
Το The Hand that Rocks the Crandle είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ του 1992, σε σκηνοθεσία του Curtis Hanson. Πρόσφατα, δε, τον Οκτώβριο 2025, προβλήθηκε το όχι και τόσο πετυχημένο remake της ταινίας, σε σκηνοθεσία της Michelle Garza Cervera και πρωταγωνίστριες τις Maika Monroe και Mary Elizabeth Winstead. Κι ενώ θα περίμενε κανείς με τόσους γυναικείους συντελεστές να αναδειχθεί η πιο επίκαιρη και φλέγουσα φεμινιστική πτυχή της ταινίας, είναι γεγονός ότι το remake δεν άγγιξε ούτε στο ελάχιστο την ταινία του σκηνοθέτη του 8 Mile, αφού περιορίστηκε σε “φορεμένες” θεματικές τύπου “psycho -killer nanny” και άλλα φθηνά, κοινότοπα κλισέ, τα οποία, πλέον, βαριέσαι και να τα συζητάς και δεν μπορείς καν να γελάσεις.

Ειδικότερα, η ταινία ακολουθεί, την ιστορία μιας οικογένειας, στην οποία εγκολπίζεται μια καθόλα σατανική νταντά, με δολοφονικές τάσεις και την ακόρεστη επιθυμία να γίνουν όλα δικά της. Έτσι, στο επίκεντρο τίθεται η γυναικεία αντιζηλία της νταντάς με την “κυρία του σπιτιού”. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ιστορία ξεκινάει λίγο πιο πριν και συγκεκριμένα όταν η Claire Bartel γίνεται θύμα του γυναικολόγου της, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος του την κακοποιεί σεξουαλικά κατά την εξέτασή της και ενώ βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη (!) Αφού, μάλιστα, η Claire τον καταγγέλει, συσπειρώνονται γύρω της κι άλλες γυναίκες και, εν τέλει, ο dr. Mott αυτοκτονεί, μην αντέχοντας την δημόσια κατακραυγή. Αφήνει, ωστόσο, πίσω του μια χήρα που ψάνχει εκδίκηση! Κι αυτή δεν είναι άλλη από την Peyton Flanders, την γυναίκα που εμφανίζεται ως μια άλλη, σκοτεινότερη εκδοχή της Mary Poppins.

Horrorcalifragilisticexpialidocious!
Πραγματικά, έμεινα έκπληκτη με την φυσικότητα, με την οποία ο Curtis Hanson, προσέγγισε 33 χρόνια πριν, έστω και στα πλαίσια ενός μέτριου ψυχολογικού θρίλερ, το ζήτημα της γυναικολογικής/μαιευτικής βίας. Κι αυτό, γιατί ο όρος είναι πολύ πρόσφατος και μέχρι σήμερα διχάζει την επιστημονική και την νομική κοινότητα. Ειδικότερα, δεν είναι παρά το 2010, όταν τέθηκε για πρώτη φορά στην επιστημονική κοινότητα ο όρος «γυναικολογική βία», ήτοι αυτής που ορίζεται ως η κοινή συνισταμένη της κατάχρησης της σχέσης ασθενούς κα ιατρού και της βίας κατά τον γυναικών.

Το φαινόμενο, ωστόσο, της οικειοποίησης και της παραβίασης των αναπαραγωγικών διαδικασιών της γυναίκας από επαγγελματίες της υγείας δεν είναι νέο. Ούτε, φυσικά, η κριτική που ασκείται πάνω σε αυτό. Ειδικότερα, η αντιμετώπιση του ζητήματος ως πιθανή εκδήλωση της έμφυλης βίας που υφίστανται οι γυναίκες έχει τις ρίζες του ήδη στην Αμερική του 1830-1840, με το λεγόμενο «Λαϊκό Κίνημα Υγείας» (Popular Health Movement), ενώ η μεγαλύτερη σύγκρουση των γυναικών με το ιατρικό κατεστημένο έγινε κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και το λεγόμενο «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού, μέσα από ομάδες αυτοεξέτασης, αλληλοεκπαίδευσης και αλληλοβοήθειας. Πειραματισμός πάνω σε γυναικεία σώματα, παθήσεις και μοντέλα συμπεριφοράς που αντανακλούσαν το σεξισμό των κοινωνικών συσχετισμών, όπως ήταν οι πρακτικές του «πατέρα» της γυναικολογίας J. Marion Sims, που αγόραζε γυναίκες σκλάβες και έκανε πειραματικές εγχειρίσεις πάνω στα σώματά τους ή ακόμα και το παρωχημένο σύνδρομο της «υστερίας», η διάγνωση του οποίου οδηγούσε σε βασανισμό της «ασθενούς», ακούσια υδροθεραπεία και μαλάξεις των γεννητικών της οργάνων, αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες ήταν έρμαια βίαιων, αντιεπιστημονικών, γυναικολογικών πρακτικών και ασελγών πράξεων.

