Όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε, πιθανώς με καλό τρόπο· έτσι, ως μέρος του κανόνα, οι άρτιες ταινίες έχουν, πολλές φορές, άρτιο τέλος. Πράγματι, η τελευταία σκηνή του Shining (1980) του Stanley Kubrick αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά φινάλε στην ιστορία του σινεμά. Οι τίτλοι τέλους πέφτουν με τον Jack Torrance (Jack Nicholson) να μας αποχαιρετά στη φωτογραφία, η ιστορία του γιου του, όμως, συνεχίζεται στο Dr. Sleep του Mike Flanagan, (Most Daring , The Haunting of Hill House ) με τους Ewan McGregor (Star Wars, Trainspotting) , Rebecca Ferguson, (Men in Black: International, Life) Kyliegh Curran (I Can I Will I Did) και Cliff Curtis (Colombiana, The Last Airbender).
Δεκαετίες μετά τα γεγονότα στο ξενοδοχείο Overlook, ο Danny Torrance κατατρύχεται ακόμα από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όταν φτάνει στο σημείο που βρίσκει λίγη γαλήνη επιτέλους, η Λάμψη μπαίνει ξανά στη ζωή του, καθώς καλείται να προστατέψει ένα μικρό κορίτσι από μια μυστικιστική ομάδα που κυνηγά ανθρώπους σαν κι αυτόν.
Η ιστορία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Stephen King κάτι το οποίο φαίνεται έκδηλα από το ύφος και τις θεματικές της. Το Dr. Sleep, δηλαδή, πραγματεύεται, στον πυρήνα του, τον αλκοολισμό, τη σχέση πατρικής φιγούρας-παιδιού και την εξιλέωση από τις παρελθοντικές αμαρτίες, θέματα που απασχόλησαν ουκ ολίγες φορές τον King καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Κατά μία έννοια, λοιπόν, το έργο του Flanagan προσεγγίζει πιο ευλαβικά την πρώτη ύλη του σε σχέση με το έργο του Kubrick, που είχε απομακρυνθεί αρκετά από την πηγή.
Δυστυχώς, βέβαια, το Dr. Sleep είναι δραματουργικά αδύναμο ανά σημεία, καθώς δεν ισορροπεί καλά μεταξύ των εκκρεμοτήτων που έχουν μείνει από το Shining και των γεγονότων που συμβαίνουν στο παρόν της αφήγησης. Το πλήγμα αφορά κυρίως στον κεντρικό πρωταγωνιστή, ο οποίος ξεπερνά τους δαίμονές του στην αρχή της ταινίας, μόνο και μόνο για να τους αντιμετωπίσει ξανά στο τέλος της. Σε όλο το υπόλοιπό της, οικειοποιείται τον ρόλο του μέντορα, σε μια αρκετά διαφορετική ιστορία. Ως αποτέλεσμα προκύπτει η αίσθηση ότι βλέπει κανείς δύο ταινίες, αντί μίας, κάτι το οποίο ξενίζει ανά ώρες και εξαλείφει την απειλή από τα παλιά, που υποτίθεται ότι θα ερχόταν να «καταπιεί» τον Danny Torrance.
Από την άλλη, η σκηνοθεσία του Flanagan είναι αξιοπρεπέστατη. Οι συναισθηματικές σκηνές είναι αποτελεσματικές, ενώ οι σκηνές δράσης έντονες. Έξυπνη είναι και η επιλογή του Flanagan να κάνει recast τους ρόλους από το Shining, χρησιμοποιώντας ηθοποιούς που μοιάζουν εμφανισιακά με αυτούς του αριστουργήματος του Kubrick. Έτσι, υπάρχει αβίαστα η αίσθηση της συνέχισης, χωρίς, όμως, να χρησιμοποιείται το Shining ως ευαγγέλιο. Αν και ομολογουμένως, καμιά φορά η ταινία θυμίζει περισσότερο σειρά του «Netflix» (όπως το Haunting of the Hill House, του ίδιου δημιουργού), παρά κινηματογραφική παραγωγή, στο σύνολό της, στέκει επιτυχώς και στη μεγάλη οθόνη.
Όσον αφορά στους ηθοποιούς, ο Ewan McGregor παίζει ψύχραιμα, χωρίς πολλές έντονες συναισθηματικές εκφράσεις. Στις στιγμές που οικειοποιείται τον ρόλο του μέντορα είναι πολύ αποτελεσματικός, ενώ όταν έρχεται στο επίκεντρο ο χαρακτήρας του είναι συμπαθής – αν και κάτι του λείπει. Από την πλευρά της η Kyliegh Curran είναι πολύ ταλαντούχα ως συμπρωταγωνίστρια, όπως, άλλωστε είναι και η Rebecca Ferguson, που δίνει αρκετές πινελιές ανθρωπιάς σε έναν χαρακτήρα που (εσκεμμένα) είναι πολύ ψυχρός κατά βάθος.
Αν και δεν αγγίζει την τελειότητα, το Dr. Sleep είναι ενδιαφέρον. Σέβεται την ιστορία που θέλει να πει και προτιμά να κινηθεί περισσότερο στα πλαίσια της κινηματογραφικής δραματουργίας, παρά να αποτελέσει μια ακόμα blockbuster-ική ξεπέτα τρόμου. Καμιά φορά χάνει τον προσανατολισμό της, αλλά, συνολικά, προσφέρει ένα ευχάριστο τρίωρο στο σινεμά.