Το Disenchantment είχε όλα τα προσόντα για να γίνει η (animated) σειρά του καλοκαιριού. Με ονόματα βαριά σαν ιστορία, όπως του Matt Groening (Simpsons, Futurama) και του Josh Weinstein (Gravity Falls) στο τιμόνι, την πλήρη υποστήριξη στην προώθηση, διαφήμιση και διανομή του Netflix, πολλοί περιμέναμε το Disenchantment να μας ενθουσιάσει και να γίνει μια σειρά που θα μπορούσε όχι απλά να αντικρίσει στα ίσια τα σύγχρονα μεγαθήρια του ενήλικου animation όπως το Rick and Morty και το Bojack Horseman, αλλά, γιατί όχι, να φτάσει στο ύψος των κλασσικών δουλειών του Matt Groening, κυρίως βασικά του πολυαγαπημένου Futurama και όχι τόσο των (στεγνών μετά από τόσες σεζόν) Simpsons.
Ωστόσο τελικά η Απογοήτευση όπως, ορθώς νοηματικά, μεταφράστηκε, όχι μόνο δεν κατάφερε να ανταγωνιστεί το ένδοξο παρελθόν ή το προβληματικό παρόν του ενηλίκου animation αλλά, χωρίς να απορρίπτεται συλλήβδην, δεν κατάφερε να κρατήσει καν τη προσοχή πολλών μέχρι το τέλος. Αντίθετα, το Disenchantment φαίνεται να βασίζει ένα μεγάλο μέρος του χιούμορ σε σειρές που επηρεάστηκαν από το έργο του δημιουργού του, χωρίς όμως να καταφέρνει να πιάσει το κλίμα και την υφή του. Έτσι, το σκοτάδι του Disenchantment φαντάζει επιτηδευμένο και, τελικά, κενό.
Η φόρμουλα του Groening στην ουσία φαίνεται σαν μια προσπάθεια να συνδυαστούν τα tropes των πρώιμων Simpsons και του Futurama. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες ώστε αυτή η μείξη να αποκτήσει έναν δικό της χαρακτήρα, που να συνάδει με το πιο σκοτεινό και κυνικό πρόσωπο της εποχής μας, ουσιαστικά ο στόχος δεν επιτυγχάνεται. Το ανά στιγμές μαύρο χιούμορ δεν το καθιστά σοκαριστικό ή σκοτεινό. Το αίμα και το gore που προσφέρει το fantasy σκηνικό και χρησιμοποιούνται απλόχερα δεν καταφέρνουν να του εμφυσήσουν σοβαρότητα ή ενήλικη χροιά. Ίσως ο συνδυασμός Game of Thrones- Futurama να πετύχαινε υπό άλλες συνθήκες, αλλά η Απογοήτευση τον εκμεταλλεύεται μονάχα επιφανειακά, γιατί ουσιαστικά δε θέλει να τον εκμεταλλευτεί.
Σκοπός του Groening ήταν να πει μια ιστορία για μια οικογένεια και τον κόσμο που την περιβάλλει. Μια ιστορία για το ταξίδι προσαρμογής του ατόμου από τη δυσλειτουργική αυτή πατριαρχική (μκρο)κοινωνία της οικογένειας στο ευρύτερο πλαίσιο και τις, πολλές φορές γλυκόπικρες και ίσως και κωμικές, δυσαρμονίες που δημιουργούνται όταν πολλά τέτοια άτομα συναντιούνται. Με αυτή τη λογική η Απογοήτευση είναι μια σειρά πολύ πιο κοντά στην απογοήτευση των millenials για τον κόσμο γύρω τους, για τους ανθρώπους που ουσιαστικά δεν τους ετοίμασαν για αυτόν και, τελικά, για τον ίδιο τους τον εαυτό. Υπό αυτή την έννοια η σειρά είναι πιο ειλικρινής όταν επικεντρώνεται στην πρωταγωνίστρια της, την ορφανή από μητέρα και αλκοολική πριγκίπισσα της Dreamland, Bean, η οποία προσπαθεί να βρει ένα μέρος στον κόσμο για τον εαυτό της που να μην αφορά την βασιλική καταγωγή της ή τον βάναυσο και χονδροειδέστατο πατέρα της, King Zog. Όμως δεν μπορεί, γιατί πολύ απλά, ποτέ δεν περίμενε ότι θα χρειαστεί.
