«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο».
Με το παραπάνω πασίγνωστο απόφθεγμα του Τολστόι θα συμφωνούσε η Ιταλίδα Νάντια Τερανόβα, η οποία επιχειρεί να περιγράψει έναν τέτοιο μοναδικό τρόπο οικογενειακής δυστυχίας στο δεύτερο μυθιστόρημά της, «Αντίο, Φαντάσματα», που βρέθηκε υποψήφιο για το επιφανές λογοτεχνικό βραβείο Strega της Ιταλίας και κυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Δήμητρας Δότση.
Η 36χρονη Ίντα επιστρέφει στη γενέτειρά της, τη Μεσσίνη της Σικελίας, 16 χρόνια μετά την οριστική αναχώρησή της για τη Ρώμη, για να βοηθήσει τη μητέρα της να επισκευάσει το πατρικό σπίτι προκειμένου να το πουλήσει. Μέσα από την τωρινή της επίσκεψη, η Ίντα θα γυρίσει 23 χρόνια πίσω, όταν ο καταθλιπτικός πατέρας της εξαφανίστηκε, μια μέρα όπως όλες τις άλλες, στις 06:16 το πρωί, έφυγε από το σπίτι και εγκατέλειψε εκείνη και τη μητέρα της. Μια απώλεια με την οποία δεν συμφιλιώθηκε ποτέ, δεν την πένθησε σαν θάνατο, σαν ένα αμετάκλητο γεγονός, αλλά και δεν τη συζήτησε ποτέ με τη μητέρα της, με τα εχθρικά λόγια και τις αλληλοκατηγορίες να μένουν ανείπωτες πίσω από την τετριμμένη καθημερινότητα. Η επιστροφή της αυτή, όμως, θα δώσει στην Ίντα την ύστατη ευκαιρία να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος της και, ίσως, να καταφέρει να τα αποχαιρετήσει.
Στην ιστορία της Ίντα, το τραύμα της απώλειας και της εγκατάλειψης ενσαρκώνεται πολλαπλά: η ίδια βασανίζεται καθημερινά από εφιάλτες, ονειρεύεται ότι βουλιάζει, ότι πνίγεται στο υδάτινο κύμα των τύψεων και της αυτοενοχοποίησής της, στον ίδιο ωκεανό που φοβάται ότι κατάπιε και τον πατέρα της. Και το ίδιο το πατρικό σπίτι, όμως, βρίσκεται σε σήψη, η στέγη είναι αποσαθρωμένη και καταρρέει, οι τοίχοι είναι εμποτισμένοι με μούχλα και υγρασία, κυριολεκτική και συμβολική των βασάνων του παρελθόντος. Όταν 20 χρόνια πριν οι γείτονές τους σήκωσαν την ταράτσα τους κατά 3 εκατοστά, η στέγη του σπιτιού της Ίντα και της μητέρας της άρχισε να καταρρέει από την υγρασία, όμως εκείνες απλώς την παρατηρούσαν αμέτοχες, βουβές, όπως ακριβώς και το ναυάγιο της ίδιας της ζωής τους, χωρίς καμία απόπειρα επισκευής της, λύτρωσης και συμφιλίωσης. 20 χρόνια μετά, θα ξαναβρεθούν μαζί σε ένα σπίτι καθημαγμένο από τις αναμνήσεις και την οδύνη του παρελθόντος, όπου θα τους δοθεί η τελευταία τους ευκαιρία στην επιδιόρθωση και την αναδημιουργία.
Η Τερανόβα σκιαγραφεί δύο γυναικείες φιγούρες σε διαρκή συγκρουσιακή κατάσταση, τόσο όμοιες παρά τις φαινομενικές αντιθέσεις τους: μέσα από την τραγική φιγούρα της μάνας και εγκαταλελειμμένης συζύγου, μόνης στη συζυγική κλίνη, αναδύεται σαν γέννημα και ομοίωμά της αυτή της κόρης, σε έναν γάμο εξίσου ανέραστο και δυστυχισμένο, μιας γυναίκας άτεκνης από επιλογή, απρόθυμης να φέρει νέους ανθρώπους στον κόσμο και στον αέναο κύκλο δυστυχίας, που είναι η ζωή της. Ο κανιβαλισμός, η αντιπαράθεση και οι λεκτικοί διαξιφισμοί είναι ο τελευταίος δίαυλος επικοινωνίας τους, ο μόνος τρόπος που έχουν βρει αυτές οι δύο γυναίκες να (συν)υπάρχουν, μια μητέρα και μια κόρη που πνίγονται στις μεταξύ τους σιωπές αλλά που διακαώς αποζητούν συγχώρεση η μία από την άλλη.
