Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή συμπληρώνονται φέτος και η χρονιά αυτή μας φέρνει αναμνήσεις από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων και των παππούδων μας. Αφηγήσεις που αντικατοπτρίζουν πόνο μα ταυτόχρονα και ελπίδα. Νοσταλγία αλλά κι ευγνωμοσύνη. Και η αλήθεια είναι πως για πολλούς από εμάς που μεγαλώσαμε με τις αφηγήσεις των αγαπημένων μας παππούδων, έχουμε μια διαφορετική σύνδεση, μια άλλη προσέγγιση για την ιστορία αυτών των τόπων γνωρίζοντας και μόνο, πως έχουμε μια μακρινή καταγωγή. Η προσέγγιση αυτή, όμως, δεν αντανακλά κάποια εθνικιστική διάθεση, παρά μόνο την ακτινοβολία των παιδικών μας ακουσμάτων, ιστοριών που τότε κάπως αφελώς ακούγαμε, διαμορφώνοντας όμως μια κάποια ταυτότητα, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Αφηγήσεις, βιώματα και τραύματα αναβιώνουν στο graphic novel Αϊβαλί του Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος), ένα απ’ τα πιο δημοφιλή έργα της ελληνικής 9ης τέχνης, στο βλέμμα του οποίου αξίζει να επιστρέψουμε ενόψει της επετείου της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το Αϊβαλί εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις Κέδρος και αποτελεί ένα μείγμα αυτοβιογραφικής αναφοράς και ιστορικών πηγών σε comic απόδοση από τη σκοπιά του δημιουργού. Με αφορμή δηλαδή τις αφηγήσεις των παππούδων του και ένα προσωπικό του ταξίδι στη Μυτιλήνη και το Αϊβαλί, με εποπτεία της βασικής ιστορικής βιβλιογραφίας, αλλά κυρίως σκαλίζοντας πρωτογενείς και δευτερογενείς ιστορικές πηγές (και ιδίως μαρτυρίες), ο Soloup δημιούργησε ένα ψηφιδωτό βιωμάτων και εικόνων, συνθέτοντας έτσι ένα δικό του ιστορικό παζλ. Ο Soloup, χωρίς ο ίδιος να είναι ιστορικός, συνδύασε μνήμες και αφηγήσεις με την επιτόπια έρευνα και τη φαντασία, προκειμένου να αναμετρηθεί με βαθιές πληγές, με τον δέοντα σεβασμό και με εμφανή συγκίνηση. Αναλαμβάνοντας ο ίδιος το έργο της ιστορικής έρευνας ακολούθησε μία διαφορετική μεθοδολογία σε σχέση με το πιο πρόσφατο ιστορικό του graphic novel, το 21: Η Μάχη της Πλατείας, του οποίου το σενάριο υποστηρίχθηκε και τεκμηριώθηκε ιστορικά από μία επιστημονική ομάδα, με την οποία βρισκόταν για χρόνια σε συνεχή επικοινωνία και διάλογο προκειμένου να εξασφαλίσει την εγκυρότητα των ιστορικών πληροφοριών του σεναρίου του.
Στο Αϊβαλί, ο Soloup ξεκινάει αυτό το ταξίδι στο παρελθόν με ένα ταξίδι στην Λέσβο και μετέπειτα στο ξακουστό Αϊβαλί. Στο ταξίδι του συναντά κτίρια, δρόμους και μέρη που του δημιουργούν συναισθήματα και σκέψεις, ενώ ταυτόχρονα αναζητά τα μέρη που αναφέρονται στα βιβλία και τις αφηγήσεις που τον συντροφεύουν. Το ταξίδι αυτό αποτέλεσε μία αφοσιωμένη έρευνα με αντικείμενο την επίσκεψη των τόπων μνήμης, αναζητώντας έτσι τα γεγονότα και προσεγγίζοντας κατά κάποιον τρόπο και ιστορικά το παρελθόν. Τα πρόσωπα που επιλέγει για να συνθέσει αυτό το βιβλίο και τον «συνοδεύουν» στο ταξίδι του είναι ο Φώτης Κόντογλου, ο Ηλίας Βενέζης, η αδερφή του, Αγάπη Βενέζη – Μολυβιάτη και ο Αχμέτ Γιορουλμάζ. Επιλέγει, λοιπόν, τέσσερις Αϊβαλιώτες πρωταγωνιστές, με διαφορετική καταγωγή και ταυτότητα, των οποίων οι μαρτυρίες εγκιβωτίζονται μέσα στο έργο που εξελίσσεται με αφορμή το ταξίδι του ίδιου στη γη των παππούδων του. Οι ιστορίες αυτές αποδίδονται φωτισμένες με το βλέμμα του δημιουργού, που είναι διαμορφωμένο μέσα από τις μνήμες, το συγκινησιακό φορτίο και τα αναγνώσματά του. Unleash Fun at RabonaCasino : Greece’s Ultimate Destination for Casino Enthusiasts. Play Top Games and Grab Your Wins Today!
