Τυχαίνει αυτή την εβδομάδα να συμπίπτουν δύο επέτειοι: της ίδρυσης της ΕΠΟΝ στις 23 Φεβρουαρίου και της συμπλήρωσης του πρώτου έτους απ’ το θάνατο της Άλκης Ζέη στις 27 Φεβρουαρίου.
Η Άλκη Ζέη υπήρξε μία απ’ τις κύριες εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της, αν και πρωτίστως απευθυνόταν σε παιδιά, ήταν παράλληλα και για «μεγάλους», κάτι που συμβαίνει με όλα τα «μεγάλα έργα για παιδιά», όπως επισήμανε ο Τίτος Πατρίκιος στο στερνό αποχαιρετισμό του προς τη συγγραφέα, με την οποία -πέραν της μακρόχρονης φιλίας τους- είχαν συνυπάρξει στην περίοδο της Κατοχής στις γραμμές της ΕΠΟΝ.
Εκείνα τα χρόνια της ΕΠΟΝ η Άλκη Ζέη τα θυμόταν πάντα με χαρά και καμάρι. Την ίδρυση της ΕΠΟΝ, στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», την παρομοίαζε με έναν «ήλιο» που ήρθε «να φωτίσει τα άγουρα νιάτα μας και το σκοτάδι της Κατοχής».
«Έγινε, έγινε αυτό που περιμέναμε. Η ΕΠΟΝ» της διαμήνυσε αναψοκοκκινισμένη η αδελφική της φίλη, η Ζωρζ Σαρρή, το Φεβρουάριο του 1943 κι έτσι εντάχθηκαν στην οργάνωση οι δυο τους, μαζί και με την αδελφή της Άλκης, την Ελένη. Η Άλκη Ζέη μόλις είχε ολοκληρώσει τις σχολικές της εξετάσεις και είχε γίνει φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής. Ήδη απ’ τα προηγούμενα χρόνια είχε συμμετάσχει σε -μικρότερης έντασης- αντιστασιακές ενέργειες, όμως πάντοτε αυτές γίνονταν στο πλαίσιο του στενού οικογενειακού και φιλικού της περίγυρου. Πλέον όμως, μέσω της ΕΠΟΝ, η δράση της «βγήκε» έξω από το σπίτι, όπου μαζί με άλλους νέους αγωνιστές και νέες αγωνίστριες οργάνωναν πολύμορφες δράσεις εναντίον του Γερμανού κατακτητή.
Όταν κάποτε τη ρώτησαν πώς θα διηγούνταν τα χρόνια της ΕΠΟΝ στα σημερινά παιδιά, απάντησε ότι θα το έκανε όπως στο «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου». Το βιβλίο αυτό, ούτως ή άλλως, το είχε γράψει στα χρόνια της Χούντας ενώ βρισκόταν εξόριστη στο Παρίσι, προκειμένου να μιλήσει στα μικρά παιδιά για την εποχή της Κατοχής και της Αντίστασης, έχοντας διαπιστώσει ότι, όντας μεγαλωμένα στο μετεμφυλιακό κράτος, γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας. Παρ’ όλο που οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι, ως επί το πλείστον, φανταστικοί, η συγγραφέας προσπάθησε να αποδώσει με μυθοπλαστικό τρόπο τις εμπειρίες και τα βιώματά της απ’ την Αθήνα της Κατοχής, σε μία ιστορία τρυφερή αλλά και δραματικά ρεαλιστική. Στις σελίδες του βιβλίου, χωρίς να κατονομάζεται η ΕΠΟΝ, λαμβάνουν χώρα μυστικές νεανικές συναντήσεις και δράσεις που ευθέως αναφέρονται στη λειτουργία της οργάνωσης, όπως τη βίωσε η ίδια η συγγραφέας. Οι νυχτερινές καταδρομικές επιχειρήσεις των παιδιών για να γράψουν συνθήματα στους τοίχους, οι συναντήσεις στο ατελιέ που συνδύαζαν τη νυχτερινή διασκέδαση με τις παράνομες συσκέψεις και τη δημιουργία αντιστασιακού υλικού, αλλά φυσικά και οι οργανωμένες πορείες στην Αθήνα ενάντια στην πείνα, στην επιστράτευση κ.ο.κ. ήταν μερικοί απ’ τους βασικούς τρόπους δράσης της ΕΠΟΝ την περίοδο της Κατοχής, οι οποίοι αναπλάθονται μυθοπλαστικά στο βιβλίο.