Ο αγώνας των γυναικών, που συνεχίζει μέχρι και σήμερα, αν λάβει κανείς υπόψη τη μάχη που δίνεται όσον αφορά το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος και το δικαίωμα στην άμβλωση, οδήγησε όχι μόνο στη νομική προστασία των θυμάτων από τέτοιου είδους πρακτικές, αλλά ακόμα και στη δημιουργία της λεγόμενης «φεμινιστικής γυναικολογίας», μιας οπτικής που αντιμετωπίζει τη γυναίκα όχι απλά σαν ασθενή, αλλά σαν κοινωνικό υποκείμενο, με επίγνωση της κοινωνικής της θέσης και των βιωμάτων της. Υπό την ανωτέρω συλλογιστική, λοιπόν, η ταινία The Hand that Rocks The Crandle αποτελεί όχι απλά ψυχολογικό, μα και ένα φεμινιστικό θρίλερ, το οποίο προσεγγίζει το ζήτημα της ταύτισης της γυναίκας με τον αναπαραγωγικό της ρόλο, όπως επίσης και την αντιμετώπιση της μητρότητας ως μία κατάσταση, που δεν αφορά την ίδια, αλλά όλους μας (not), θεωρήσεις που οδηγούν στον χειρισμό του γυναικείου σώματος ως κάτι το “κοινόχρηστο” από την έναρξη, κιόλας, της εγκυμοσύνης.
This is not OUR pregnacy, my friend.

Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε την προσέγγιση του ζητήματος από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, μητέρες, καριερίστες, επιστήμονες και μη. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένας γυναικείος καμβάς από πρότυπα, επιθυμίες , ενώ η ίδια η μητρότητα αναδεικνύεται ως ένα βίωμα, άλλοτε ευχάριστο κι άλλοτε επώδυνο. Υπό αυτό το πρίσμα, η ταινία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο και κορυφώνεται μέσα από μια Stephen King τύπου κοινοτοπία του τρόμου, καθώς το Κακό αρχίζει να ριζώνει στην οικογένεια των Bartel, μέσα από απλές πράξεις μύησης! Πράγματι, όσο το Κακό εδραιώνει την παρουσία του, τόσο μοιάζει με σταδιακή υπερκέραση, αφού κάθε σταγόνα από το δηλητήριο της Peyton σκοπεύει στην περικύκλωσή τους και, εν τέλει, τον αφανισμό τους. Ως εκ τούτου, η μεθοδολογία του κακού στην πρωτότυπη ταινία του 1992 έχει κάτι το πρωτότυπα γυναικείο -έχουμε δει όλοι Deadly Women -.

Από την άλλη μεριά, το remake της Michelle Garza Cervera τυγχάνει κάπως ανέμπνευστο. Κι αυτό είναι απογοητευτικό, καθώς, σήμερα, η συζήτηση και ο δημόσιος διάλογος γύρω από τα ανωτέρω ζητήματα είναι ιδιαίτερα έντονος και πιο γόνιμος από ποτέ. Πράγματι, ήδη από τη στιγμή που μια γυναίκα περνά το κατώφλι ενός γυναικολόγου, μαθαίνει ότι είναι ο αδύναμος κρίκος σε μια σχέση εξουσίας. «Γδύσου από τη μέση και κάτω», «μπορεί να είναι λίγο κρύο», «χαλάρωσε», «αν κάνεις σεξ, δεν πονάς», «όλα καλά φαίνονται, ας περιμένουμε, όμως, και τα αποτελέσματα των εξετάσεων», «πόσους ερωτικούς συντρόφους έχεις;», «χρησιμοποιείς προφυλάξεις;», «πάλι καλά που δεν έχεις κανέναν μικρόβιο». Κοινότοπες φράσεις όπως αυτές, από έναν άγνωστο, συνήθως, άνδρα, μέσα σε μια κοινωνία ανισοτήτων που τις κάνουν να φαντάζουν άκομψες και συχνά προσβλητικές, αποτελούν κοινές ιστορίες γυναικών, ακόμα και εφήβων, που καλούνται να παραδώσουν στον θεράποντα ιατρό τους ένα κομμάτι της προσωπικής σχέσης με το σώμα τους και κατ’ επέκταση τον πλήρη έλεγχό του. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την πλήρη εγκατάλειψη της αυτονομίας τους, αφηνόμενες σε μια πατερναλιστικού τύπου, ακόμα και ασελγή παρέμβαση, πάνω τους.

Ως εκ τούτου σε κάνει να αναρωτιέσαι: μήπως χρειαζόμαστε μια καινούρια φεμινιστική ανακατάταξη, χωρίς την παραμόρφωση και τα εκδηλωτικά στολίδια, που συνεπάγεται η εμπορευματοποίησή της στο χώρο του κινηματογράφου;
Ή μήπως πρόκειται απλώς για μια κακή ταινία;