Είναι Σάββατο. Το πρωί βγαίνετε για ψώνια. Το βράδυ πηγαίνετε στον κινηματογράφο ή ίσως για φαγητό σε κάποιο εστιατόριο. Όλα είναι απολύτως φυσιολογικά. Σωστά; Ξημερώνει Κυριακή και ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει καταρρεύσει. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι ενήλικες έχουν κυριευθεί από μια δολοφονική παραφροσύνη. Στο μυαλό τους υπάρχει μόνο μία σκέψη: να σκοτώσουν τα παιδιά τους! Και αυτή τους η δίψα για αίμα είναι ανεξέλεγκτη. Υπάρχει διέξοδος από αυτό τον εφιάλτη που απειλεί να καταβροχθίσει το ανθρώπινο γένος ή μήπως είναι αυτό το τέλος του κόσμου;
Το «Δίψα για αίμα» (τίτλος πρωτοτύπου: Blood Crazy) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΞΥ ήδη από το 1997. Είναι ένα έργο horror που συνδυάζει στοιχεία occult, εφηβικού δράματος, καθώς και zombie –post apocalyptic θεματικής, αφού μας αφηγείται το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού εξαιτίας μιας πολύ περίεργης ασθένειας που καταλαμβάνει τον ενήλικο πληθυσμό, δημιουργώντας του την ανάγκη να σκοτώσει τα ίδια του τα παιδιά. Ως εκ τούτου, το «Δίψα για Aίμα» είναι ένα βιβλίο τόσο ανατριχιαστικό, όσο και τολμηρό, αφού το θέμα του αποτελεί από μόνο του ένα ταμπού. Επιπλέον, ένας λάτρης του horror εύκολα μπορεί να το δει σαν ιστορική συνέχεια πολλών cult έργων τρόμου, όπως είναι η τριλογία του Lucio Fulci “Gates of Hell” (The Beyond, City of the Living Dead, The House by the Cemetay), το Zombie 2 του ίδιου, το The Evil Dead του Sam Raimi, καθώς και τη δουλειά του G. A. Romero. Παράλληλα, το «Δίψα για αίμα» δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία της όχι και τόσο πετυχημένης ταινίας του 2017 «Mom and Dad» με πρωταγωνιστή το Nicolas Cage, που μας προκαλεί να τη δούμε. Ή και όχι.
Αρκετά τα αστεία, όμως, με τον Nicolas Cage. Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας το «Δίψα για Aίμα» είναι η αντίστροφη, θα έλεγα, ομοιότητα με το «Children of the Corn» του Stephen King, πράγμα που τον τοποθετεί, για ακόμα μια φορά, σε ένα βάθρο όμοιο με θρόνο στο χώρο του horror . Πολύ περισσότερο, τόσο ο King όσο και ο Clark, φαίνεται να έχουν θέσει τα θεμέλια των έργων τους πάνω σε ένα ταμπού –θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού, σύμφωνα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Freud και του Jung. Και ενώ τα παιδιά του Gatlin αποφασίζουν να σκοτώσουν τους ενήλικους της μικρής τους πόλης σαν θυσία σε κάτι ανώτερο, οι πρωταγωνιστές του Simon Clark πρέπει να αμυνθούν σε παγκόσμια κλίμακα απέναντι σε κάτι ακόμα μεγαλύτερο, που τους απειλεί και τους καταδιώκει.
Έτσι, βλέπουμε τα παιδιά του κόσμου να δημιουργούν οικισμούς, οι οποίοι δημιουργούν τους δικούς τους νόμους, παραδόσεις, δοξασίες, ακόμα και πολιτεύματα, προκειμένου να επιβιώσουν. Με αυτόν τον τρόπο, το «Δίψα για Aίμα» αποκτά ανθρωπολογικό και πολιτικό υπόβαθρο. Χαρακτηριστικά, ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει μέσα από το βιβλίο όχι μόνο τη διαδοχή των πολιτευμάτων (βλέπουμε τυράννους, χαρισματικούς ηγέτες, σφυρηλατημένους δημοκράτες κλπ), αλλά και τη δημιουργία ολόκληρων φυλών που ζουν άλλες κοντά σε ποτάμια, άλλες στο βουνό κι άλλες να ιδρύουν ακόμα και αρχιπελαγικά κρατίδια, ζώντας σε ξεχασμένα yacht μέσα στη θάλασσα. Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι καθένας από αυτούς του οικισμού έχει τις δικές του θεωρίες για το τι συνέβη και τρελάθηκαν οι ενήλικες. Άλλοι το αποδίδουν σε θεϊκή τιμωρία, άλλοι δημιουργούν συνωμοσίες περί πλύσης εγκεφάλου και παγκόσμιας διακυβέρνησης, άλλοι μιλούν για περιβαλλοντική καταστροφή, ενώ δε λείπουν και απόψεις πιο επαναστατικές και εκκεντρικές, που ανάγουν την αλλαγή των ενήλικων σε κάτι πιο βαθύ, πανάρχαιο και ανεξερεύνητο… Στο σημείο αυτό, το «Δίψα για Aίμα» παίρνει προεκτάσεις θεολογικές και ψυχαναλυτικές, ενώ παράλληλα μπορεί να ενταχθεί στην ατμόσφαιρα αυτού που σήμερα αποκαλούμε «νέα τάξη πραγμάτων».
Επιπλέον, το «Δίψα για Αίμα», συνιστά και μια ιστορία ενηλικίωσης και συμφιλίωσης με τον εαυτό. Αυτό φαίνεται πολύ έντονα στον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Nick Eitan, ένα έφηβο αγόρι που δεν πληροί καμιά από τις προδιαγραφές που θέτει η κοινωνία για μια επιτυχημένη πορεία στη ζωή. Έτσι, τον βλέπουμε σταδιακά να μεταμορφώνεται από ένα παθητικό και ηττοπαθές άτομο σε έναν άξιο σύντροφο και προστάτη του νεοσύστατου κόσμου των παιδιών. Οι λανθάνουσες, μάλιστα, ηγετικές ικανότητες του Nick Eitan εκτοξεύονται μετά από μια πράξη φροϋδικής συμβολικής σημασίας, που παραπέμπει στο γνωστό τραγούδι των Doors “The end” και με την οποία αποτινάσσει από πάνω του την εξουσία των γονιών του. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η στιγμή αυτή είναι από τις πιο έντονες του βιβλίου.
Καταληκτικά, το «Δίψα για Aίμα» είναι ένα αξιολογότατο βιβλίο που δεν προσφέρει απλά τρόμο, αλλά σε εισάγει σε έναν ευρύτερο προβληματισμό, ο οποίος φανερώνεται με τη μορφή συλλογισμού. Παράλληλα, ο Simon Clark αναδεικνύεται όχι μόνο σε μαέστρο του horror, αλλά και σε γνώστη της ανθρώπινης ψυχής. Πολύ περισσότερο, αυτό που ξεχωρίζει το βιβλίο είναι ότι παρά το δυστοπικό του περιεχόμενο προτείνει λύσεις και τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευτυχία του. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα του βιβλίου, κάπου προς τη μέση αποκτά μια μικρή κοιλιά, λόγω της έλλειψης δράσης. Η ατονία αυτή, ωστόσο, αποκτά σημασία όχι απλά γιατί βοηθά στην εξέλιξη του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, αλλά και γιατί προετοιμάζει τον τελευταίο και τον αναγνώστη για την κορύφωση και τις μεγάλες αποκαλύψεις που ακολουθούν. Ως εκ τούτου, η «κοιλίτσα» αυτή καθίσταται απαραίτητη για την πλοκή και το βάθος του έργου.