Ένα σύνθημα που χαρακτήριζε τη δράση της ΕΠΟΝ (και συνέβαλε στη μαζική της απήχηση στη νεολαία σε όλη τη χώρα) ήταν το «Πολεμάμε και Τραγουδάμε». Η πλούσια πολιτιστική δράση της ΕΠΟΝ, η οποία αποτυπώθηκε με το εν λόγω σύνθημα, δεν ήταν μία δευτερεύουσα πτυχή του προγράμματός της, αλλά κατείχε πρωτεύοντα ρόλο στους στόχους και τις ενέργειες της οργάνωσης. Για τους νέους αγωνιστές της ΕΠΟΝ, η πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία και διαπαιδαγώγηση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την αντιστασιακή δράση, ενώ ήταν και το μέσο για την επίτευξη της χαράς και της διάθεσης για ζωή, στοιχεία απαραίτητα για να αντιστραφεί το βαρύ κλίμα της Κατοχής και να βρει τη ψυχική δύναμη η νεολαία να ενεργοποιηθεί στον αγώνα. Στις αναμνήσεις της, η Άλκη Ζέη παρουσίαζε με νοσταλγία και ρομαντική διάθεση αυτές τις πτυχές της ένταξής της στην ΕΠΟΝ. Η ίδια εξάλλου από πολύ μικρή υπήρξε πνεύμα δημιουργικό (πάντοτε με ταλέντο στη συγγραφή) και με πάθος για τις τέχνες και τα γράμματα. Στο σπίτι τους η λογοτεχνία, το θέατρο και οι τέχνες είχαν πάντοτε εξέχουσα θέση, ενώ την αγάπη για τη μάθηση της την είχε καλλιεργήσει ήδη απ’ τα πρώτα της χρόνια ο παππούς της στη Σάμο, μία σχεδόν μυθική φιγούρα της ζωής της, που ενέπνευσε μεταγενέστερα πολλούς λατρεμένους παππούδες – χαρακτήρες στα βιβλία της. Έτσι ήταν ομαλή για εκείνη η μετάβαση απ’ τις πρώτες της συναντήσεις στο Λουμίδη και στον Ίκαρο με διανοούμενους και λογοτέχνες της εποχής, στις βραδινές γιορτές (σε κάποιες απ’ τις οποίες στο πιάνο καθόταν ο Χατζιδάκης) και στις εκδρομές με την ΕΠΟΝ. Το μείγμα διασκέδασης, συντροφικότητας και βαθύτερης πίστης στον αγώνα αποτυπώνεται σε μία ανάμνησή της από μία απ’ τις εκδρομές της ΕΠΟΝ στη θάλασσα, όπου τη στιγμή που ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν για «τα δύσκολα που είχαμε να κάνουμε την άλλη μέρα» θυμάται ότι όλοι έμοιαζαν πεπεισμένοι να εκτελέσουν τα καθήκοντα που τους ανατίθονταν «με τον ίδιο ενθουσιασμό που πέφταμε στη θάλασσα».
Επιπλέον, η οργανωτική αυτονομία – ανεξαρτησία της ΕΠΟΝ απ’ το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ήταν απ’ τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης που γοήτευαν την Άλκη Ζέη. «Η ΕΠΟΝ θα γινότανε δικιά μας κι από μας εξαρτιόντανε όλα» θυμάται να τους εξηγεί ο πρώτος τους καθοδηγητής, ο Πέτρος κι αυτοί του απαντούσαν «Πέτρο… μαζί σου. Όπου μας πας». «Ούτε Γκάτσος, ούτε Γιώργος» τις πείραζε η Ζωρζ Σαρρή (αναφερόμενη στους -τότε- ερωτικούς τους συντρόφους) όταν τις ενημέρωνε την πρώτη φορά για την ίδρυση της ΕΠΟΝ, γιατί «[α]υτοί είναι μεγάλοι. Κι εμείς θα είμαστε μόνο νεολαία». Με θάρρος, τόλμη και πίστη στις δυνάμεις τους, νέα παιδιά πήραν την απόφαση να δημιουργήσουν μία αυτονόμη αντιστασική οργάνωση νεολαίας που εξελίχθηκε σε μία απ’ τις πλατύτερες οργανώσεις νεολαίας που έχει γνωρίσει ο τόπος. Τις αποφάσεις θα τις έπαιρναν οι ίδιοι, τους καθοδηγητές τους θα τους επέλεγαν τα δικά τους όργανα κι όλοι μαζί θα υλοποιούσαν το σχεδιασμό τους. «Ας έκανε ο καθένας ό,τι μπορούσε, έστω και πολύ μικρό, θα είχε αξία» τους είχε πει ο Πέτρος και «δεν έμεινε ούτε ένας εκείνη τη βραδιά που να μην τον πίστεψε».