Μέσα από το οδοιπορικό της στα ερείπια του παρελθόντος και του πόνου που αυτό φέρει, η Ίντα θα συνειδητοποιήσει την οικουμενικότητα της ανθρώπινης δυστυχίας, τα τραύματα και τις ανεπούλωτες πληγές που ο καθένας μας κουβαλά. Με αφορμή τη γνωριμία της με τον 20χρονο Νίκο, τον μάστορα που έχει αναλάβει τις εργασίες στο σπίτι της, αλλά και τη συνάντησή της με την εφηβική φίλη της, Σάρα, με την οποία έχουν εδώ και χρόνια απομακρυνθεί, θα καταλάβει ότι όλα αυτά τα χρόνια ήταν εγκλωβισμένη σε ένα δικό της κουκούλι αυτοτιμωρίας, επίπονο αλλά και ασφαλές, που δεν την άφηνε να επανασυνδεθεί με τους ανθρώπους, να ζήσει στο παρόν αντί για το παρελθόν.
Ταυτόχρονα, η συγγραφέας συνθέτει και το πορτραίτο του γάμου της Ίντα, ενός γάμου σε αποσύνθεση, τον οποίο η Ίντα, με το φάντασμα του απόντος πατέρα της, τον φόβο της εγκατάλειψης και της διάλυσης να ελλοχεύει διαρκώς, αρνείται να κοιτάξει κατάματα και να αναγνωρίσει ως τέτοιο. Η Ίντα γνώρισε τον σύζυγό της στα 20 της και ήταν ο πρώτος στον οποίο αποκάλυψε τον ενδότερο πόνο της από την ακρωτηριασμένη της οικογένεια. Σύντομα εκείνος ανέλαβε την επιτέλεση της απούσας πατρικής φιγούρας, έγινε το στήριγμα, το απάγκιο και η μόνιμη σταθερά της, με απότοκο όμως να εξατμιστεί εύκολα και γρήγορα ο μεταξύ τους πόθος. Το μόνο που παραμένει ως τελευταία ένδειξη και εκδήλωση της αγάπης τους είναι μια τρυφερότητα, σωματική και λεκτική, που όμως δεν περνά ποτέ το κατώφλι του πάθους και της ηδονής. Η Τερανόβα μπήγει το μαχαίρι στο κόκαλο του γάμου, των ερωτικών σχέσεων και της αναπόφευκτης φθίνουσας πορείας τους, ξεστομίζοντας παραδοχές σκληρές και κυνικές, αλλά πέρα για πέρα αληθινές.
Το «Αντίο, Φαντάσματα» είναι ένα βιβλίο και για την ασίγαστη δύναμη της μνήμης: σε ένα σπίτι γεμάτο από αντικείμενα, με τη γύψινη σκόνη και τα ακάρεα να επικάθονται στις αναμνήσεις του παρελθόντος, η Ίντα, ασθμαίνουσα, θα επιχειρήσει να ανασύρει από τα έγκατα της μνήμης της το παρελθόν της, να ανασυνδέσει τα υλικά αντικείμενα με τις αναμνήσεις της. Σε μια αφήγηση συνειρμική, που μεταπηδά από το παρόν στο παρελθόν της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, βλέπουμε την Ίντα να μεγαλώνει, το σώμα της να μεταλλάσσεται από παιδικό σε εφηβικό και στη συνέχεια σε γυναικείο, την ίδια να αφυπνίζεται σεξουαλικά, όμως εντός της να παραμένει αμετάβλητη, ένα πληγωμένο 13χρονο κορίτσι, παγωμένο στον χρόνο. Στο παρασκήνιο της ιστορίας ενηλικίωσής της βρίσκεται η ίδια η Σικελία, ζεστή, φωτεινή και ενίοτε αποπνικτική, να μαστίζεται από την εγκληματικότητα και τις συμμορίες ναρκωτικών. Παράλληλα, η συγγραφέας ρίχνει μια διεισδυτική ματιά στην κατάθλιψη, ένα αδηφάγο τέρας που κατατρώει τα σωθικά όχι μόνο του νοσούντος πατέρα, αλλά και ολόκληρης της οικογένειας.
Η φωνή της Ίντα ως αφηγήτριας είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, η γραφή ρέουσα συνειρμικά, γι’ αυτό όμως συχνά επαναλαμβανόμενη και όχι επαρκώς δομημένη. Το μυθιστόρημα της Τερανόβα είναι χαμηλόφωνο, χωρίς δραματικές εξάρσεις και με λιγοστά γεγονότα στην πλοκή, εντούτοις πλούσιο σε συναισθήματα, σκέψεις και στοχασμούς.
Η Νάντια Τερανόβα επισκέπτεται τους ερειπωμένους τόπους και τα απομεινάρια της ανθρώπινης δυστυχίας και συνθέτει μια σύντομη ελεγεία για την απώλεια, το πένθος και τη συγχώρεση, όχι αριστουργηματική αλλά αρκετή για να αποδείξει ότι η συγγραφέας της κατέχει επάξια μια θέση στο σύγχρονο ιταλικό λογοτεχνικό στερέωμα.