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά ένας έμμεσος και παιγνιώδης διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό και έναν Τουρκο-Κρητικό επισκέπτη, με τον οποίο συναντήθηκε τυχαία στο Αϊβαλί. Ο διάλογος για το ποιος λαός είναι «καλός» και ποιος «κακός», καταλήγει στο συμπέρασμα πως στην πραγματικότητα αυτές οι αφηρημένες ιδιότητες δεν γνωρίζουν σύνορα. Η ζωηρή αυτή συζήτηση προβληματίζει τον αναγνώστη και τον ωθεί να αναρωτηθεί σχετικά με τον τρόπο που έχουν διαπλάσει ανά τους αιώνες τις συνειδήσεις τους αυτοί οι δύο λαοί. Στην πραγματικότητα, κάνοντας στην άκρη τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εμπειρίες είναι κατά βάση κοινές, ενώ τραύματα υπάρχουν πολλά κι από τις δύο πλευρές. Ως εκ τούτου αξίζει να μας προβληματίσει το –«βλάσφημο» για το κοινό εθνικό αίσθημα- ερώτημα αν τελικά υπάρχουν πιο πολλά στοιχεία που μας ενώνουν, παρά που μας χωρίζουν.
Το κείμενο και το σχέδιο είναι γεμάτα και προσεγμένα συμπληρώνοντας το ένα το άλλο. Ο Soloup, σχεδιάζει σε ασπρόμαυρες αποχρώσεις, καταφέρνοντας με την ποιότητα και την πλαστικότητα των μορφών του να αποδώσει ζωντάνια στο έργο του. Η πολυσέλιδη αυτή, μάλιστα, έκδοση με την μονοχρωμία των σελίδων της καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χωρίς εκείνη την πολυχρωμία που ίσως να καθιστούσε το έργο χαοτικό και κουραστικό, λόγω του εύρους του. Οι μορφές ακόμα του έργου είναι ζωηρές και παιγνιώδεις. Ο Soloup δεν προσπαθεί να ηρωοποιήσει καμία μορφή, προσπαθεί μέσα από το σχέδιό του να μεταφέρει τα συναισθήματα του και τη δική του οπτική επί των θεμάτων που τον απασχολούν. Στο σχέδιό του είναι εμφανείς και διάφορες επιρροές, ίσως ένας από τους αγαπημένους του πίνακες που ταιριάζει με τα θέματα που επιλέγει για τα graphic novel του είναι η Κραυγή (1893) του Edvard Munch, αποδίδοντας έτσι παιχνιδιάρικα και εύστοχα τον πόνο, την απόγνωση, την έκπληξη.
Επιστρέφοντας στο σενάριο, οι ιστορίες αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη και του κινούν το ενδιαφέρον με αποτέλεσμα να θέλει και ο ίδιος να ταξιδέψει στο γειτονικό Αϊβαλί, να ερευνήσει περισσότερο τις πηγές και να έρθει σε επαφή με αυτά τα μέρη που μας αφηγείται ο Soloup μέσα από τη δική του εμπειρία και τις δικές του επιρροές. Ένα καταπληκτικό έργο, λοιπόν, που επιχειρεί να βάλει το δικό του λιθαράκι στον τρόπο που προσεγγίζουμε το παρελθόν και τη μνήμη, που επιχειρεί να προβληματίσει και να εξιτάρει τον ενθουσιασμό και την περιέργεια του αναγνώστη. Ένα graphic novel που έχει αγαπηθεί από το ευρύ κοινό ανεξαρτήτως ηλικίας (ακόμα και από ανθρώπους που δεν έχουν ξαναπιάσει στα χέρια τους comics), έχει αποτελέσει αφορμή για εκθέσεις και άλλα πολιτιστικά δρώμενα κι έχει κερδίσει την εγχώρια και διεθνή αναγνώριση, αφού έχει μεταφραστεί μέχρι στιγμής στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα τούρκικα και στα ισπανικά.
Και για όσους-ες έχουμε καταγωγή από το νησί (Λέσβος) και οι παππούδες μας προέρχονται και από το Αϊβαλί, σε εμάς χτυπάει μια φλέβα κοινή, που ανασύρει μνήμες και σκαλίζει τραύματα από διηγήσεις για το παρελθόν του πολέμου, της βίας, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.