Βέβαια, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι καραδοκούσαν, ακόμα και πέραν του κατοχικού στρατού. Ειδικά για τις κοπέλες η μεγαλύτερη δυσκολία βρισκόταν στο σπίτι και ήταν η πατρική εξουσία που επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στη ζωή τους. Ακόμα και ο πατέρας της Άλκης Ζέη, παρά τις δημοκρατικές του ιδέες, ήταν ένας αυστηρός πατέρας. Σε μία -ίσως χιουμοριστική- αποστροφή του λόγου της, σε μία συνέντευξή της στον Τάσο Σακελλαρόπουλο στην εκπομπή Ιστορία στο Κόκκινο, είχε αναφέρει ότι «φοβόμασταν τον μπαμπά μας πιο πολύ από τους Γερμανούς, μην μας μαλώσει». Γι’ αυτό και οι αντιστασιακές δουλειές στο σπίτι τους γινόντουσαν μέχρι τις 3 το μεσημέρι, όταν σχολούσε ο πατέρας των κοριτσιών απ’ την εργασία του στην Τράπεζα. Ως τις 3 όμως «στο σπίτι μας γινόταν χαμός, μέχρι και συνεδριάσεις γυναικών κάναμε». Η μητέρα της Άλκης Ζέη οργάνωνε τέτοιες κρυφές συναντήσεις με άλλες γυναίκες, με την υποστήριξη και της θείας της, της Διδώς Σωτηρίου. Τα δύο κορίτσια είχαν αναλάβει την «κρίσιμη» δουλειά όταν έφευγαν οι επισκέπτριες να αερίζουν το δωμάτιο, πριν γυρίσει ο πατέρας τους απ’ τη δουλειά και τους καταλάβει, αφού «κάπνιζαν όλες τους σαν φουγάρα» και «η τραπεζαρία μύριζε σαν τεκές». Σκεφτόταν τότε η Άλκη πόσο ατιμωτικό θα ήταν να τις καταλάβαιναν οι Γερμανοί και να τις εκτελούσαν και να γραφόταν γι’ αυτές «Έπεσαν ηρωικώς γιατί ανέμιζαν πετσέτες».
Πάντως, παρά το αυστηρό κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, η συμμετοχή των γυναικών στην Αντίσταση έγινε με μαζικούς όρους και σε αυτό καθοριστική υπήρξε η δράση της ΕΠΟΝ, στην οποία νέες κοπέλες βρέθηκαν σε μεικτές οργανώσεις ανδρών – γυναικών με ισότιμους όρους μεταξύ τους. Έτσι έρχονταν σε σύγκρουση (φανερά ή κρυφά) με την αυστηρή πειθαρχία του σπιτιού τους, αλλά και με τα στερεότυπα της εποχής για το ρόλο και τη φύση της γυναίκας. Ερχόμενες σε ρήξη με την προπολεμική περίοδο, με τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση, πολλές γυναίκες άνοιξαν ένα δρόμο για τη συμμετοχή τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή με ισότιμο τρόπο. Εξάλλου, η Άλκη Ζέη δεν φύλαξε τυχαία έναν απ’ τους εμβληματικότερους χαρακτήρες του «Μεγάλου Περίπατου του Πέτρου» για τη Δροσούλα, την κοπέλα που παρ’ όλο που έφτιαχνε τα πανό για τις πορείες, όποια λέξη δεν της άρεσε δεν την έγραφε. Την τρυφερή αλλά και θαρραλέα ηρωίδα, που απ’ το σύνθημα «Λευτεριά ή Θάνατος» απεχθανόταν τη λέξη «Θάνατος».
Εμπλουτισμένη μορφή κειμένου που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