Επιπλέον, η επιλογή ο πρώτος ρόλος να δοθεί σε πριγκίπισσα και όχι πρίγκηπα δεν εξυπηρετεί μόνο την ανατροπή ενός κλασικού παραμυθικού στοιχείου, αυτό της αβοήθητης βασιλοπούλας. Δίνει σε μια δυνατή αλλά ανθρώπινη γυναίκα τον λόγο ακριβώς για να αναδείξει εκείνες τις πτυχές της ιστορίας που δεν έχουν έρθει στο φως ή που επιμελώς απορρίφθηκαν, όπως η γυναικεία σεξουαλικότητα.
Αλλά η σειρά φαίνεται πως δεν μπορεί να εστιάσει σε αυτή την ιστορία, γιατί παράλληλα βάζει πολλά πράγματα στο πιάτο του, τα οποία δεν φαίνεται το ίδιο πρόθυμος να εξετάσει. Οι ιστορίες του ξωτικού Elfo και του δαίμονα Lucy τίθενται διάσπαρτα και αποτελούν ουσιαστικά τα συνδετικά κομμάτια των πρώτων 10 επεισοδίων (το πρώτο μισό της πρώτης σεζόν!) με τα υπόλοιπα, unaired ακόμα επεισόδια. Αυτά τα θραύσματα ιστοριών όμως τελικά όχι μόνο δεν ανοίγουν την όρεξη για περισσότερες περιπέτειες και επαναστάσεις στην Dreamland (έπρεπε) αλλά τελικά διασπούν το ενδιαφέρον και την προσοχή του θεατή. Το ίδιο το format του streaming φαίνεται να πηγαίνει αντίθετα στον τρόπο που δουλεύει ο Groening, ο οποίος πέρασε όλη του την καριέρα στα τηλεοπτικά στούντιο και στον προηγούμενο τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης περιεχομένου. Τα επεισόδια κινούνται άρρυθμα μεταξύ τους, δεμένα με μερικά στοιχεία να λειτουργούν σαν καρφιά μεταξύ τους, δημιουργώντας μια χαλαρή συνοχή που τελικά κουράζει αντί να δημιουργεί προσδοκίες, γιατί ακριβώς η προσοχή που της δίνεται δεν είναι ισομερής ή σταθερή. Με λίγα λόγια δεν ξεχώριζαν τα filler επεισόδια από αυτά της “κεντρικής” αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, ιστορίας. Τελικά, αυτό που σκότωσε τους Simpson, η πίεση των στούντιο, έβλαψε και το Disenchantment, αλλά για διαφορετικό λόγο.
Ωστόσο, το Disenchantment δεν είναι ένα χάσιμο χρόνου μέχρι την νέα σεζόν Bojack Horseman. Το χιούμορ, πολλές φορές βεβιασμένο και επιτηδευμένα σκοτεινό, έχει τις στιγμές του, κυρίως κάποια πολύ έξυπνα ευφυολογήματα, λογοπαίγνια και αγνό ( αλλά τρομερά βίαιο) slapstick. Την ίδια στιγμή, η μεγάλη του δύναμη είναι το ίδιο του το cast. Kάθε χαρακτήρας, από την Bean της Abbi Jacobson (Broad City), στον Elfo του Nat Faxon (Father of the Year) και από τον Lucy του meme-ικού Eric André (Lucas Bros Moving Co, Don’t Trust the B—- in Apartment 23 ) στον Zog του πάντα αγαπημένου John DiMaggio (Futurama, Final Space), όλοι οι ηθοποιοί στάθηκαν εξαιρετικοί και αψεγάδιαστοι στο δύσκολο ρόλο τους να δώσουν ψυχή σε χαρακτήρες αντιφατικούς και όχι πάντα καλογραμμένους, ωστόσο τρισδιάστατους και με ζωντάνια.
Τελικά, απογοητευτήκαμε με την Απογοήτευση σε βαθμό δομικό και όχι απλά σε θέματα πλοκής ή ανατροπών. Στα τελευταία ειδικά είναι αρκετά χαρισματική. Ωστόσο για τη νέα προσπάθεια του Groening είναι αμφίβολο όχι μόνο το αν θα φτάσει στην δόξα προηγούμενων δουλειών του, αλλά και αν θα τη θυμόμαστε μέχρι να βγει η συνέχειά της.