνώριση αλλά και υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο των εκδοτών και, από την άλλη, η επιμονή στις αυτοεκδόσεις, την ανεξάρτητη δημιουργία με τους κινδύνους και τους περιορισμούς που τη συνοδεύουν. Ο Βίκτωρας περνάει διαρκώς από το ένα στο άλλο, δίνει μάχη να κρατήσει τις ισορροπίες, βρίζει τον Λόγκαν για τον δογματισμό του αλλά, πάνω από όλα, πίνει και εύχεται «να μη γίνουμε ποτέ σαν αυτούς», που ξεπουλήθηκαν και χρησιμοποιούν την τέχνη τους για να πουλήσουν μούρη.
Σε όλο το Μανιφέστο, ο Κυριαζής ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο του και τις ικανότητες του, ενώ βρισκόταν στα πρώτα βήματα της καριέρας του. Στα πρώτα επεισόδια κάνει κλασικά χιουμοριστικά στριπάκια ενώ στη συνέχεια περνάει σε μεγαλύτερου μήκους ιστορίες. Περνάει από την κωμωδία καταστάσεων (να ένα sitcom που θα βλέπαμε ξανά με ενθουσιασμό!) σε buddy movie και, στο 2ο μέρος, φτάνει σε ένα πιο γλυκόπικρο στήσιμο. Η αφήγηση εξελίσσεται και παίρνει πολλές μορφές: χιουμοριστικά στριπ, «origin story», ιστορίες που μπλέκεται η αρχή με το τέλος και, πάρα πολύ συχνά, ένα πανέξυπνο κόμικ μέσα στο κόμικ. Μέσα σε όλα αυτά, ο Κυριαζής μοιράζει γενναιόδωρα easter eggs, μικρές αναφορές σε έργα της ποπ κουλτούρας, κόμικ της Marvel, blockbuster ταινίες αλλά και ελληνικά σήριαλ, μπαρ της Αθήνας ακόμα και άλλα δικά του κόμικ. Όλα αυτά κρύβονται στο περιθώριο των καρέ, στις μπλούζες των πρωταγωνιστών, στις ταινίες που βλέπουν. Με οδηγό το παράρτημα του Κυριαζή στο τέλος του κόμικ, μπορούμε να δούμε πόσα πιάσαμε αλλά και να μάθουμε πράγματα για τους περιορισμούς που έβαζε το «9» και δεν μπορούσαμε τότε να φανταστούμε, όπως για παράδειγμα ότι τον πίεζαν να περιορίσει αναφορές στην ομοφυλοφιλία. Όλα τα παραπάνω, κάνουν το Μανιφέστο να προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις με διαφορετικές εστιάσεις, στους χαρακτήρες, τις λεπτομέρειες των καρέ και το σχέδιο.
Για όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα κείμενο, το Μανιφέστο ήταν και παραμένει το καλύτερο ελληνικό κόμικ. Εμπνέεται, φυσικά, από μία άλλη περίοδο που απέχει πλέον πάνω από 10 χρόνια αλλά η κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας άλλαξε τόσο που φαίνεται να απέχει δεκαετίες. Τα πράγματα σήμερα για τους άνω των 25 είναι πολύ πιο άγρια και μπροστά στη σημερινή πραγματικότητα της ανεργίας και της ταλάντευσης ανάμεσα στη φυγή στο εξωτερικό και την παραμονή σε μία κατάσταση που στερείται προοπτικής, ο Βίκτωρας και οι ανησυχίες του ίσως φαντάζουν «λίγες». Αλλά δεν είναι. Το έργο του Κυριαζή συνεχίζει να είναι το μανιφέστο του ελιτιστή νέρντουλα, του εναλλακτικού που θέλει να γίνει mainstream και νιώθει ενοχές για αυτό, του νάρκισσου που συνειδητοποιεί το ελάττωμα του, του χαρισματικού τεμπέλη, του ερωτευμένου που καταπιέζει τη σύντροφο του με τις ανασφάλειες του . Πολύ περισσότερο από αυτά, είναι το μανιφέστο του αιώνιου έφηβου, του χαμένου φοιτητή που τελειώνει τη σχολή του και αρνείται να γίνει «κανονικός» ενήλικος, είναι το μανιφέστο του 25χρονου που πλησιάζει περισσότερο τα 30 και νιώθει μεσήλικας. Είναι το βασικό ντοκουμέντο μιας γενιάς που της έταξαν ένα καλύτερο αύριο και το είδε να διαψεύδεται αλλά ψάχνει δρόμους για να αντέξει. Το κόμικ του Κυριαζή «ανήκει» στο 2018 , όπως άνηκε στο 2008 και κάποια από τα σκίτσα και τους διαλόγους του, αντηχούν σήμερα ακόμα πιο δυνατά. Στην εποχή που η αβεβαιότητα γενικεύεται και δεν περιορίζεται στους 20 και κάτι, παραμένει το δικό μας Μανιφέστο…